Βιογραφικό σημείωμα



Ο Γιώργος  Ν. Μανέτας, είναι απόμαχος Έλληνας ναυτικός ⚓ και ποιητής. 
Γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1961 στην Αθήνα από Κερκυραίους γονείς 
και από το 1990 είναι νυμφευμένος με την ποιήτρια Δήμητρα Δελακούρα 
(Λιζέτε Ντε Σόουζα Σερκέιρα). Τα έτη 1977 - 1996 εργάστηκε ως ναυτεργάτης 
σε ελληνικής και ξένης πλοιοκτησίας φορτηγά και γκαζάδικα ποντοπόρα πλοία. 

Είναι τακτικό μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών 

από τα τέλη της προηγούμενης χιλιετίας και νυν Πρόεδρος 
του Πειθαρχικού Συμβουλίου της  (2022 – 2024)

'Eχει εκδώσει τα βιβλία:

Θάλασσα, ποιήματα (1997)
Αστρολάβος, ποιήματα (1998)
Οξυτέρα Εγγυτάτη, ποιήματα (1999)
Ναυσίν Άριστοι,  ποιήματα (2001)
CD Ανθολογία Ποιημάτων (2004)

Ναυσίν Άριστοι,  ποιήματα τόμος Α' (2018)
Της Θάλασσας,  ποιήματα τόμος Β' (2018)
από τις εκδόσεις Αρισταρέτη - Τιμής Ένεκεν


Ανθολόγια Ποίησης 1977 - 2014 ⛵️
Ανθολόγιο Β' Ποίησης Blog Γ. Μανέτα 
Τα εξ αφορμής – πάρεργα, Blog από τα "εν όλω"







Πρώτο μέρος: 

Ποιήματα "Της θάλασσας " ... 1977 - 1996  
Aνθολόγιο ποίησης Α'


ΘΑΛΑΣΣΑ



Στη Δήμητρα - Λιζέτε


Δεν ξέρω, πού 'σαι Θάλασσα, να στρέψω το καράβι

να ξεπηδήσω απ' τα νωθρά νερά του ποταμού,  
να φύγω, από το μόλο αυτό που με κρατούν οι κάβοι, 
και να βρεθώ σε χάλασμα θαλασσινού καιρού. 

- Με το καράβι, εξώθησε και φτάσε απ' τη μεριά μου 

και στα δαρμένα κύματα, θε να σ' αναζητώ! 
Κι όταν σε ντύσω θάλασσα μετά, με τα σκουτιά μου, 
ως θα 'σαι κι αξελόγιαστος, θα σ' αρραβωνιστώ.  

- Αν είναι αλήθεια, Θάλασσα, να στρέψω το καράβι, 

φτερά να βάλω πάνω του, κοντά σου να βρεθώ! 
Μα ξέρεις ... κάπου, κάποτε, στου ποταμού τη χάρη, 
κάποια καλόμορφη γοργό μ' έσυρε στο βυθό.

- Θα νοσταλγώ στα κύματα, εγώ, το ακροθαλάσσι, 

κι όταν θα ρθείς την άμπωτη, κρώξε φωνή του γλάρου. 
- Στις Ατλαντίδες μήνυσα, έχει ο καιρός χαλάσει, 
και με γραφίδα σου ιστορώ: Είναι θαμπό του φάρου. 

- Στέκουν δυο κόσμοι ανάμεσα, κοχύλια και κοράλλια. 

Θα περιμένω πάντοτε, παιδί, του ποταμού. 
- Καταμεσής σου, Θάλασσα, κοιτώντας με τα κιάλια, 
θα λογαριάζω εσένανε στ' αστέρια τ' ουρανού. 

- Το γλυκερό μου, πάνωθε στα χείλη σου και πάλι! 

Αρχέγονη γεύση γλυκιά, κι αν θέλεις τη παντρεύω. 
- Κάτω απ' το φως του φεγγαριού μοιάζεις, Θάλασσα, ζάλη, 
άγνωρος τόπος μακρινός που μέσα ταξιδεύω. 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Νηνεμία


Τη Θάλασσα διψώ, τη θεογόνα, 

του στολιστή το χέρι στα βαθιά. 
Ας είχα του πελάγου μια σταγόνα, 
σπουδή να τήνε κάνω στ' ανοιχτά. 

Το βάπτισμα να πάρω του ανέμου, 

την δύναμη της βρόχινης ροπής, 
η ομίχλη να στραγγίζει απάνωθέ μου, 
του ορίζοντα να μένω εραστής. 

Στις γέφυρες να βρίσκομαι τα βράδια, 

τ' αστέρια ν' αναλάμπουν στις σκιές, 
και μέσα στο λυκόφως, τα σκοτάδια 
να παίρνουνε παράξενες μορφές. 

Ιέρεια, του μύθου κολυμβήθρα, 

το κάλεσμα προσμένω στην ακτή. 
Με τρίχινο βαφτήρι εδώ που ήρθα, 
σταρώνω με τ' αλάτι το κορμί.  


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κύμα



- Αλάργα μέσ' απ' τα ποτάμια ταξιδεύω...  

Έχω περάσει στα μαλλιά του ωκεανού. 
Νερένια άβυσσο, το γούστο που γυρεύω: 
«Κοχύλι Τρίτωνος, την δόξα του χαμού!» 

Ξέρω το κύμα, τον βυθό και την αντάρα! 

Έχω για ορμήνια του Νηρέα μυστικά...  
Και με βλογούνε οι Νηρηίδες στην κατάρα, 
όπως τη στέλνει ο Ποσειδώνας στ' ανοιχτά. 

- Όταν ματίσεις τη σκουριά με το κορμί σου, 

λαμπρή να βάλεις φορεσιά με τη Στριδώνα. 
Να μοιάζει απόκοσμη στη λίθο η μορφή σου, 
όπως στις πρώρες των Φοινίκων, η γοργόνα. 

Πρόσφερε το αίμα σου, για θάλασσα κι αλάτι· 

κι αν η Αμφιτρίτη δεν ρισκάρει ανταλλαγή, 
δώσ' της εκείνο από κοχύλι το 'να μάτι 
και ρίξ' τη εκεί, απ' όπου ήρθε, να πνιγεί.  


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Πορεύομαι


γλάρους ακίνητους, καθώς  
τη σύναξη θωρούν, της αθερίνης.  
Την Αίθρα ή την Γαλάτεια  
σε πύρινες ανάμεσα ηλιαχτίδες.  

Την ακύμαντη εμπρός μου Γαλάζια,  

την έμβρυα βαθυκύανη άρμη.  
Ξυλάρμενα και χάλκινα στον όγκο των αφρών  
που σέρνουνε πεισματικοί βοριάδες λαμνοκόποι. 

Της βροχής την αντίλαλη πτώση,  

τους δαίμονες αφρούς δίχως απόχρωση.  
Όσες αγάπησα στο θάμπος του πυρός  
μάγισσες κοσμομάντισσες σε ράχες πολυκύμαντες.  

Την ξέθωρη γραμμή του ορίζοντα,  

τους θύσανους διάφεγγους Διόσκουρους.  
Σκιές στο διάμηκες,  
στο κιάλι της μπαλέστρας.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αντιγνωμία 


- Πάει καιρός, που ανάλαφρα την ταξιδεύω. 
Για την ανεύρετη ομορφιά για τ' αφρισμένα χείλη. 
Για τ' όνειρο, της λευτεριάς του μακρινού πελάγου. 
Για τις χαρές, που μου 'δωσε, κι αυτή με τη σιωπή της...

Το κεντημένο αγάπησα, στον ήλιο της φουστάνι. 

Τα θάμνα, τ' αφροστόλιστα και λυγερά μαλλιά της: 
Καθώς διαβαίναν τα πουλιά κι ακούρμαζαν οι γλάροι, 
το φτέρωμά τους χάιδευε με το γαλάζιο χέρι. 

- Αναζητώντας, μέσα μου την τρυφερή φωνή της,

το θέλησα, ταξιδευτή, να βυθιστώ μαζί της. 
Με τη σφοδρή ανατάραξε παλάμη, την ψυχή μου. 
Με θέλησε στα κύματα, σα να 'τανε η καλή μου. 

Με μέθυσε, κάποιαν αυγή με το χαμόγελό της.

Mε το κρασί του αλμόλοιπου με λαχταράει δικό της 
και με γλεντάει στ' ακρόβραχο, εκεί που σπάει το κύμα, 
εκεί μου φτιάχνει γλυκερό το τελευταίο μου σχήμα. 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Προσήνεμος 


- Για σένα, ξάγναντα μια θάλασσα θωρώ 
κι ό,τι ωφελεί τη μνήμη μου, σου γράφω. 
Το κάθε σύθαμπο χαρώ 
και σε καμβά το ράφω. 

- Θυμούμαι, τότε που έφευγες ταξίδι σοροκάδα 

κι ήρθα μικρό και κάθισα στην πρύμνη, χελιδόνι. 
Λεπτουργικά, μαστόρευες μιαν άγνωστη Κυκλάδα, 
στου ξύλου το τιμόνι. 

- Θυμούμαι, απ' όταν έφυγα με τη βοή του ανέμου, 

τις βορινές τις θάλασσες τα πλάσματα σκοτάδια. 
Τον αφρισμένο σάλαγο που σπούσε απάνωθέ μου, 
θυμούμαι όλα τα βράδια. 

Κάθε γραμμή του ορίζοντα τα δίπλατα λιμάνια, 

της Κύπρου τα λιθόστρωτα την Δαμασκό στο βάθος. 
Την Εσπεράνσα, που έφερνε στο Μπέλεμ τα βοτάνια, 
και παρασέρνω λάθος. 

Τον μελωδό, που κούρσεψε στο Βίδο απ' τη Σπιανάδα, 

έναν μικρόν ανάγλυφο σε στύλο Ποσειδώνα. 
Και κάποια νύχτα, σε όνειρο, πως ήρθα στην Ελλάδα 
για σε, ξωθιά γοργόνα.  


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Γραίγος 


- Έλα στην πλώρη να με βρεις 
με το φανάρι της θυέλλης. 
Υπό το γκρίζο της νεφέλης 
μοιάζεις το φως της λυκαυγής. 

Ανέβα πάνω στην ανέμη! - Δες, γυρίζει; 

Βίρα την άγκυρα στη μπόμπα τη λειψή. 
Αν με το σκόρτσα η ματισιά δεν τη στηρίζει, 
βάλε το χέρι στην ανάγκη, το δεξί. 

Παίξε σινιάλο με τα φώτα της θυέλλης 

και προφυλάξου, απ' τον καιρό που σε χτυπά. 
Άμα σε χάσω από το θάμπος της νεφέλης 
σε ξαναβρίσκω, στις ακτές του Μακαπά. 

Σιέστα σε ρέπι, με μαυλίστρα της Μακούμπα,  

ψυχρή, σαν πράσινη γουστέρα του Νεπάλ. 
Στο Πόρτο Βέλιο ταξιδεύεις, στη Καρούμπα, 
στο Μάτο Γκρόσο, στη Μπραζίλια, στο Νατάλ. 

- Μα τι λογιάζεις μες στο βράδυ; 

Στέκω της γέφυρας σκοπός! 
- Σε βγάζω μέσ' απ' το σκοτάδι, 
στο νοερό διάχυτο φως! 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Το καράβι 


Η νύχτα αυτή, που της αυγής προβόδισε το ντύμα, 
λούζει με δάκρυα νοτερά της υγρασίας, καράβι: 
Αυτό όπως πλέει μες στην ωχρή λιγόφωτη νεφέλη, 
μοιάζει ταξίδι απόκοσμο να προσδοκά, σε αβύσσους. 

Σε αυτό το ανέγγιχτο πυκνό και αδιόρατο σκοτάδι, 

διασπάει αργά τους μυστικούς και χωροχρόνους κόσμους, 
τόσο, που στ' άφθαρτα σημεία των καταρτιών του πάνω, 
μνήμες - θηλιές και γογγυσμοί, με μυστικά αχερούσια.  

Από τα ξάρτια του γκρεμοί αρχαίων οστέινων κόσμων 

με λίθινες συρτές λαλιές, σαν ψαλμωδία δαιμόνων - 
με αφορεσμών ονόματα κι αναθεμάτων μίση, 
αυτά τα χάη θανάσιμα διαρρήγνυαν, βρίζοντάς τα.

Τη νύχτα αυτή, η ερεβική και μεσονύχτια σκέψη,

στους οδυρμούς της πρόσθεσε τ' αρχαίο αυτό καράβι.
Στ' ανοίγματα και στις οπές του μυστικού της κόσμου,
ψίθυροι - αβάσταχτοι τριγμοί· θροϊσματα υγρανθέμων.  


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Θύμηση


Πάλι χθες στο εικονοστάσι σαν να σβήστηκε το φως μου·  
γιε μου - εσύ, πικρό κομμάτι της ζωής μου, μακρινό... 
σε ποιας Θάλασσας τη μέση, σε ποιαν άκρη αυτού του κόσμου 
ταξιδεύεις και δεν βλέπω πίσω να ΄χεις γυρισμό;

Σαν να μου χτυπάει την πόρτα κάθε θόρυβος που φτάνει 

μα στην κάμαρά σου, γιε μου, το κρεβάτι σου αδειανό. 
Το κρεβάτι αυτό που στρώνω και χαϊδεύω, που 'χα γιάνει 
το κορμάκι σου εκεί πάνω, τώρα μοιάζει νεκρικό. 

Θέλω λίγο ν' αγκαλιάσω την ανέγγιχτη ψυχή σου 

πριν τα μάτια μου σφαλίσω και δεν έχουν μνήμη πια. 
Έλα, εγώ μονάκριβέ μου που καρτέραα τη ζωή σου 
και τη στόλιζα με τ' άνθη της ψυχής μου, γιασεμιά.  

Πριν η νύχτα χαμηλώσει και μ' αγγίξει το σκοτάδι 

και σ' αυτό το εικονοστάσι πια το φως μου σκορπιστεί, 
έλα να σ' αγγίξει λίγο της υστέρησης το χάδι, 
και της θύμησής σου ο πόνος κάπως μέσα μου σβηστεί.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Μνήμες


Στον άταφο ναύτη

Στην γοερή σού ορκίζομαι κείνη κραυγή του φάρου
και στου βυθού που ξάπλωσες την άμμο τη νωπή,
θύρα να βρω στα βάθη της ν’ ανταμωθώ του Χάρου
τ’ ανήλια εκείνα δώματα που κατοικεί η σιωπή.

Κι όταν θα βρω το σκοτεινό του Χάροντα λημέρι,

τα πιο ακριβά μαλάματα θα δώσω και σκουτιά,
για να σου σφίξω ακόμη μια στερνή φορά το χέρι
πριν σε πλαγιάσει ατίμητο του ερέβους η ερημιά.

Πριν να σε λούσει πένθιμα το φως απ’ το φεγγάρι

και πριν της λήθης τ’ όνομα στην πέτρα σου γραφτεί,
βάζω την πένα στο χαρτί και κάνω την δοξάρι
για να τους πω πως χάθηκες δίχως κλαυθμό, ταφή:

Λέξεις συλλέγω ιάσμινες να πλέξω το στεφάνι

μα η ρίμα βγάζει συμφορά και στεναγμού λυγμό.
Στο θλιβερό ταξίδι σου, η πένα μου αποκάνει,
πενθεί και υγραίνει ως να 'τανε κι εκείνη από πνιγμό.





©Γιώργος Ν. Μανέτας



Της θάλασσας και της στεριάς


Πλησιέστεροι της αβύσσου, μόνον οι της ποιήσεως μυημένοι



Κάθε που βράδιαζε, το σπίτι ονειρευόσουνα,  
φύλλα μυρτιάς κι ένα κλωνί βασιλικού. 
Κάποια ροδιά, που από μικρός εκεί κοιμόσουνα, 
τη φανταζόσουνα σκοπό, παραμυθιού. 

Αυτή τη θάλασσα, σου 'λεγα, να τη σκιάζεσαι. 

Δεν επιτρέπονται παιχνίδια του μυαλού. 
Εδώ 'χει τέρατα - θεριά, κι αυτό να νοιάζεσαι• 
δεν έχουν χώρο εδώ, τα αισθήματα του νου. 

Εδώ, είν' ο Θάνατος σκοπός, - κοίτα πώς στέκεται ...  

Τα παραμύθια εδώ δεν έχουνε χρησμούς. 
Ούτε ορισμούς θα βρεις, η μοίρα καθώς πλέκεται, 
πάλι ξεπλέκεται, με αέναους χωρισμούς. 

Εδώ, χορεύουν τα στοιχειά, κι είν' όλα δύσβατα. 

Μαυροντυμένες, είν' οι δόλιες μας ψυχές. 
Πού 'ναι το φως; Πού 'ν' της χαράς μας τα δακρύσματα; 
Εδώ, φυτεύουμε οικτιρμούς, συνενοχές. 

Εδώ, είν' ο θόλος, το λημέρι κάθε θάνατου! 

Εδώ είν' οι πάροδοι, με τ' άγρια του θεού. 
Εδώ δεν έφερε κανένας μας τη μάνα του·
oύτε λιβάνι και καντήλι, στεριανού. 

ΙΙ 


- Δεν έχει,  δέντρα η θάλασσα, κι απάνω τους αηδόνια;

Δεν έχει  ανθρώπινες φωνές, χαρές και περιπάτους;
- Δεν έχει, δέντρα και φωνές, περίπατους κι αηδόνια.
Αυτά, που φέρουνε λαλιά, στ' ανθρώπινα δε μοιάζουν.

- Ούτε σταυρό; Ούτε πομπή; Ούτε κι οσμή λιβάνου; 

Ούτε τα μύρα - επτάνησα των λουλουδιών μου, εκείνα ...;
- Ούτε καντούνι να διαβείς, στεριά για να σε δούνε 
να σε ξεπροβοδίσουνε, στ' αχώματο μνημούρι. 

- Ούτε καμπάνες, σήμαντρα, θ' ακούσω να χτυπάνε; 

Ούτ' ένα δέντρο, τόσο δα, να 'χει σκιά η ταφή μου; 
- Ούτε σε χλόη μη δροσιστείς, ούτε να την αγγίξεις, 
θα τρέξουν τα βαθύρριζα, πριν πάνω της κυλήσεις. 

- Ούτ' αδερφός, για να με δει; Παπάς, να με διαβάσει; 

Ούτε αγρυπνίας συγχώρεση μη νιώσω στις αισθήσεις; 
Ούτε την πένθιμη κραυγή, της μάνας μοιρολόγι 
ν' αφουγκραστώ και μέσα μου, να πάρω στο ταξίδι ...; 

- Ούτ' αδερφός, στη θάλασσα, ούτε μητέρα, μπαίνει ...

Ούτε σταυρός, ούτε πομπή, ούτε κι οσμή, λιβάνου. 
Σ' αυτήν εδώ, τη θάλασσα, μήτε και Χάρος, μένει ...
Σαν βρεις εξώθυρα να μπεις, δεν βρίσκεις, για να φύγεις ...

IΙΙ 


- Εδώ, σ' αυτή τη θάλασσα, μάτι δε φτάνει ανθρώπου; 

- Ούτε κι ανθρώπινες φωνές θ' ακούσεις, να μιλάνε. 
Εδώ, μόνο γλαρόπουλα που σιγοτραγουδάνε, 
που 'χουν παιδιάτικες φωνές, όμοιες με των αγγέλων. 

Εδώ, δεν έχει ένα κλωνί, χορτάρι να πατήσεις, 

ούτε παράθυρο ανοιχτό, ρημάδι, λίγο κήπο. 
Δεν έχει δρόμο να διαβείς, πόρτα, ν' ακούσεις χτύπο. 
Εδώ, η σιωπή είν' ανείπωτη, μόνο αφρισμοί κυμάτων.

Εδώ, δεν έχει να χαρείς, ν' αγαπηθείς, δεν έχει! 

Ούτε 'χει μάνα κι αδερφή, κάποιον, να σου μιλήσει. 
Μόνο ακατάληπτες φωνές, μόνο θυμοί και μίση. 
Εδώ, δεν έχει πεθαμό, μόνο πνιγμό έχει, μόνο...



Ομίχλη 



Εδώ, για γούστο προσκυνούν πίστης βαθύ γαλάζιο 
και προσδοκούν μιας άγνωστης παντιέρας χρώμα! 
Εδώ, μεσίστια κρέμομαι κι αλλάζω 
στάση το σώμα. 

Σινιάλο στείλε μου βροχή, δώσ' μου μήνα το Μάρτη 
και φέρε μου μια θάλασσα κι ανάμεσα στα φύκια 
βυθό· χιαστή και κρύβεσαι δεμένη στο κατάρτι, 
αλήθεια: 

Πώς αναδύεσαι άλαλη ζωσμένη την ομίχλη; 
- Σκιά στο σύννεφο η νυχτιά νύφη στα βράχια η χάση! 
- Όπου φεγγάρι αγάπησες απάστραψε η σελήνη 
με βιάση! 

- Πού ταξιδεύεις θάνατο σωρό πάνω στο κύμα; 
- Γονυπετής σε δούλο μου κι οι μάγισσες γοργόνες 
θρέφουν φτερά στης πλάτης μου το σχήμα, 
για αιώνες. 

- Πρόβαλε σήμαντρο ρυθμό στερνά με τη σφυρίχτρα 
κι ό,τι διασχίσει ανάμεσα των λιμανιών, δεμένα 
μπρος να τα γείρει, αφύλαχτα, τη νύχτα 
μιας άγκυρας καδένα!  




Εσπεράνσα


Πυρόξανθη, σαν τη φωτιά και σαν τον ήλιο, ξένη,
κοχύλι ψάχνω να κρατεί τα γκρέμια σου μαλλιά.
Λυσίκομη, δε σε θωρώ στο φως οπού σε ραίνει.
Φασματική, δε σε μπορώ να σ’ έχω γι’ αγκαλιά.

Κι αν δε σε γνώρισα ποτέ, κι αν καθαρά δε σ’ είδα -
ως λικνιζόταν το κορμί στο λιγοστό το φως,
την ώρια έλουζε σκιά μια μαγεμένη αχτίδα,
τόσο, που ποίημα μου 'γινε κι απώτερος σκοπός:

«Tη γνώρισα μια Κυριακή μες στη βροχή
κι ήθελα τόσο να της πω μια καλησπέρα,
όταν οι στάλες πέφτανε με τον αέρα
και υγραίναν του προσώπου της κάθε πτυχή.

Είχε μι’ αρχέγονη ομορφιά το σώμα της,
κισσός πλεγμένος πέφταν τα μαλλιά της,
το κόκκινο στα χείλη είχε το στόμα της
και κάτι από τα σύννεφα η ματιά της.

Πάνω της, κίτρινο φορούσε το φεγγάρι
και σκουλαρίκι έναν αστέρα λαμπερό.
Έμοιαζε κύμα ζωγραφιάς, ανέμου χάρη!
Είχε τον ήλιο περασμένο στο λαιμό.

Είχε πια φύγει όταν με πήρε το σκοτάδι,
με τη βροχή, προς ένα γκρίζο ουρανό.
Μες στα ταξίδια, είναι ο πόνος και το χάδι,
που ακολουθούν σε κάθε τόπο μακρινό».

Μπορώ σε θάλασσα βαθιά, σφοδρά τρικυμισμένη.
Να ζω στην άβυσσο μπορώ με γύρω μου στοιχειά.
Μα δεν μπορώ να σε ξεχάσω, ξένη αγαπημένη.
Απ’ έρωτα, μου 'χει πληγεί η δύστυχη καρδιά.




Κόκκινο 

Ντυνόσουν με το κόκκινο, να σου ποθούν τα χείλη.
Βιαζόσουν, για ν' αγαπηθείς πριν η καρδιά σβηστεί.
Της παρθενιάς το τίμημα στο καθαρό μαντήλι
το ξόδεψες, χωρίς να δεις τον Έρωτα - ληστή.

Αυτός ο κόσμος δεν χωρά για που 'θελες να παίξεις.
Παράσκυψες να τον διαβείς μα η κλειδωνιά κλειστή.
Συνωστισμοί που προσδοκούν τ’ άλικο φως να φέξεις
προσμένουν, για τ’ αγγελικό δίχως πτυχές κορμί.

Πληθυντικός το στόμα σου και το χαμόγελό σου.
Ήρθ’ ο καιρός και πέταξες με τα φτερά κλειστά.
Παρακαλούσες να μη δεις μπροστά το διάβολό σου.
Που σ’ ενοχλούσαν φέγγουνε τα κόκκινα σβηστά.

Πλήθη τ’ αφίλητα πενθούν τεφρά τώρα σου χείλη.
Ο νυκταλήτης διάττοντας περνάει και σε θρηνεί. 
Τ’ αγγέλου ακούστηκε λυγμός λιγόθυμος στην πύλη. 
Αστράφτει. Γύρω σου βροχή. Σιγή, παντοτινή.


©Γιώργος Ν. Μανέτας

Ενοχές


Νύσταξες. Τ' αποτσίγαρο στο χέρι σου. Η ώρα, τρεις.
 Απομεινάρια οι ενοχές πλάι στων χειλιών την άκρια.
 Λευκές οι αισθήσεις. Ψίθυροι σιωπής, μιας προσευχής
 ξόρκιζαν και μυρώνανε κάθε στοιχειό απ' τα δάκρυα.

Λούζεσαι. Ανθός και νίβεσαι σ' ένα ξυράφι φως. 
 

Κρεμάστηκε από των χειλιών το φίλημα η ευχή σου.  
Χώρεσε ο χρόνος μια ρωγμή και μου 'γινες σοφός.  
Βαρέθηκα τους στοχασμούς και την παράκρουσή σου. 
Ξάγρυπνος είμαι. Φίλα με. Προβάρω τ' απεχθές. 
Η φλέβα ράγισε από χθες χολή κι άλλη δεν έχω. 
Ζεις μες σε κέλυφος σκορπιού που κατοικούσα χθες. 
Ξέρω σημάδι. Ρίξε μου, κι εγώ θα σε προσέχω. 

Χίλια στιλέτα το κορμί. Θα σε ντυθώ ξανά. 
Εγώ. Που εσένα σκέπασα την άδεια μου τη σφαίρα. 
Ξημέρωσε. Ας πληρωθώ. Τα όνειρα ακριβά...  
Θέλω, στη μέθη της αυγής. Έλα, μιαν άλλη μέρα... 




Οι πεθαμένοι


 Μήπως... γνωρίζοντας το ριζικό μου
τα νύχτια σχήματα, πριν γεννηθώ, 
στα βάθη φτιάχνανε κάτι δικό μου...  
που δυσκολεύομαι να θυμηθώ; 

Μήπως... είν' όνειρο, κι οι πεθαμένοι 
φτάσαν νυχτιάτικα μέχρις εμέ; 
Μην είναι φίλοι μου, αγαπημένοι; 
Πόνο λιγότερο δώσε καημέ!! 

Μήπως... γι' απόκριση, να περιμένω  
κάτι απ' τον πόνο τους, κάποια κραυγή; 
Τη σεπτή σάρκα τους να τήνε ραίνω; 
Πλάσματα, oρέγεστε πριν την αυγή; 

Μήπως... να βύθιζα στην αγκαλιά τους 
κι αδιάφορα να μη σκιαχτώ; 
Απ' τα λυσίκομα, μαύρα μαλλιά τους, 
να 'φτιαχνα κόμπους μου για φυλαχτό; 

Μήπως... στ' απόκρημνα της ειμαρμένης 
κι αντί στη θέση τους, βρίσκομ' εγώ; 
Μήπως... μολύνθηκα μιας ξεχασμένης 
αρρώστιας άγνωστης, γι' αυτό ριγώ; 

Μήπως... με στοίχειωσαν αυτά που είδα...;  
Νάν' της ξαγρύπνιας μου, τα φοβερά!
Αχ, και να λύτρωναν στην πρώτη αχτίδα, 
βόγκοι και ψίθυροι και πνιγερά!! 




Πες μου


κορμί που αγάπησα και ρίγησα κει πάνω
και στ' όνομά σου, γέννησα ζωγράφους, ποιητές,
πόσο πολύ μ' αρνήθηκες και στο χαμό δε φτάνω;
Ποιος προσδοκά ένα μάρμαρο, χώμα και προσευχές;

Πες μου

κορμί που αγνάντευα, στης ξενιτιάς τα μπάρκα
κι ήμουν εγώ στολίδι σου, κι ήσουν εσύ, για με ...
Μήπως και δεν αγάπησα την άγρια υγρή σου σάρκα;
Όμοια, ποιος σε τραγούδησε, όπως εγώ, καημέ;

Πες μου

κορμί απ' το δάκρυ μου, που κύτταρό σου υπάρχω,
που τιμητής σου απέγινα κι απόμεινα στερνός,
νύχτα, σαν έρθει ο Θάνατος και βρει κρίματα να 'χω,
ως πελαγίσιος θα κριθώ, ή ως κάποιος... στεριανός;




Θυμάμαι


Όπου κι αν βρίσκομαι, όπου και να 'μαι,  
θέλω ταξίδια και καράβια, να θυμάμαι.  
Θέλω του φάρου, τ ' άγιο φως που περιστρέφει, 
να μου φωτίζει κάθε σκέψη, που επιστρέφει.  

Οσμίζομαι τη θάλασσα, όπως ήταν πρώτα,  
και πάλι, σκέφτομαι, του καραβιού τη ρότα.  
Καθώς, στη σκέψη βρίσκομαι κοντά του,  
νιώθω πρωτόπειρο πουλί, στο πέταγμά του.  

Βλέπω, στο σχήμα των συννέφων, κάστρα!  
Με φως κατάλαμπρο, τη σελήνη και τ' άστρα.  
Καθώς, πολλές οι στιγμές πανωθέ μου,  
τα ξέφρενα λόγια θυμάμαι, τ' ανέμου.  

Εικόνες άπειρες, που μου θυμίζουν  
παλιές φωτογραφίες μου, που κιτρινίζουν.  
Που χρόνια τώρα, κρέμονται στον τοίχο,  
και φέρουν στοχασμό, σ' ενθύμιο στίχο.  




Θάλασσα ΙΙ


Άλλαξε τ' άγριο κύμα σου και το δασύ μαλλί σου 
και βάλε νύφης το λευκό, το ανάριο της θαλάσσης. 
Στρώσε σε κλίνη ανέγγιχτη το δροσερό κορμί σου.
Θα νυμφευτώ σε, Θάλασσα, να με χορτάσεις! 

- Ντύσε τον, Νύχτα, τ' ακριβό το μαύρο σου κοστούμι 
κι εσείς, αστέρια, δώσετε τις διαμαντόπετρές σας! 
Φέρετε και τα στέφανα, τα χρυσοδαχτυλίδια· 
ο Ποσειδώνας έρχεται κι οι Διόσκουροι μαζί του. 

Κι αυτοί, που γνώρισαν πνιγμό χωρίς θανάτου αιτία, 
κι όσοι από με πικράνθηκαν κι απ' άδικο χαθήκαν,
έρχονται, ν' αντικρίσουνε την ομορφιά του κόσμου. 
Να πρωτοδούν ποιος έφτασε. Ποιος μου ζητά το χέρι. 

- Άνεμο στείλε μου, κι εγώ θα νυμφευτώ μαζί σου 
και σ' άλλης Γης τα σύμπαντα, θα προσδοκώ ταξίδια! 
Τη μυθική, αν απέδωσα στιχουργικά, μορφή σου, 
είναι γιατί όσα μου 'δωσε, ποτέ δεν ήταν ίδια...




Λυκαυγή 


Αρχαία κρυστάλλινα γύρω μας βλέμματα 
φωτίζουν στο γκρίζο της άναστρης νύχτας 
σκιές των βυθών λεκτικές σαν τον άνεμο, 
με όψεις χλωμές στην διάφανη ομίχλη. 

Κατόπιν βροχής της πανσέληνης άνοιξης 
περνούν συνετά την αντίπλευρη όχθη 
πλημμύρες μορφές, στων βυθών τα περάσματα 
θρηνούν τις πληγές των ανάσκελων βράχων. 

Σκορπίζουν στο κύμα διερχόμενοι απρόθυμα 
εντός των αφρών της υδάτινης κλίνης, 
ενάλια ντυμένοι - γυμνοί ταξιδεύοντας 
αλάργα στη χαίτη ενός όστρακου γόνου. 




Ουτοπία 


Θωρώ στην αχτή την απείραχτην άμμο της. 
Την πυκνόφυτη γη, με τις δύσβατες άσπες. 
Δεν χαρώ νυσταγμό τόσα χρόνια θωρώντας την 
κ' είν' ανώφελη πια μια στεριά που δεν φτάνω. 

Ας βυθίσω μεμιάς την πλανεύτρα την σκέψη μου. 
Στην αδιάβατη γη να βρεθώ της ψυχής μου, 
μέχρις ότου τ' άμορφα νέφη σκορπίσουνε 
και ξανά πάλι δω την μικρή της Κασσιόπη. 




Θυμάσαι…;


Θυμάσαι, γιε μου, τη γιαγιά 
που ερχότανε στη σιγαλιά 
της νύχτας, να σε πάρει;
Που παραμύθια να σου πει 
της ζήταγες, μικρό παιδί, 
με το φεγγάρι;

Θυμάσαι, που με προσμονή 
τη νεραϊδίσια της φωνή, 
ήθελες μόνο;
Να σου χαϊδεύει τα μαλλιά 
και να γιατρεύει με φιλιά, 
τον κάθε πόνο;

Τώρα, σε ζήτησε η γιαγιά 
και λέει, πως σου χρωστάει φιλιά. 
Παράπονο έχει. 
Πριν απ' τον κόσμο αυτό χαθεί, 
θέλει με σε ν' αγκαλιαστεί. 
Πια δεν αντέχει. 

Έλα, για λίγο! Θα χαρεί...  
Λέει πως το σώμα της βαρύ, 
- στερνή φορά της...  
Έλα, καμάρι μου κι εσύ, 
έλα να πέσουμε μαζί, 
στην αγκαλιά της. 




Τι θέλω


Το πλοίο, να κυλάει αργά, στην φεγγαρόλουστη θάλασσα. 
Του φουγάρου οι σπινθήρες, να φτάνουν στον ουρανό 
και να γίνονται άστρα πεντάγωνα. 
Τα άστρα, να γίνονται μοσχεύματα της ψυχής μου, 
κλυδωνισμοί μεσονύχτιοι 
κι έρεβος λευκό στους όρμους της. 
Τα μάτια μου, φωταγωγοί να εναλλάσσονται. 

Να κρούουν εικόνες στα κάτοπτρα, 
και να με συντροφεύει ο "Μεγάλος Θαλασσινός"
στην ιόνια γη των πατέρων μου, 
στη συναρμογή των λέξεων, 
ως να κατοικήσω την διαδοχή 
φυλάχτορας, της κουπαστής των πόντων. 
Ως να υψωθώ στον δροσισμένο αέρα 
γλάρος, με χορτασμένη την ψυχή από θάλασσα.




Μορφές και χρώματα


- Διαπλέοντας, φανταστικό υποβρύχιο διάκοσμο, 
διακρίνουμε παράξενα σχηματικά στους βράχους 
κι αγκυροβόλια παλαιών παροπλισμένων πλοίων. 
Σκιές ενάλιες στη δομή μας δυσκολεύουν κάπως, 
όμως περίσσια το ηλιοφώς στα σκοτεινά μας στέλνει 
θριαμβικές δέσμες φωτός, μορφές ωραίων θυσάνων. 

- Θύσανοι φωτός, ας παρασυρθούν, 
να δώσουν θαύμα στην ψυχή σας 
κι ό,τι σύνθεση χρωματική. 
Ας παρασυρθείτε ορμητικά 
στους μαγεμένους υγρούς κήπους, 
που νεράιδες υφαίνουν μορφές και χρώματα. 
Πλάσματα αινιγματικά, σχεδόν αόρατα 
διασχίζουν τους αμέτρητους κοραλλιοϋφάλους - 
υδρόζωα άπειρα, εντυπωσιακά και ψάρια παραδείσια, 
σε λιβάδια κοραλλιογενή ελαφοκέρατα: 
Εχθρός το κύμα, κι ο αδιάκοπος ανασασμός 
της σάρκας τους το μάρμαρο πληγώνει. 




Ναυσίν άριστοι 


Σε όσους η μοίρα  στάθηκε έρημος 



Είναι ανάγκη, να διέρχομαι συνέχεια των Κυκλάδων 
ως να πλησιάσω των ματιών τους το βυθό. 
Τα σχήματα των μυστικών τους λέξεων ν' ανασύρω 
και να τους αποδώσω, με λόγο αρμυρογέννητο. 
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...  

Ποια νυχτωμένη της είσοδο, δεν ακράγγιξαν 
και ποιαν αφετηρία της...  
Μη δεν αλμάτισαν, στη συμμετρία της μέσα; 
Μη δεν σκόρπισαν, πλαγκτόν πολύφωτο, 
μ' απροσδιόριστο σχήμα; 

Άσκησή μου η σιωπή, στη μοναξιά του ωροδείχτη. 
Αναψυχή μου η θάλασσα στην άμμο της κλεψύδρας. 

Η θάλασσα, δεν ακολούθησε τα αισθήματά τους...  
Έγειρε σάβανο, τη νύχτα 
και κακοσόρισε την τύχη τους, κρυφογελώντας. 
Τους έσυρε, στην υγρή κάθοδο της αβύσσου 
και βύθισε, των ματιών τους τα έλκηθρα, 
σ' ένδυμα φωτός. 




Βαρδιάτορες


Κάποιες φορές, στης βάρδιας τις ατελείωτες ώρες,
ψάχνοντας φώτα στο πυκνό και αδιόρατο σκοτάδι,
κείνα τα βλέφαρα βαριά κινούν γι’ άλλο ταξίδι.
(Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, τι φταίω και βασανίζεις;)

Στην άκρατη τούτη σιγή νείρεται ο νους τ’ αστέρια
κι ένα ταξίδι αδιάκοπο προς στ’ άγνωστο πασχίζει
χαράσσοντας στίγμα να βρει ποιον ήλιο θα διαλέξει.
(Ά μαύρη που 'σαι ξενιτιά, και νυχτοκόπα Μοίρα).

Κι ως ταξιδεύει του μυαλού τ’ ονειρικό καράβι,
και ψάχνει απάνεμο να βρει λιμάνι ν’ απαγκιάσει,
το 'να του μάτι ξαφνικά ξανοίγει και θυμάται.
(Ά στεριανέ καλότυχε, που σε κρεβάτι γέρνεις).

Ορθώνει τότε το κορμί κι ανήσυχα κοιτάζει
βγαίνοντας δήθεν καθαρά να δει από την βαρδιόλα
κείνα τα φώτα που 'ψαχνε στ’ αδιόρατο σκοτάδι.
(Τα χελιδόνια της νυχτός, μαύρους σταυρούς θυμίζουν).

Βρίσκει για πρόσχημα να πει πως είδε φως που λάμπει
ώστε της δρόσου τ’ αυγινό να τον ξυπνήσει αγέρι
κι οπτήρας πάλι φυσικός το πόστο του να πιάσει.
(Τις κουπαστές, χαράζαμε δυο μαχαιριές τη μέρα).



Θα 'χω να λέω 


Όταν τα χρόνια γείρουνε στις πλάτες μου βαριά
από το μόλο κι ύστερα, θε να κοιτάω τα πλοία
ώστε, παλιές μου θύμησες που θα 'ρχονται στο νου,
θα νοσταλγώ κι αδιάκοπα θα γράφω σε βιβλία.

Θα 'χω, να λέω για θάλασσες και γι’ άγνωστες ακτές
και για νησιά που μου 'τυχαν στην ομιχλώδη αιθάλη,
ώστε, στους χάρτες να 'χουνε σαν στίγμα οι ναυτικοί,
για να μπορούν τη θέση τους να ξαναβρίσκουν πάλι.

Θα 'χω, να λέω για τα παλιά ξυλάρμενα σκαριά
και πώς, τις νύχτες ζώνανε τ’ αλλόκοσμα απ’ τα βύθια,
ώστε, ιστορίες οι ξέμπαρκοι που λένε, ναυτικοί,
να διηγούνται ευφάνταστα, καθώς στα παραμύθια.

Θα 'χω, να λέω πώς του βυθού το διάφεγγο το φως
και πώς, τρεμόσβηναν μετά σα καντηλέρια τ’ άστρα,
ώστε, γι’ αυτούς που χάθηκαν στ’ απύθμενα νερά,
πάνω στο υγρό του τάφου τους, ν’ αφήνουνε μια γλάστρα.

Θα 'χω, να λέω γι’ αρματωσιές σε δάση καταρτιών
και για ναυάγια που 'χω δει στην πάλλευκή της κόμη,
ώστε, αυτοί που θα 'ρχονται τα χάη της για να δουν,
να 'χουν να λεν, στην άβυσσο πως βρέθηκαν· κι ακόμη

τι για ρεστίες και γι’ άμπωτες! τι γι’ αληγείς, ανέμους!
Θα 'χω, να λέω πώς κράζανε στο κύμα τα θεριά,
ώστε, αυτά που αντίκρισα στου κύματος τη ράχη,
να τα μπορούν και οι άπλευστοι, να ζουν απ' τη στεριά.

Κι όπως… θα λέω για θύμησες με στοχασμό περισσό,
γράφοντας για της θάλασσας κάθ’ άσχημο κι ωραίο,
από το μόλο κι ύστερα, τα πλοία ως θα κινούν,
θα τα κοιτώ περίλυπος και με λυγμούς θα κλαίω. 


Aτλαντικός 5/1982

Το κέντημα


Κίνησες πάλι για ταξίδι. Στο καλό.
Μηδέ που πρόλαβα ν’ ανοίξω το μαντήλι.
Στη θύμησή σου, πλέκω κέντημα – γιαλό.
Θάλασσα λάδι σαν π’ ανάβω το καντήλι.

Τα χρώματά του θέλω πάντα ζωντανά.
Βυθούς ακύμαντους στολίζω με κοχύλια.
Ένα γλαρόπουλο προσθέτω που περνά 
σ’ έναν ορίζοντα, περίπου δέκα μίλια.

Δίνω στο φόντο λίγο αγέρα της νυχτός.
( Πώς ν’ αποδώσω, ως γκρεμίζουνε τ’ αστέρια;
Ήθελα ο κόσμος μας σαν κέντημα πλεχτός).
Μία δόση αυγής δίνω, κι αρπάζω το στα χέρια.

Γκρεμίζω! Φτιάχνω! Λάθος κόμποι στον καμβά.
Το καραβίσιο το σκαρί δίχως προπέλα.
( Πίσω απ’ τα χρώματα του νόστου, τ’ ακριβά,
σου 'κρυψα τ’ άλικο το φως, απ’ τα μπορντέλα).

Δυο κόμποι ανάστροφοι με τάνγκο βελονιά,
είδωλο δίνουν μια γοργόνα που χορεύει.
Όσο τους σφίγγεις, σου ξεπλέκει απ’ τη γωνιά,
λικνίζει τ’ ώριο της κορμί, και σου τον κλέβει!

..............................

Ένα καράβι, κέντησα, μ' αρματωσιά γερή.
Θέλω, πριν ρίξω στα νερά, να το βαφτίσω Ελλάδα!
Πανώριο πέρα να κινεί σε νύχτα δροσερή.
Στου φεγγαριού, τη διάφεγγη να χάνεται χλωμάδα.














⛵️


Σχεδία


Σε φως κυανό των αστεριών σε θέλω ν’ αντικρύσω.
Σε κάποιο ακύμαντο βυθό να σε συναντηθώ.
Τα δροσερά τα χείλη σου μεμιάς να τα φιλήσω.
Να σ’ αγκαλιάσω κι ύστερα για να σε κοιμηθώ.

Ρανίδα ήθελ’ απ’ άσωτο σανίδι να με βρέχεις.

Ένα κατάρτι ξεβρασμένο απ’ άγριο σου καιρό.
Της αμμουδιάς κόκκος ξανθός σιμά σου για να μ’ έχεις.
Άρμη λευκή του αλμόλοιπου με γύρω της τ’ ωχρό. 

Ήθελα εγώ στο πέλαγο λευκό πανί χαμένο.

Βάρκα που ξέσυρε ο καιρός και πήγε την μακριά.
Του ναυαγού που χάθηκε το ντύμα το βρεγμένο.
Βράχος να στέκω αμέριμνος σε κάποια σου ερημιά.

Ήθελ’ αγέρας! κι ήθελα του σύννεφου η βροχούλα,

για να φιλιώνω τα γλυκά με τ’ αλμυρά νερά.
Του νόστου να 'μαι η φαντεζί του κόλπου σου βαρκούλα.
Ήθελα γλάρος, πάνω σου μ’ ώρια λευκά φτερά.

Έν’ ανεμόδαρτο ήθελα να 'μαι σκαρί στο κύμα,

να ταξιδεύω μέσα σου σ’ ολόκληρη τη Γη.
Να 'σαι του έρωτα ο καημός και η στόχαση στη ρίμα.
Να 'σαι η δροσιά στου ξύλου μου την αλμυρή πληγή.

Ανάπαψη να μη χαρώ πριν να με κάνεις κύμα.

Πριν να με κάνεις πέλαγο μ’ αγέρα και βροχή.
Έλα, του ονείρου Θάλασσα, στολίδι μου στη ρίμα,
με άτι λευκό καλπάζοντας, για να χαρεί η ψυχή.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Της ξενιτιάς ΙΙΙ


Το λένε τ’ αχαμνά νερά της θάλασσας, τα στέρφα,
το διαλαλούνε τα πουλιά με τον κελαϊδισμό τους,
το λένε τ’ άστρα τ’ ουρανού και το χλωμό φεγγάρι:
Χαρά δεν έχει η ξενιτιά, δεν έχει παρηγόρια.

Το λένε στ’ άπταιστα οι μικρές του κάμπου πεταλούδες,

του ανέμου οι ψάλτες διαλαλούν στ’ ανάμεσα κλωνάρια,
το κράζουνε, κει που ξεσπούν οι γλώσσες των κυμάτων:
Να μην τολμήσεις ξενιτιά, μ΄ ασταύρωτο το στέρνο.

Τα χαμομήλια της πλαγιάς το μολογούν στα σπάρτα,

το λένε τ’ άγρια τα θεριά στα γκρέμια και στα βύθια,
το λεν οι αοιδοί της Κέρκυρας σε μοιρολόι αρχαίο:
Σαν θες να πας στην ξενιτιά, μαύρη να βρω πλερέζα

καθώς, δεν έχει εκεί χαρά, δεν έχει ν’ αποστάσεις,

ίσκιο δεν έχει απ’ αγριλιά και χώμα να πλαγιάσεις.
Με δίχως μύρτους, γιασεμιά, πώς η ψυχή σου, πλέρια;
Πώς σαν πεθάνεις, ξενικό θα σε δεχτούν τ’ αστέρια;


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Χαράματα


Δώδεκα – τέσσερις· και λες η βάρδια να τελειώσει.

Το 'να σου μάτι κρέμεται στης λήθης το κενό.
Να προσπαθεί τ’ ακοίμητο με τ’ άλλο να φιλιώσει
και να σου κρένει η θάλασσα σε χρόνο αληθινό:

- Κοιτάς; - Νοτιάς θα γύρισε και μου χαλάει τη βλέψη!

- Τ’ ώριο, δικό σου ανάστημα, δεν το 'χα καταγής;
- Τ’ ανέμου η σμίλη λάξεψε μικρόψυχα τη σκέψη
και δεν κρατάει τ’ απόσωσμα, της θύμησης αυτής.

……………………………………….


Νείρεσαι μι’ άγκυρα – σταυρό, με την καδένα σάπια.

Τα κρίματά σου στοίχειωσαν και γίνανε σκουριά.
Τα ψυχοτρόπα σκέφτεσαι μη σου 'φταιξαν τα χάπια.
Βογκάς. Ξυπνάς απότομα κι η ανάσα σου βαριά.

Όμορφο – λες – το πέλαγο, με θάλασσα μπουνάτσα.

Οσμίζεις χώμα, μάραθο και στεριανές αυλές.
(Σκέψη δεν θα 'βρει λεύτερη της προσφυγιάς η ράτσα).
Κάθεσαι. Πίνεις και μεθάς. Οι σκέψεις σου, θολές.

Φουντάγιο. Σκάντζα η βάρδια. Στου σκάπουλου τη διάτα:

– Ξύπνα! – Μα δεν κοιμήθηκα! – Τι κάνεις, από χθες;
"Τις πίκρες και τα βάσανα, στο σπίτι σου παράτα!"
Να τα μουντζώσεις, σκέφτεσαι. Το λες, μα δεν το θες...

II


Στάλαζε, σαν μου μήνυσες τις άγκυρες να πάρω.

Στα σκοτεινά ψηλάφιζα για την επιστροφή.
Το δρόμο οι σπίθες μου 'δειχναν απ’ το μεσαίο φουγάρο
και το λευκό απ’ τ’ απόνερα, σ’ απότομη στροφή. 

Τη θάλασσα που κουβαλώ στους ώμους μου, σ' τη φέρνω.

Βιάστηκες για δε μέτρησες τα κύματα σωστά;
Το 'να μου τ’ άκρο το 'χασα και τ’ άλλο μου το σέρνω.
Τα νύχτια αυτά πτερύγια, μου φαίνονται γνωστά.

Μέρες τα ρέλια προσπαθώ μα δεν μπορώ να φτάσω.

Δεν με θωρείς που πνίγομαιγια δε μ’ αναζητάς;
Οι σκύλοι στήσανε χορό και πρέπει να προφτάσω.
Το μπόι στο καραβόπανο, τι θες και το μετράς;

…………………………………….


Απότομα, κει που ξυπνώ μπροστά σ’ έναν καθρέφτη

βλέπω χλωμό το φάσμα μου και κάνω το σταυρό.
Ο σκύλος ο θαλασσινός το καύκαλό μου ερεύτη
ή το μυαλό μου απόκανε στις θάλασσες καιρό;

Φίλος ο Θάνατος παλιός μα δεν ποτέ του τάζω.

Κι αν του γελώ, προσέχοντας μη δώσω κι αφορμή…
Νείρομαι πάλι πως κοιτώ το χρώμα το γαλάζιο,
και πως αργώ στου ορίζοντα την άκαμπτη γραμμή.

ΙΙI


Βίρα τις άγκυρες και δες αν πάρθηκαν οι κάβοι.

Το "Γεια σου" μέριασε να πω στερνά του κοριτσιού.
Υγρός καιρός και καταχνιά νοτίσαν το καράβι.
Σ’ ένα κατάρτι φύτρωσε κλωνί κυπαρισσιού. 

Τεφρά τα σύννεφα βαριά μ’ οσμή βροχής που φτάνει.

Μοιρολογεί ένας άνεμος που κλαίει σα να θρηνεί.
Ποιος νοσταλγεί τη θάλασσα τέτοιες στιγμές και ράνει
μ’ αγάπης ροδοπέταλα και με γλυκιά φωνή;

Λυσσάει ο δαίμονας καιρός να φτάσει το κοράκι.

Γλείφει το σίδερο κι ορμά στη μάσκα την πλωριά.
Όνειρο – σκέφτεσαι – καθώς μικρό που 'σουν παιδάκι,
όταν με τρόμο πάλευες του ονείρου τα θεριά.

Πριν το κορμί σου στο βυθό το φάνε τα χταπόδια,

παρακαλείς τον ύψιστο για να σε λυπηθεί.
"Ζαβά καράβια και καιρός μού τσάκισαν τα πόδια".
Προσμένει ο Xάροντας σκοπός για να σε κοιμηθεί. 

Η ώρα πλησιάζει. Ντύνεσαι με το σαβανοπάνι.

Βουτάς στην άρμη που κοντά προσμένουν τα στοιχειά.
Φέρνεις στο νου σου της χαράς το τελευταίο λιμάνι.
Κοιτάς τα βάθη ψάχνοντας μιαν ήσυχη γωνιά.

Ώσπου να φτάσεις, θύσανοι σού στέλνουνε τ’ αντίο.

Χίλια κοχύλια σ’ ακουμπούν σε φύκη μαλακά.
Λες ζωγραφιά πανέμορφη το ηλύσιο αυτό τοπίο.
Έχει “ζωή” το αλλόκοσμο, καίτοι μοναχικά.

..............................................


Φωτός κρουνός ο στοχασμός τα σκότη για να σβήσεις. - 

Κύμα τα δάκρυα του πνιγμένου σπάνε στη στεριά.
“Μην από θάνατο πληγείς ποτέ και μ’ αρρωστήσεις”.
Πώς να σε βρουν, στην άκρατη του ερέβους σιγαλιά;

ΙV


- Πάρ' το δεξιά! Τι με κοιτάς; το πας μπαταρισμένο.

- Οι χίλιοι τόνοι, θα 'γειραν! μα ποιος να υποπτευθεί...;
- Αν δε με βρεις στη γέφυρα, στα χάη θα περιμένω.
- Δεν βλέπειςΣάπιο απόκαμε και πάει να βυθιστεί.

Έλα, αδερφέ, να σ’ ασπαστώ πριν το στερνό λιμάνι.

- Καταμεσής της θάλασσας, ποιος ήθελε, χαθεί;
- Το καραβόπανο λειψό, και για τους δυο δεν φτάνει.
- Μέσα στα μάτια σου, θωρώ το πέλαγο βαθύ.

- Είν’ ο καιρός αλλόκοτος, κυκλώνει και μας φτάνει!

- Τον δαίμονα, τι πολεμάς με το κορμί σκεβρό;
Τούτο το σώμα που φορείς, σε λίγο θ’ αποθάνει.
- Ξημέρωσε! - Πού 'σαι αδερφέ; (Τον πρόφτασα, νεκρό).

Ένα καράβι γύρω μου, συντρίμμια και κομμάτια…

Δέκα τρελά σκυλόψαρα μες στ’ άλικα νερά.
Κάθε κραυγή, κρατώ σφιχτά τ’ αυτιά μου και τα μάτια.
Δεν ξέρω αν ζω για πέθανα, ή αν είμαι στο παρά.

……………………………….


Τώρα που γύρω μου σιγή, μου λέει πως μετανιώνει.

Πως ο καιρός γαλήνεψε μαζί και τα θεριά.
Φτάνει στ’ αντίκρυ λέγοντας πως μ’ αγαπά. Φιλιώνει.
Κοιτώ τα μάτια της, στερνά να δω κάποια στεριά.

V


Στις ερημιές της θάλασσας, θεριεύει ο νους και βάλλει
κι αναζητεί το βλέμμα σου ν’ αγγίξει τη στεριά.
Κλείνεις τα βλέφαρα, να δεις κάποιο κλωνί που θάλλει,
μα σαν τ’ ανοίγεις, κύματα, θάλασσα κι ερημιά.

Τα βάζει ο νους με το πυκνό και ζοφερό σκοτάδι

και με θυμό αποστρέφεται τον τόπο το γυμνό.
Του ανέμου ο ψίθυρος δηλοί πως φτάνει από τον Άδη.
Στη μοναξιά, το ανείπωτο αδημονείς πρωινό.

Φτάνει· μα είναι η θάλασσα σφοδρά τρικυμισμένη.

Η ανάσα σου, αρμυρή πληγή λαβώνει το γυαλί.
Καιρό να προσδοκάς καλό κι αυτή ως δαιμονισμένη,
να καταριέται αμείλικτα, να κρώζει, να ομιλεί:

"Στην άβυσσο, θα 'χω καιρό καλά να σε θωρώ...

Μαύρη πλερέζα σού κουνώ σημάδι να με φτάσεις!
Σ' όλο τον κόσμο σ' έψαχνα κι ακόμη το μπορώ.
Κάβους δυο χέρια μάτισα, για να μπορείς να πιάσεις".

Μεμιάς ζαρώνει ο μουσαμάς, διπλώνει κι αρχινά...

Σπάζουνε τα σαπόξυλα κι οι σφήνες ξεμακραίνουν.
(Μονολογείς: Τα ναύλα τους πως φταίνε, τα φτηνά...
Πως ίσως αύριο σιωπηλά με τ’ άνθη θα σε ραίνουν).

Η πλώρη αγγίζει σύννεφο και σπάζει στο βυθό.

Γύρω κομμάτια μέταλλα και καύκαλα στολίδια.
Θάλασσα, εγώ που σ’ ήθελα για να σε κοιμηθώ…
τώρα χταπόδια ορέγομαι και του βυθού τα μύδια.

…………………………………….


Άσπρα μαντήλια στο γιαλό που τελικά είναι γλάροι.

Στο κιάλι όσο πλησιάζουνε, μακραίνει κι ο γιαλός.
Που καρτερείς το ανέφικτο, παρηγοριά είν’ οι φάροι.
Παρηγοριά είν’ το σύντριμμα, που ψάχνει ο ναυαγός.

VI


Τ’ άγρια κι απόψε κύματα, διψούν να μας βυθίσουν.

Θαλασσινή μού πρόσταξες μια προσευχή παλιά.
Ωχρή, στης νύχτας το βαθύ ξεχώριζε η μορφή σου
κι άσπρα, θαρρείς πως γίνονταν, τα νύχτια μου μαλλιά.

Σ’ ενός κυμάτου χάιδεμα, μιας άγκυρας ξεσέρνει.

Σ’ ενός ανέμου την ορμή, καράβι μιαν οργιά!
Σπάζει τη μπόμπα την πλωριά και το κουβούσι παίρνει.
Φιλεί τ’ ατσάλι η θάλασσα κι ορμούνε τα θεριά.

(Στεγνό κοχύλι: Πού θα βρω στεριά για να ποδίσω
;

- Μην είναι ξόρκι μάγισσας κι απ’ όνειρο κακό;
Πού θα 'βρω πόρτα, για να μπω; γυναίκα, να φιλήσω;
Πατρίδα πού, για να ταφώ σε χώμα μαλακό;

Μακάβριος τρόπος να χαθείς και τόπος ν’ αποστάσεις.

- Το θάνατο, πώς να χαρείς στην κοσμοχαλασιά;
Κοιτάζεις γύρω. Μοναξιά. Κρατάς, να μη γελάσεις:
Στο πλάι, δυο σκύλοι σφάζονται για "δίκαιη" μοιρασιά...

......................................


Διψώ στη θάλασσα να ζω και μέσα στις ερμιές της.

Άμα καιρό δεν τη θωρώ μου σβήνεται η χαρά!
Ξαίνω στη ρόκα την ψυχή και γνέθω τις πληγές της.
Ντύνομαι γλάρος και πετώ με τα λευκά φτερά. 


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Βαρδιάτορες ΙΙ


Στην έρημη απ’ ανθρώπους τούτη θάλασσα
και κάτω απ’ το θερμό του Νότου αγέρι,
νυχτερινοί ψιθυρισμοί εσένα ορίζανε
για ένα ταξίδι - ονειρικό, σ’ άγνωστα μέρη.

Σπαρμένοι κήποι – μαργαρίτες, κάμποι αμάραντοι
κι άνθη πρωτόφαντα στα μάτια, ως ρίμας κρίνα,
δίνουν μιαν αίσθηση γαλήνης – αυλός εύθυμος:
Σε Βαλς, η Οντέτ του Τσαϊκόφσκι, η μπαλαρίνα.

Η σκέψη απάνεμη κι ο νους – ταξίδι στ’ όνειρο
ώσπου, σε ανάμνησης ρωγμή, άρια της Κάλλας
αντιλαλεί μέσ’ στης ψυχής σου τα κατάβαθα: 
Ω! “Κάστα Ντίβα” ονειρική, Νόρμα της Σκάλας.

Η γυμνή μάχα του Ντελ Πράδο – γοργόνα ξύλινη,
χρόνια γλυμμένη από του κύματος τη σμίλη, 
όμως, οι ναύτες οι τρυφεροί και οι πιο φιλόστοργοι,
πάντα ξεπλένουν τ’ αρμυρά, ωραία της χείλη.  

Κι ως του μυαλού σειέται το σύμπαν – κυανός ίλιγγος,
κραυγές πνιγμένων ναυαγών – σάπιο μαδέρι...
“Στις βάρδιες πρέπει να ’ν’ τα μάτια πάντα ορθάνοιχτα”
είπες· κι ακόμη: “Ο καιρός βροχή θα φέρει”.




Ο τρελός


Με λεν παράξενο, γιατί διαφέρω από τους άλλους, 
κάθισε, να σ' τα πω...  
Εγώ, δεν είμαι σαν αυτούς, τους άλλους παπαγάλους, 
γι' αυτό με λεν τρελό. 

Όπου κι αν ψάξεις, θα με βρεις, όποια σηκώσεις πέτρα, 

με ξέρει κι ο βυθός. 
Μόνο στη γύμνια της ψυχής δεν προσδοκώ κουβέρτα, 
γι' αυτό μοναχικός. 

Έζησα θάλασσες, στεριές, τον Θάνατο είχα πάντα 

πιστό συνοδηγό. 
Τώρα που φτάνω στα τρελά τα πρώτα μου σαράντα, 
δεν ξέρω να σιωπώ. 

Όλοι τρελό με ξέρουνε, μα οι πράξεις μου σταράτες, 

μπέσα, κι αληθινές. 
Δεν έγινα έμπορος τρανός πουλώντας τους πατάτες, 
βρόμικες και σαπρές. 

Φοβόμουνα τους λογικούς, γι' αυτό δεν είπα κάτι, 

χρόνια τώρα πολλά. 
Όσοι νοούνταν φίλοι μου και μου 'βγαλαν το μάτι, 
ήταν λειψή χαρά. 

Ανάμεσά τους, που 'ζησα, ένιωσ' αγρίμια να 'ναι, 

σκύλοι, ξεχωριστοί. 
Είδα σ' αυτά τα δόντια τους, τις σάρκες να σκορπάνε, 
λύσσα, μοναδική. 

Δείχνοντάς τους τον Άνθρωπο, τους μίλησα γι' αγάπη, 

δεν έβαλαν μυαλό. 
Αρέσκονται τώρα να λεν: "Πώς στο μυαλό εξετράπη...;  "
με βάφτισαν τρελό. 

Μόνο γι' αγάπη ξέρω εγώ, για θάλασσες κι αστέρια, 

φίλε μου, διαλεχτέ. 
Αυτά που σ' ομολόγησα, τα κράτησα στα χέρια,  
καλέ μου, κι αρεστέ. 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Το όνειρο του τσοπάνη 


Όντας τσοπάνης, με άρεζε να τριγυρνώ στο λόγγο, 
κι απέκει δρόμο διάβαινα ξελύνοντας το φιόγκο
του δισακιού μου κι έβγαζα ξερό ψωμί να φάγω,
για να μπορώ το ισχνό κορμί να σύρω, για να πάγω.

Τρύγιζα μέλι απ’ το πευκί κι απ’ τ’ άγριο το θυμάρι

κι ως το κουβάλαα, καταγής στράγγιζ’ απ’ το ταγάρι
χρυσή κηρήθρα ολόξανθη που φλόγιζε σα πέρα,
τόσο, που ισκιά δεν έβλεπα μέχρι να φτάσ’ η μέρα.

Από το σιάδι του βουνού κι από το καταράχι 

ζύγωνα μέχρι την ακτή, κει που χτυπιούνται οι βράχοι
από μια θάλασσ’ αρμυρή, που βόσκει το κατσίκι,
που θρέφει τα μικρά τα ζα κι ογκώνει τ' αρμυρίκι. 

Σαν τη θωρούσα, μέσαθε με τράβαγε το βάμμα

το γαλανό και βούρκωνα και σπάραζα στο κλάμα
τόσο που, πήγαινα να ειπώ στον σύντεκνο κολίγο, 
να μ’ αρματώσει ένα σκαρί στα πέρατα να φύγω.

(Ίλιγγος μέσα στο τραχύ με πιάνει κι αποστρέφω

κι αποζητώ μια θάλασσα στη ρούγα, κι απαντέχω
ως να 'ρθει η μέρα που θα φέρω διάσημα στο στήθος,
μ’ έναν εξάντα να μετρώ των αστεριών το πλήθος).

Της αρεσκίας μου τα πολλά που θέλησα να ζήσω

δεν πρόκαμα παρά στη γης κονάκι για να στήσω,
κι όσα που δίψασαν πολύ τα μάτια μου να ιδούνε,
μαύρο - καθώς οι κόρες τους το ριζικό πενθούνε.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Την πατρίδα


Πάντοτε ασάλευτος θωρώ την εύμορφη πατρίδα
κι απ’ την πολλήν αγάπη μου συχνά ξεσπώ σε δάκρυα
σαν βλέπω, εκείνες τις παλιές πια ξέθωρες εικόνες,
που φέρω σαν ανάμνηση για να μην την ξεχάνω.

Κι όπως, τα πέλαγα θωρώ και τις ακτές θαυμάζω,

με τα γοργά τα κύματα τ' ασίγαστα να σπάζουν,
βλέπω πάνω στην έρημο της δροσερής της άμμου,
κάθε τι θαύμα της κι εμέ κάτω απ' τον ίδιον ήλιο.

Και μες στις τόσες, είν’ κι αυτές που 'χουν βουνά, πλατάνια,

που 'χουν νυφιάτικη ομορφιά σαν πασχαλιές του Απρίλη,
τόσο που, καθώς ρεύονται τα μυρωμένα τους άνθη,
τείνω τα χέρια, ο δυστυχής, δήθεν να πιω απ' την κρήνη.

Και είναι κάποιες, θυμικές με λάβαρα και αγίους -

σαν τότε, που ήμουνα παιδί μες σ’ εκκλησιές ταμένος,
που σήκωνα τις φτέρνες μου για ν' ασπαστώ μια εικόνα·
έτσι, κι απόψε, το ζερβό σηκώνω για σταυρό μου

και με τις θύμησες αυτές πέφτω στην ξένη κλίνη

κι αποκοιμιέμαι, με όνειρο πως ξύπνησα στον όρθρο,
μες σε αγκαλιές και σε φιλιά, μες σε ασπασμούς και γέλια:
Σαν έτσι, αδιάκοπα θωρώ μα δεν ποτέ τη φτάνω...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Νίτο


Κοίταξε την πλοηγίδα, 

σέρνει κύματα ξοπίσω! 
- Φτάσανε και τα μελτέμια... 
- Μάθε με να τα ξηγήσω! 

- Δίμορφη και κοσμοπλάνα... 

- Τη λαξεύανε στην Κρήτη; 
- Μη ρωτάς, κανείς δεν ξέρει 
τον θαλασσουργό τεχνίτη. 

- θα το ξέχασες! Δεν είπες 

πως, του Ποσειδώνα η χώρα... 
- Ήταν κάποτε, το ξέρω, 
όμως δεν υπάρχει τώρα. 

- Μα τι λες; Άκου, μιλάνε! 

- Το μυαλό σου φτερουγίζει. 
- Να, του Ποσειδώνα η κόρη 
τραγουδά και μου σφυρίζει. 

Το μικρό της Αμφιτρίτης 

βόρτες φέρνει απά στην άμμο. 
- Χόρεψε με τη ματιά σου 
κι άσε την να πέσει χάμω. 

- Θα σ' τη βρω! - Στην καταιγίδα; 

- Κάπου εκεί θα κολυμπάει...  
''Ένας ναύτης που τους βλέπει 
το γυρίζει και γελάει''. 

Βρε Μπενίτο, χαμογέλα! 

- Α! Μας χαιρετά ο Ντάντε! 
- Οδηγήτρα είναι η πλώρη 
και της μηχανής το αβάντε. 

- Γεια σου, Ντάντε! Καλό δρόμο. 

Φέγγε με το πυροφάνι! 
- Κοσμομάντισσα γοργόνα...  
- Πέρασε, μα δεν εφάνη!  


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Θάλασσα VI


Είπες, θα 'θελες να γράψω στο μετάξι της αφής σου·
φύκη κι εύοσμα λουλούδια να τα βρίσκουν στη στιγμή.
Αν στον έρωτα δε νιώθουν, κάθισε κι αναρωτήσου.
Στης δικής ψυχής το σκάμμα δεν ταιριάζουν οι λυγμοί.

Πάνω στην υγρήν αφή σου, ήβρα δράκους και τελώνια.

Ήβρα που 'σκιωνεν ο Χάρος με το δρέπανον αψύς.
Έζησα να πω, πως είδα σαν σταυρούς τα χελιδόνια,
τα χλωρά δικά και τ’ άνθη πώς απλώνονταν στη γης.

Πά’ στο ντύμα του κορμιού σου, πρόκαμα τις πεταλίδες,

των γλαρόπουλων τη γρίνια κει στης άμμου τα ρηχά.
Έζησα να πω, στο κάλμα πώς τρεμόπαιζαν οι αχτίδες
και πώς, τα στοιχειά στο κύμα, κράζανε για να βρυχά.

Είπες, κι έκατσα να γράψω, για τη θάλασσα του απείρου,

για το σύμπαν του βυθού σου και τα μάκρη τ’ αχανή.
Κύτταρο δικό σου, κόρη - θάλασσα μικρή του ονείρου, 
έζησα να πω πως σ’ είδα! Πριν το γήρας και η θανή…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Διαθήκη


Παρακαλώ σας: "Ρίξτε με πού λαχταρούσα πάντα.
Πάρετε σώμα και ψυχή και δώστε με σε κείνη.
Εκεί. Στο μεσοπέλαγο που τα μαλλιά της λύνει.
Που 'χει το χάδι τρυφερό και το φιλί της πλέριο.

Ρίξτε με κει, ολάκερο! να νιώθω τη δροσιά της.
Δεν θέλω χώμα, προσευχές και πλάκα ν' αναγράφει:
"Ενθάδε κείται, ο ποιητής… Την τάδε μέρα, ετάφη…"
Ούτε λουλούδια, μάρμαρα και πάνω τους καντήλια.

Σαβανοπάνι ολόσωμο και πλαγιαστή σανίδα·
μόνο, πριν ρίξουν στα νερά, θα 'θελα δυο κουβέντες
όπως σ' εκείνους, της Αργούς τους Οδυσσείς λεβέντες,
που η χάρη της, καιρό κρατεί στην πάναγνη αγκαλιά της.

Παρακαλώ, στην πρόκοσμη να κηδευτεί ο νεκρός μου.
Σε αχαρτογράφητο βυθό και τόπο μυστικό.
Να 'ναι το μνήμα μου ρηχό με κοίλο χρηστικό
ώστε, στον ρόγχο του άμαθου, παρηγοριά εγώ κι έγνοια…"



©Γιώργος Ν. Μανέτας

Ανθολόγιο, Ποιήματα "Της θάλασσας" ... 1977 - 1996  




Δεύτερο μέρος


Ποιήματα "Της στεριάς" ... 1990 - 1996)  


Πρόλογος


“Ξένε: Όταν τις σκέψεις μου διαβείς, μην βιαστικά περάσεις”

Στην εμπασιά του πρώτου μου “Της στεριάς” πονήματος, η ψυχή γαλήνεψε. 

Ο νους, ηλιαχτίδα χρυσή ταξίδεψε πάνω σε άτι λευκό
διψώντας ν’ αγγίξει τ’ ανθισμένο τοπίο μιας άνοιξης.
Το σώμα, με φόβο ξεπέζεψε, της παρθένας γης μην πατήσει τ’ ανέφικτο.

Στον αντίποδα, η θάλασσα.


Παλαιότερα, έγραφα: “Ποτέ των φύλλων ποίησα το θρόισμα,

δεν είχε χώρο η γης, μες στην ψυχή μου”.

Αναίρεσα, όμως… Αφορμή στάθηκαν παλαιά γράμματα της συζύγου μου ποιήτριας Dimitra - Lizete de Souza Cerqueira (Δήμητρας Δελακούρα), που έδρασαν λυτρωτικά και συνάμα παρήγορα, τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς πάνω σ΄ένα καράβι. Αυτά τα γράμματα και τηλεγραφήματα, συνετέλεσαν ώστε τ’ αδιέξοδα συναισθηματικά κενά, να μετουσιωθούν σε άσκηση πνευματική και κατόπιν σε κείμενα ποιητικά.


Μέσα σε αυτά τα πονήματα, θα βρείτε ό,τι και όσα στερείται ο ναυτικός στον υγρό της μοίρας του πλωτό τάφο. Μύχιες εκμυστηρεύσεις αγάπης, πάθους, πόθου και έρωτα. Ή όπως πράγματα απλά, δεδομένα για τους περισσότερους, όπως ένα λουλούδι, ένα πουλί, ένα δέντρο, μια ραχούλα του βουνού καταπράσινη, να τρέξει o στερημένος, να γελάσει και να παίξει με τα παιδιά του, να φιλήσει, να κλάψει, να πονέσει, να αγαπηθεί.


Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, όλα τα παρακάτω πονήματα, είναι αφιερωμένα στη σύζυγό μου τόσο για τις άπειρες συναισθηματικές στερήσεις, όσο και για τις ατέλειωτες ώρες μοναξιάς και πλήξης. Η δομή και τεχνική τους, δημιουργήθηκε με τέτοιον τρόπο ώστε αληθοφανώς να φαίνεται πως γράφτηκαν από την ίδια σε πρώτο, δεύτερο ή και σε τρίτο πρόσωπο, καθώς τα περισσότερα από αυτά ειπώθηκαν και βιώθηκαν.


Επίσης, ως ελάχιστο φόρο τιμής, αφιερώνονται σε όλους τους ναυτικούς και τις οικογένειές τους καθώς και σε όλους όσους έζησαν τις αυτές συγκινήσεις, στερήσεις και αγωνίες, αγωνιζόμενοι. 


Σας εύχομαι, καλή ανάγνωση



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Οι μεγάλοι έρωτες, ενέχουν ποίηση 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ξένε...


όταν τις σκέψεις μου διαβείς, μην βιαστικά περάσεις.
Στου νου μου στάσου την πλαγιά μ’ αντικριστές τις λέξεις.
Να δεις πώς γίνεται η σπορά κι αυτή πώς θα καρπίσει.
Πώς θα γενεί της άνοιξης λουλούδι και θ’ ανθίσει.

Κι αν θέλεις, πάρε απ' τον καρπό και πάρε απ’ το λουλούδι,

μα σαν μοχθήσεις, ξάπλωσε να κοιμηθείς στο λόγγο.
Να σε σκεπάσουν τα ριζά του Μάρτη και τα χόρτα. 
Να σε ξυπνήσουν τα πουλιά στ’ Απρίλη το κλινάρι. 

Κι αν θα νιφτείς, μες στ’ αυγινό της άνοιξης το δάκρυ,

να καμωθείς στον άφθαρτο της στάλας της καθρέφτη.
(Λούσου του λόγου τ’ ακριβό μου τ’ άρωμα θυμάρι,
να σ’ οσμιστούνε τα στοιχειά και να σε προσπεράσουν.

Κι αν θα τ’ ακούσεις να μιλούν μ’ αβάσταγους ψιθύρους,

σκέψου, μην είναι δράκοντες που κουβαλά η ψυχή σου.
Μην αναβάλλεις μια στιγμή, δίχως σπουδή μη σπεύσεις.
Των λουλουδιών τα κίτρινα που σέπονται, πεθαίνουν...) 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Το ψέμα


Λες: Η ζωή σου έρημος δίχως χαρά και γέλιο.
Κι ακόμη, έναν άναστρο πως βλέπεις ουρανό.
Θαρρείς πως όλη σου η ζωή κατήφεια και φραγγέλιο.
Πως γιατρικό στον πόνο σου δεν βρίσκεις ικανό.

Δες: Η ζωή μια ρεματιά, που ρέει στην κατηφόρα,

που δίνει όμως τα θαύματα τα δροσερά, σ αυτόν
που δε νογά λιγόψυχα και δε λυγά στη μπόρα.
Θέλει, καρδιά! θέλει, ψυχή! Γι' αυτό σου λέω, λοιπόν:

Τρεις δρόμους έχει, κι απ’ αυτούς τον έναν θα διαλέξεις.

Εσύ, ποιον θες να πορευτείς, τον ίσια ή τον λοξά;
Ο πρώτος, λούζεται στο φως. Τον άλλον να προσέξεις.
Αν θες τον τρίτο, διάλεξες τον Xάρο γι’ αμαξά.

Δράκους δεν θα 'βρεις ζωντανούς, θεριό να σε φοβίσει.

Αυτό το σύμπαν φτιάχτηκε στη Χάρη ενός Θεού.
Θροεί σαν φύλλο, μα για δες: Μπορεί να σταματήσει;
Δεν είναι βάσανο η ζωή. Το ψέμα, είναι αλλού...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Είναι φορές


Της πριγκίπισσας Σίσυ


Είναι φορές, που αισθάνεται μια ζεστασιά η ψυχή μου.
Κι άλλοτε, πάλι, νιώθει αυτή δίχως χαρά καμιά. 
Μην αρκετά δεν έγιανε κάποια παλιά πληγή μου
κι έτσι αθεράπευτη, έφυγε προς κάποιαν ερημιά;

Είναι φορές, που αισθάνομαι μετέωρη σ’ ένα χάσμα,

που από κει μέσα με καλούν για να το κατεβώ
δικοί και φίλοι μου στενοί, που πέρασαν το φάσμα
όταν ο Xάρος θέριζε με δρέπανο ακριβό.

Είναι φορές, που οι σκιές της νύχτας με κυκλώνουν

και με θρασεία κι αναίτια τη συμπεριφορά,
λένε πως είναι αφίλητες και πως κοντά ζυγώνουν,
διψώντας απ’ τ’ αχείλι μου την τοξωτή φορά.

Κι είναι φορές, όπου η χαρά στον κήπο περιμένει,

κι είναι μι’ απόλαυση ψυχής κείν’ η στιγμή του πώς
γιατί, στο φως τους νιώθω εγώ η ελπίδα να προσμένει:
Πυγολαμπίδες σπέρνουνε τ’ αμάραντό τους φως.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αποσβέσεις


Το βλέμμα εκείνο το στερνό κρατώ για φυλαχτό 
κι έχω τ’ αχνάρι - χάδι σου, στο σώμα τιμημένο.
Παίρνω χαρά να καρτερώ και να σε περιμένω.

Κι όπως για σένα ο νους ορά κι ακοίμητος θωρεί

και ταξιδεύει αδιάκοπα στις κορυφές, στα πλάτια,
η νύχτα ισκιώνει μου το νου και μου σφαλά τα μάτια.

Κι έτσι, ως βυθίζει το κορμί στον ύπνο σιωπηλά,

τείνω το χέρι μου, μα δεν αρκεί για να σε φτάσω.
Έρπω το σχήμα μου θολό, το αχνό σου να προφτάσω.

Κι όταν πια φτάνει μου η στιγμή να σ’ έχω γι’ αγκαλιά,

μοιάζεις στο φως του αυγερινού να μην είσαι που ξέρω. 
(Να μάθεις ήθελα το πώς, κι όσα για σε υποφέρω...)


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η παράκληση


Κύριε,

ζητώ για εκείνον, όσο ζω, θάνατος μη προφτάσει.

Πάρτε από μένα όσες φορές πριν να σιωπήσει αυτός.
Ας τρεμοσβήσω εδώ μπροστά σ’ αυτό το εικονοστάσι,
σαν του κεριού που αργά – στερνά θα σβήσετε το φως.

Κύριε,


πάρτε από μένα, - όταν ανθός κι απλώστε με στη φύση,

να μπολιαστούν τα ξερικά στης γης την εμπασιά,
ξερολιθιά και δώστε την σ’ έναν φτωχό να χτίσει.
Πιο ταπεινό στολίδι σας, σε κάποιαν εκκλησιά.

Κύριε,


θέλω σαν έρθει μου η στιγμή, στο τέλειωμα της μέρας,

που ξαφνικά 'κείν ’ η χαρά στα μάτια θα σβηστεί,
που θα γκρεμίσουν οι στιγμές σαν διάττοντας αστέρας,
να ραίνει εκείνος τους ανθούς, πού θα 'χω σκορπιστεί.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Της ψυχής


Συγγνώμη: Που δε στάθηκα σωστή, να σ’ αγαπήσω.
Που δεν ποτέ μου νοιάστηκα τον πόνο το δικό.
Άνθρωπε συ, που δίπλα μου, μπορούσα να φιλήσω
ποτέ μου, δε σ’ αντίκρισα με βλέμμα φιλικό.

Συγγνώμη: Που δε φύτεψα στη γλάστρα ένα λουλούδι.

Που των ανθών δε μ’ άρεσαν οι μύριες ευωδιές.
Που των πουλιών δεν ήθελα ν’ ακούσω το τραγούδι.
Όπου γι’ αυτά, δεν έγραψα, να ευφράνω τις καρδιές.

Συγγνώμη: Έρωτα, γιατί δεν ήμουν όσα “πρέπει”.

Γιατί, δεν ήμουν αρκετή να σου δοθώ πιστά.
Κι ενώ, το βλέμμα το δικό μου θα ‘πρεπε να βλέπει
εσένα· τ’ άλλα κοίταγε, τα ξένα, τα ρευστά.

Συγγνώμη: Θέ μου, που μισώ και δεν μπορώ να γιάνω. 

Που ‘ν’ η ψυχή μου ακάθαρτη κι η σκέψη μου φαιδρή.
Που κι αν γι’ αγάπη μίλησες, τ’ αντίθετα εγώ κάνω.
Συγχώρεσέ με, πλάστη μου, που δεν είμ’ αρκετή.

Συγγνώμες μύριες σάς ζητώ γιατί δεν ήμουν άξια

να σεβαστώ τον έρωτα, τα δέντρα, τα πουλιά.
Να σεβαστώ τον άνθρωπο, η αμαρτωλή κι ανάξια
ψυχή, που δεν λαχτάρησε σταυρό, μιαν εκκλησιά. 

Συγγνώμη...

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η αμαρτωλή


Δε σου 'μεινε φωνή να πεις για τα βουνά, τα δάση,
oύτε χαρά πια σου 'μεινε να τραγουδάς για κείνα.
Σαν να τελειώνει σου η ψυχή, σαν να τελειώνει ο κόσμος.
Μόνο μετάνοια σ’ εκκλησιά τώρα για σένα πρέπει.

Μπολιάστηκες έρμη ψυχή στα μάταια των ερώτων

δίχως ποτέ σου να σκεφτείς νερό στους διψασμένους.
Δίχως ποτέ ν’ αφουγκραστείς ένα των άλλων δάκρυ.
Δε σ’ άφηνε, για να τα δεις, το θάμπος των ματιών σου.

Στα λαμπερά μα πρόσκαιρα της νιότης κείνα χρόνια

τεταραγμένη σύρθηκε στ’ ανάσκελα η ψυχή σου.
Ήρθε κι ο χρόνος σ’ έντυσε τη νύχτια του ρυτίδα.
Το μαρτυράει το λιγοστό του καντηλιού πια λάδι.

Μαυράγγελοι και Χερουβείμ σε διεκδικούν παρόντα

κι ένας στυγνός σα Χάροντας με τη ρομφαία της δίκης
σου ψιθυρίζει τ’ ακριβό του τέλους σου ταξίδι:
Κεκοιμημένη μου αδερφή, ζυγίζω την και φεύγω.

Ψάλλοντας κλαίνε οι άγγελοι δίχως ψυχή στα χέρια,

δίχως πομπή ν’ ακολουθεί το λάλον του αρχαγγέλου.
Ένας ανθός μόνο σταυρός, σφοδρός κριτής που ψέλνει:
Των κολασμένων τις ψυχές τις παίρνουν τα τελώνια.

……………………..


Μοίρες κακές με μοίραιναν τη νύχτα που γεννιόμουν

κι ευχή μου δόθηκε στρεβλή να ζω δίχως τον ύπνο.
Όνειρο εγώ δεν γνώρισα, γι’ αυτό και δεν θυμάμαι
αν ζωντανή που το 'γραψα, ή τώρα πεθαμένη…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Το όνειρο


Της Δήμητρας – Λιζέτε


Ήταν μες στ’ όνειρο, η αυλή κι όλο το γύρω δάσος.
Για με, το μέλλον φάνταζε δίχως χαρά, καθώς:
«Μέλλειν η κόρη σας διαβεί εις τόπον νεκρανθέμων»,
τη συνεβούλευε, σιγά, τη μάνα μου ο γιατρός.

Γύρω μου γκρέμιζαν βουνά και χάνονταν οι κάμποι

κι έλεγα: Δεν είν’ άδικο, που τόσο δα, μικρή...;
Κάτω από πέτρινο σταυρό ήλιος πού θα 'βρει, να 'μπει;
Πώς να χαρώ μιαν άνοιξη, στ’ απόσκιο αυτό, νεκρή;

Γκρίζο, τεφρό είδα το κορμί, τους συγγενείς εμπρός μου.

Το σώμα εκείνο νότιζαν τα δάκρυα κι οι λυγμοί.
Ανατριχίλα, ίδρος πολύς κι αυτός ο εξάγγελός μου:
Κύριε, σ' αυτήν δεν έπερεπε κακό για να συμβεί.

Όνειρο που 'μοιαζε φαιδρό, μα λες και μου συνέβη (…)

Σαν να χαμήλωνε το φως από τον ουρανό.
Μες στον βαθύ τον ύπνο μου, το χέρι αργοσαλεύει.
Ψάχνει. Δεν βρίσκει τίποτα. Το σώμα μου ορφανό.


©Γιώργος Ν. Μανέτας













🌛


Σκήτη


- Φίλησε με!
- Ποια είσαι;

- Πικραγάπανθος!

Λυγερός πρωτανθός συλλέκτης
αρχαίου φωτός
με ρίζα πύρινη.
Διαβιώ νοτίως της μετόπης του ήλιου
σε σκήτη του Έρωτος.

Εσύ;


- Δακρυφόρος έλιξ!

Αναδύτης πηγαίων συναισθημάτων
επιχειρώ
με χαίτη ορειχάλκινη
στους θρόμβους των δακρυγόνων.
Τελώ εγκάρσια της τυφλότητος...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Το σπίτι μας, άδειο...


στις φωτογραφίες μας, μόνο
κάποια κίνηση από προσφιλή πρόσωπα
θυμίζουν πως υπήρξαμε…

Κάποιες φωνές, αιώνια και αέναα θυμητικές

που λογίζονται ψίθυροι,
δίνουν την αίσθηση της αφαίρεσης.

Σαν σε πολύκοσμη ερημιά τα χαμόγελα

ίδια πάντα
δίχως την υποψία του φρέσκου,
δίχως την ελπίδα της έτερης κίνησης.

Το σπίτι μας, άδειο…


Μόνο των εικόνων τ’ ασώπαστα πρόσωπα,

τείνουν
μίας υποψίας χαμόγελο.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αν


Μία φωτογραφία σου απ’ τα χθες,
που δάκρυζε,
χλωμή απ’ το χρόνο

(με μια χαρακιά βαθιά στο μέτωπο

ρυτίδας μπορεί
ή κι από χτύπημα –
καθώς χρυσάφι κι ενώτια
στο συρτάρι
απρόσεχτα ρίχνω)

την τοποθέτησα πλάι στο παράθυρο·


να βλέπεις κόσμο και να χαίρεσαι,

σαν και να υπήρχες…(;)


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Τελικά...


Όλο έπεφτες σε αντιφάσεις,
γελούσες νευρικά,
με λόγο μετέωρο
τόσο
που οι λέξεις
ένοχα αιμορραγούσαν
υποκρισία και ψέμα.

Ένα μειδίαμα, μόνο…

σαν Ερινύας χαμόγελο
σε ραγισμένο καθρέφτη.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αποχώρηση


Όλα σου, είν’ εδώ…
όπως τ’ άφησες…
Μόνον η πλήξη, στη σκόνη
φτιάχνει μάταιους κύκλους
με το δάχτυλο.

Το μικρής κλίμακας πλοίο,

σαλπάρισε

μία παλαιά του καθρέφτη μορφή,

αυτομόλησε

μαζί και οι μνήμες


οι φωνές.


Όλα σου, είν’ εδώ,

μα δεν είναι όπως τ’ άφησες:

Φεύγοντας,

ξέχασες να κλείσεις την πόρτα…


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Στην άκρη των χειλιών σου, θάλασσα η αγάπη που με φίλησε

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κι είπες:

Μιας και ο κύκλος, έσπασε…
για τις ανάγκες μου, κρατώ το σπίτι,
το εξοχικό,
το αυτοκίνητο,
τα τέσσερα στρέμματα,
το κότερο
………………..
………………..
………………..

Ένα εκατοντασέλιδο, γέμισες…

Και πήρες…. πήρες…. πήρες….

Ακόμη, και τον κύκλο.



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Με τυχαία σειρά


Στα κυκλοθυμικά film των photos
απρόβλεπτα ήρθες,
ασυνεπής
όπως πάντα,
να μου θυμίσεις
πως
η κερκόπορτα των ονείρων μας
έκλεισε.

Στο δίπλα καρέ, βροχή.

Οι Εριννύες στο πλάι
κι ένας κρωγμός,
μπορεί από γκιόνη,
μπορεί από θάνατο.

Απρόβλεπτα, ήρθες.



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ακραιφνώς


Η τελευταία
ξεχασμένη σου ματιά,
στον καθρέπτη της σάλας,
που ράγισε:
κομμάτια αιχμηρά.

Ακραιφνώς, κείτεται

των κρυστάλλων η Νέμεσις…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Θύμισε μου


Πριν μιλήσουμ’ εμείς,
πριν καλά γνωριστούμε…

πριν σαν δρόμου στροφή,

τα κορμιά μας πληγούνε…

γνωριστούνε και πριν

τα μεθύσει ένα χάδι…

πριν η ανάσα, βαριά

και τ’ ανέγγιχτα χείλη…

πριν δεχτεί να χαρεί,

μια ριπή 'κείν’ η μήτρα…

πριν εμείς, πριν αυτά…

πριν εμείς συστηθούμε…

θύμισε μου…



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Το δίλημμα 


Σε είδα να έρχεσαι, μα δεν ήσουν.
Επιμένω να αναπολώ τη μορφή σου
μα στην αιθάλη, τη χάνω.
Νείρομαι, τις νύχτες ντυμένη
με τη γαιώδη εσάρπα μου,
να κατεβαίνω τις πλαγιές της υπομονής
περπατώντας σε μονοπάτι λίθινο.
Δροσιά και φλόγα γίνομαι,
έχιδνα κι αχινός,
σκαιά βολή.

Σε μία στροφή παράλληλου καθαρμού

σε βρίσκω, μα δεν ήσουν.
Σιγή εκκωφαντική γύρω,
κι εγώ.

Στην απουσία σου,

o χρόνος καμπυλώνει
αμφισβητώντας μου
την ύπαρξη.
Ο αιμομίχτης αυτός
με προσκαλεί
να ντυθώ τη σκόνη του.
Nα σε ποθώ προσμένοντας
με νύχια και δόντια λέοντα.

Να σ’ αγαπώ, ή θα ξανάρθεις;



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Χώρος και τόπος υποθετικός


Έτος 2412 


Απόψε, ντύθηκα καλά.
Είχε κόσμο, βλέπεις.
Άνθρωποι του πνεύματος
ντυμένοι με κοστούμια λέξεων,
ποιημάτων φορέματα, 
πανταλόνια διηγημάτων
και ό,τι η συντεχνία
του χώρου και τόπου,
προέτρεπε και επέτρεπε.

Πολυεπίπεδες οι σκέψεις και απόψεις:

Με προσεγγίσεις και καταξιώσεις απονεμητικού χαρακτήρα,
με αμφισβητήσεις και εξομολογήσεις συνωμοτικού τύπου 
πότε συναινετικές και πότε καταγγελτικές, 
με προβλέψεις ακριβείας της μελλοντολογικής τέχνης
παραληρηματικού χαρακτήρα, κάτω του μετρίου…

Είχα χάσει επεισόδια.

Δεν είχαν καμία, μα καμία σχέση 
με την εποχή μου...

Δεν άνηκα!

Φόρεσα το λεξικό μου ταγιέρ και αποχώρησα.

Ήταν όλοι, εκεί…

Μόνον οι Άνθρωποι, έλειπαν… 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κίτρινο



Της Δήμητρας - Λιζέτε


Τότε, παιδούλα που ήμουνα κι ο κόσμος μου όσο ο κήπος,
δεν είχα σκέψη για μακριά παρά μονάχα, όσο
τα χέρια φτάναν τα κλαριά, που νόμιζ’ από μένα,
ως τρυφερά που τα 'πιανα, μπολιάζονταν κι ανθίζαν.

Θυμάμαι ακόμη τη φορά την πρώτη να τ’ αγγίζω

φυλλομετρώντας τ’ άπειρα σαρκώδη κείνα φύλλα,
κι ακόμη, πώς η μάνα μου με διόρθωνε στα λάθη:
Καθώς δεν πήγαινα σχολειό, ό,τι ήθελα μετρούσα.

Έτσι, μου φάνταζε όμορφη πως μου 'τυχεν η ζήση 

και πως στα χέρια πάντοτε ό,τι έπιανα θ’ ανθούσε
μα, ξαφνικά ρημάξανε στους φράχτες τα λουλούδια.
Σε μία στιγμή κιτρίνισαν, και πέσανε, και πάνε.

Τότε, μου το 'παν σιγανά, πως ήρθεν ο χειμώνας.

Πως τα χλωρά ξεβάφουνε τα πράσινά τους φύλλα.
Μα τα νεκρά που κείτονταν, τα πριν αγαπημένα,
τα ξενυχτούσα η δύστυχη, με απορημένης βλέμμα.

Στην παιδική κείνη ψυχή, μόνο θυμός και πόνος:

“Έτσι γκρεμίζεται η χαρά; Μ’ ενός βοριά, τ’ αγέρι;
Τώρα, πριν λίγο γέλαγα, με τ’ άλαλα μιλούσα”.
Ακόμη, στ’ άγριο φύσημα, μαραίνομαι ως εκείνα…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η αναμονή


Σε περιμένω ξάγρυπνη με βλέμμα λυπημένο.
Πίσω από γρίλιες καρτερώ μα φαίνεται δεν θες.
Όσες φορές μ΄ αρνήθηκες, τόσες σε περιμένω.
Σχήμα εγχειρίδιου σε χαρτί ζωγράφιζα προχθές.

Αγάπησέ με μια φορά να σ’ αγαπήσω δέκα.

Για σένα, τ’ άστρα τ’ ουρανού με ψιλοβελονιά.
Φτάνει να νιώσω τη χαρά σαν θα με πεις: "Γυναίκα.
Αργείς. Το τραίνο σφύριξε, για μι’ άλλη γειτονιά. 

Παίζει το μάτι όταν κοιτά σε νυχτωμένο δρόμο.

Σε είδα πάνω σε άλογο δίχως εμέ μπροστά.
Θ’ αποκοιμήθηκα ξανά στης Ιστορίας τον τόμο.
Δράκους δεν έχει πια η ζωή, μηδέ τείχη κλειστά…

Μία πεταλούδα κόκκινη σε παπαρούνα πάνω.

Το εγχειρίδιο στο χαρτί τώρα χαμογελά. 
Σε μονοπάτι απάτητο σε βρίσκω και σε χάνω.
Το σώμα μου θέλει πληγεί με χείλη σιωπηλά.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Δεν θέλει...


Δεν θέλω για μένα της Γης τα φτιασίδια,

βελούδα και ρούχα για με διαλεχτά.
Δεν θέλω χρυσάφι κι ασήμια στολίδια.
Του κήπου μου τ’ άνθη φορώ για πλεχτά.

Δεν θέλω του μέλλοντος να 'χω τη σκέπη

χωρίς κείνο τ’ άστρο που χρόνια κοιτώ,
που θέλω να βλέπω κι αυτό να με βλέπει.
Δεν θέλω απ’ το θόλο ποτές να κρυφτώ.

Δεν θέλω ποτέ με το φως της σελήνης,

του έρωτα κείνες οι νύχτιες σκιές,
(κρυφοί των ερώτων ανάξιας ευθύνης…)
να μένουνε πίσω, κι αυτές μοναχές.

Δεν θέλω να μείνω κι αθάνατη να 'μαι,

μηδέ τ’ όνομά μου ποτέ ξακουστό.
Δεν θέλω στου τάφου μου κει που κοιμάμαι,
καντήλι ν’ ανάβουν· το θέλω σβηστό.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Παρακαλώ σε



Ο τόπος που γεννήθηκα, που 'ν' της καρδιάς μου, τόπος,

είχε πολύσχημα βουνά με δέντρα και με ρούγες.
Είχε πλατάνια, ν’ αφεθείς μες στης σιωπής τ΄ απόσκιο.
Είχε πηγάδια δροσερά, να πιεις και να μεθύσεις.

Άξιες κοπέλες, είχε. Γιους. Βουνίσια παλληκάρια,

ώρια, πανώρια ως τα βουνά του Ολύμπου και της Όσσας.
Άμα τη φούχτα κλείνανε, ραγίζαν το λιθάρι,
λυγίζαν τ’ αγριοπούρναρο, στο πάτημα τ’ αντρίκιο.

Τώρα, ζητώντας πια η ψυχή, με στέλλει πάλι πίσω

μα δεν η ρούγα του γνωστή και το βουνό, δεν θέλει!
Όσες φορές προσπάθησα, δίχως ποτέ να φτάσω,
τόσες η δόλια μου η καρδιά λιγόστευε τον χτύπο.

Παρακαλώ σε, που θα βρεις τον τόπο τον χαμένο,

μεμιάς να πέσεις καταγής, το χώμα να φιλήσεις.
Μόνο μην πρόσκαιρα σκεφτείς στα βιαστικά να κάτσεις:
Αν ξαπλωθείς στ’ απόσκιο του, πίσω πια δεν γυρίζεις…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Το βουνό



Α, να  'μουν κείνο το βουνό,

έτσι, περήφανα ψηλό,
με δέντρα και με ρούγες,
να βλέπω τα λυκόπουλα 
και τα μικρά τ’ αϊτόπουλα 
π’ απλώνουν τις φτερούγες

Οπού τα νύχτια τα πουλιά,

που κατεβαίνουν την πλαγιά,
την άγρια ράχη,
που δροσερό ψάχνουν νερό,
και με τον άγριο τον καιρό,
δίνουνε μάχη

Και στο χορτάρι του κει δα

ένα ελαφάκι που πηδά,
που γύρω τρέχει,
να το μπορώ να το χαϊδεύω
και την ψυχή του να ημερεύω,
ώστε ν'αντέχει

Τ’ άγρια τα γύρω που βρυχούν, 

κι όλα τα πλάγια που αντηχούν,
αντιλαλώντας – 
κι έτσι, ως θα φτάνει το πρωινό,
να λέω: "Αχ, να 'μουν το βουνό",
χαμογελώντας...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Της αγάπης



Προς τι η έπαρσις σε γη δάνεια και ζωή
;


Τα βράδια, πριν να κοιμηθώ και το σταυρό μου κάνω,

παρακαλώ μια Παναγιά που από παιδί την έχω 
πλάι σε καντήλι γυάλινο και δίπλα στο λιβάνι,
να 'χει τον κόσμο αυτόν καλά και τα παιδιά προπάντων.

Πιο πίσω, λίγο αριστερά, με δαγκωμένα χείλη,

με βλοσυρά τα βλέμματα σχεδόν σκοτεινιασμένα,
μες σε καπνούς ευωδιαστούς που δίνει το λιβάνι,
γέροντες άγιοι στέκουνε στον δίπλα εσταυρωμένο.

Ειρηνοφόρο φέρουνε στα βλέμματά των ζέση,

που νιώθω τέτοιαν έκσταση στη μεταφυσική των
τόσο, που στην κατάνυξη του καντηλιού όπως φέγγει,
βλέπω το Θείο σα να 'ρχεται και να με περιβάλλει.

Τότε, νιώθω μιαν αίσθηση χαράς γαληνεμένης

τόση, που λέω την προσευχή στη γλώσσα των Ελλήνων:
«Πάτερ ημών…» κι ύστερ’ αργά τα μάτια μου σαν κλείσουν,
πλήρωση νιώθω από ψυχής, που 'κανα το σταυρό μου.

;ηνίλκ ιλάπ αιδί νητσ ίεθημιοκ οιρύα να ιερέξ ςοιοΠ



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ο όρκος



Ω, τύχη, που εμπιστεύτηκες για ν’ αγαπώ τη φύση,

για ν’ αγαπώ τα δέντρα της και τα ψηλά βουνά.
Κάθε φωλιά μικρού πουλιού στα χέρια μου έχω χτίσει.
Ό,τι δεντρί εγώ φύτεψα, μ’ αγέρα δεν κουνά.

Ίσκιος δεν άγνωρος σ’ εμέ κι ούτε σκοτάδι ξένο,

κι ούτε ποτάμι δροσερό χωρίς να το λουστώ.
Σαν δω σπασμένο το κλαρί το φτάνω και το δένω.
Εγώ, με τ’ άγρια τα θεριά μπορώ ν’ αγκαλιαστώ.

Ούτ’ ένα σύννεφο τεφρό, που δεν γνωρίζει εμένα.

Όρκο σου κάνω, της βροχής σταγόνα μη γευτώ,
αν όλ’ αυτά που μολογώ, είν’ άγνωστα σε μένα.
Να ζώσω βράχο το κορμί και πέρα να ριχτώ.

Μόνο τα κίτρινα πενθώ για δεν μπορώ να γιάνω.

Για δεν μπορώ του λιθαριού που ράγισε κορμί.
Ό,τι μπορούν τα χέρια μου, τ’ αγγίζω και το φτιάνω.
Μόνο τ’ ανθρώπου δεν μπορώ να γιάνω την ορμή.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Φάσμα


Τώρα, που δίχως άνοιξη και σύννεφο να βρέξει,

που σπόρος πια δεν έμεινε κι ουδ’ έμεινε καρπός,
τι μου θωπεύεις που κρατά της κόμης μου την πλέξη;
Δείξε μου χώμα κι εύρωστος αν έμειν' ευανθός.

Τώρα που η γη ξεράθηκε και σιώπησεν η φύσις,

που τα πουλιά χαρούμενα δεν κελαηδούνε πια,
τι μου ζητούν τα χείλη σου γλυκά να με φιλήσεις;
Πώς να χαρώ τον έρωτα με πόνο στην καρδιά;

Τώρα που τ’ άνθη μάραναν στην άβρεχτην αυλή μου,

που τα μελίσσια ξέμαθαν τις μύριες ευωδιές,
τι μου μιλούν τα μάτια σου και τάζουν στο κορμί μου;
Δε βλέπεις, πώς απόκαμαν τα μύρτα και οι ροδιές;

Τώρα που ο ήλιος έσβησε και τ’ άστρα σκοτιστήκαν,

που τα ποτάμια σίγησαν κι εκείνη τους η ορμή,
έρωτα, πώς να σου δοθώ που τ' άπαντα χαθήκαν;
Τι μου θωρείς το φάσμα μου και ψάχνεις γι' αφορμή;


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Τελευταία, όταν έχει πανσέληνο, 

μεταμορφώνομαι σε άνθρωπο. 

Να Προσέχεις...



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ιερά Μονή Υψηλού Παντοκράτορος, Κέρκυρα



Στον π. Νικόλαο – Αλέξανδρο Πραιτωριάν



- Γέροντα:


Άμα θ’ ανέβει το στρατί που πάει στην πέρα ράχη

και πει στον άνεμο η ψυχή τα βάσανά της που 'χει,
θ’ αναστενάξουν τα βουνά, θα γκρεμιστούν οι βράχοι.
Θα μου στερήσει, ο πλάστης μου, το χάρισμα που μου 'χει…

Ίσως και να 'θελε, μεμιάς να σκοτιστούνε τ’ άστρα.

Ο ήλιος και τα σύμπαντα να σκίζονταν σα πέρα,
κι όπως της Γης θα γκρέμιζαν τα ρέπια και τα κάστρα,
έτσι τ' ανθρώπινα θεριά, θα χάνονταν μια μέρα.

Θα γκρέμιζε, γιατί θυμός αβάσταγος σαν θρήνος,

για δεν ψυχή πι’ απόμεινε που να μη θέλει ο φθόνος.
Μες στην ουράνια μοναξιά παρηγοριά ένας Κρίνος.
Μέσα στη γήινη μοναξιά, χαμός αδελφοκτόνος.

Τότε, λοιπόν, πού θάλασσα και πούθε τα ποτάμια,

και πούθε τ’ αγριοπούρναρα και των πευκών τα δάση.
Ίσως, ύστεροι να 'λεγαν πως τα 'κανε μια λάμια,
οπού 'χε, τάχα βάσανα και τη χαρά πια χάσει.

Μα δεν είν’ έτσι, γέροντα, το μολογούν τα χρόνια,

το μολογούν οι πράξεις τους στην έβδομη του αγγέλου
ως κυβερνούν της άβυσσος τα βδελυρά τελώνια...
- Παιδί μου, τα 'δα ως σκούπιζες τα δάκρυα τ’ Αρχαγγέλου. 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Στην εκκλησιά



Στο λιγοστό φως των κεριών

τα πρόσωπα των αγίων, σκυθρωπά
κάπως ανήσυχα – 

στις μέρες μας 

μας μνημονεύει ο Χάροντας
περιχαρής 
μ’ ένα τσαμπί φαρμάκι – ασφόδελους
στα χείλη του

κι όπου φιλά 

δεν βγαίνει ανθός
μηδέ από κρήνη,
παρά μονάχα
μαυροφόρα είν’ η σοδειά - 
κι όποιον θερίσει…

Παρακαλώ σε, Παναγιά:

Τις πονεμένες τις ψυχές…
Και τα παιδιά…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η επιστροφή


Στη Δήμητρα - Λιζέτε

Κέρκυρα:

Σε ξαναβρήκα, μάνα,
ντυμένη Κυριακάτικα
και με ζακέτα την άνοιξη,
να με καλωσορίζεις.

Εγώ είμαι! η κόρη της Ναυσικάς,
του Αλκίνοου και της Αρήτης.
Πάππους μου, ο Ναυσίθοος.
Ο θείος Δημόδοκος,
πριν με βαφτίσει, Δήμητρα,
μου μήνυσε να σου πω, πως
από των σπορέων τις μυστικές τελέσεις,
επίγονος είμαι.
Πως είμαι το συγγενές και γονιδιακό όμοιο
με καταγωγή αρχαιόπρεπη.
Συνέχεια της λαλιάς του Ομήρου,
κυοφορούσα τα παρελθόντα.

Θέλω να σ’ αγκαλιάσω, μάνα,
μα τα χέρια τα ‘χασα στην Υπέρεια
πολεμώντας τους Κύκλωπες.

Θέλω να σε φιλήσω, μάνα, 
μα δε νιώθω
τα οξειδωμένα από το χρόνο πια, χείλη.

Θέλω να κλάψω, μάνα,
μα τα δάκρυα της λήθης
όγκοι λίθινοι στους δακρυγόνους.

Θέλω να σε κοιτάξω, μάνα,
μα τ’ αφαίρεσα 
μην αντέχοντας άλλο το άδικο. 

Εγώ είμαι, μάνα. Η κόρη της Ναυσικάς, -
μπορεί και Αταλάντη
παρμένη από τ’ άρμα της Μήδειας
ή της Αργούς του μονοσάνδαλου:
Μπορεί και να με καθυστέρησαν οι πόλεμοι.
Οι Συμπληγάδες!

Ίσως και να μην επαρκούσε ο χρόνος, 
μάνα.
Πότε να θάψεις τόσους νεκρούς…;


Κάτι θα μείνει…


Από μι’ αγάπη, βάλλομαι…
Νείρομαι φως κι αγάλλομαι·
τι σου 'ναι η σκέψη

που θέλει αγάπη και κορμί
να 'χουν των νιάτων την ορμή,
για να σου γνέψει.

Και λέω, στης σκέψης τη ροπή,
μην είναι η σκέψη σου, ντροπή;
Ποιος θα πιστέψει

όσο επιδέξια κι αν χτιστεί…
Άμα η αγάπη, δεν χριστεί,
ανάξια κλείνει

κι ο λόγος 
· σμίλη που διψώ –
κορμί Αφροδίτης και λειψό:
Κάτι θα μείνει…


Το παράπονο


Ό,τι κι αν είχα, μάνα μου, το 'δωσα για μι’ αγάπη.
- Πήρε χρυσάφια κι αργυρά και κίνησε γι’ άλλου;
Δεν τα προικιά που μου 'δωσες κι ό,τι δικό που εκλάπη.
Δε με χαλάει, κι ας έμενε για μένα η κουρελού.

Φτάνει μονάχα δυστυχής μην η ψυχή μου μείνει.
Μην ξεγυμνώσει από χαρά και πίστη απαρνηθεί.
Μη δεν ελπίσει πια ζωή κι αναίσθητη μου γίνει.
Μη στο τραχύ κι απόκοσμο, του ερέβους πλανηθεί.

Μόν’ στα ριζά και στα χλωρά θε να 'τρεφε η ψυχή μου,
κει πάνω, μάνα, στ’ αψηλά που αγάπησα βουνά.
Άγρια να ξέβγαζα κραυγή να γιάνω την πληγή μου,
να στείλω την στην άβυσσο, που το θεριό πεινά.

Ένα στρατί για να 'παιρνα κι έναν ανθό για να 'βρω,
να βάλω τον στο στήθος μου για ν’ αποκοιμηθώ.
Για να μου γιάνει της ψυχής το κάθε τι και μαύρο.
Για ν’ αγαπήσω, μάνα μου, και για ν΄αγαπηθώ. 

Ό,τι κι αν είχα, μάνα μου, το πρόδωσε η αγάπη.
Η αγάπη εκείνου, που για με δεν ήταν, δυστυχώς.
Δεν τα προικιά, που μου 'δωσες. Δικό σου, δεν εκλάπη!
Είναι, για δεν μου χάρισε των αστεριών το φως.


Χαϊκού


Είπες πως θα 'ρθεις,
μα το γήρας έφτασε
πριν από σένα.


Η νύχτα που πέρασε,
πήρε μαζί της
το Έψιλον του Έρωτα.


Ήρθες σαν κλέφτης,
μα ξέχασες πίσω σου
να φύγεις.


Στο κατώφλι του μνήματος
μια ορτανσία.
Θα τη θαύμαζες;


Βρήκαν πάνω μου
δικό σου αποτύπωμα.
Ποια είσαι;


Διάβηκα το φως
για να σε συναντήσω
και σκοτίστηκα.


Στο τηλέφωνο:
Μ’ ορκίστηκες αγάπη
σε κομμένη γραμμή.


Δεν ήρθε…


Δεν ήρθε στ’ όνειρο και δεν κοιμάμαι.
Μήπως ναυάγησε μέσα σ’ αυτό;
Είχαν τα μάτια της στεριά, θυμάμαι.
Σ’ αυτήν ευχόμουνα πάντα να βγω.

Μετρώ στους χάρτες μου στεριές, μιαν άκρη.
Τ’ αστέρια λάθος μου που τα μετρώ.
Μήπως σπαράγματα βράχων και μάκρη
μου τήνε κρύψανε, στεριά μη δω;

Νύφη μη ντύθηκε, σαν τη σελήνη,
και στ’ αφροσκέπασμα δεν τη θωρώ;
Χλωμή από θάνατο, δεν θέλει εκείνη
τον ίδιο θάνατο, να νιώσω εγώ;

Γιατί τα μάτια της λάθος θυμάμαι;
Θάμπωσε τ’ όνειρο και τα ξεχνώ;
Ας ήταν στ’ όνειρο κοντά της να 'μαι 
κι ας βυθιζόμουνα μέσα σ’ αυτό.


Απουσίες


Και τότε, απλώθηκε σιωπή στο σπίτι. Στην κάμαρά μου
ως σιγοκλαίω, ακούω τα βήματά σου. 
Δεν σ’ αντικρίζω, παρά μόνο στα όνειρά μου, 
στα μαζεμένα σε μιαν άκρη πράγματά σου

και σε μιαν εικόνα, από καιρό ξεθωριασμένη,
δίχως χαρά κι αυτή, που περιμένει

τη μέρα, που θ’ απλωθεί σιωπή στο σπίτι, - μα για μένα,
ποιος θα βρεθεί να κλαίει στα βήματά μου…
Ποιος θα θυμάται τη μορφή. Στα στοιχειωμένα
τα σκονισμένα σε μιαν άκρη πράγματά μου

θα 'ναι μια εικόνα, από καιρό ξεθωριασμένη,
δίχως χαρά κι αυτή, θα περιμένει…


Κέρκυρα VIII


Α, να 'χες χείλη… να σ' τ’ αρπάξω μια, να σ' τα φιλήσω!
Α, να 'χες μάτια… να τα δω στο φως, το δειλινό.
Ρίγος με πιάνει, κι ύστερα κρατιέμαι μη δακρύσω.
Κόρη του νόστου – Κέρκυρα: Διψώ Σε! και πεινώ.


Παλαιοδρόμηση 


Θυμήθηκα, της Κέρκυρας κάποιο στενό δρομάκι
μ’ ένα πεζούλι χαμηλό, λουλουδιασμένο πάντα,
που μαζευόμασταν παιδιά τις Κυριακές για σκάκι,
ή σιντερόλες παίζαμε. Πριν φτάσει ακόμα η Fanta

καπάκια βρίσκαμε Μπιράλ, Φιξ, Φήμη, Κρυσταλία
και με σφεντόνες στέλναμε μακριά τα ντιχαλάκια. 
Τοίχου καρτέλες ρίχναμε τους παίκτες, με μανία
ή τα “κορίτσια μας” δειλά μας διάβαζαν στιχάκια.

Εγώ, πατίνι – ρουλεμάν και τσούρλι μπαγκιονέτα
κι ο Φώντας, – όλη του η σπουδή στο χέρι ένα ξυλίκι.
Βεζύρη και πεντόβολα, κρυφτό, και τα σονέτα 
σε φυσοκάλαμο φτιαχτό, δώρο από την Αλίκη.

Μήλα η Μαρίνα και κουτσό, η Ευτυχία, σκοινάκι.
Το Τάκα -Τάκα ο Δημητρός, – γύψο στο χέρι γιάστρα.
Μια Κυριακή, ξανά 'θελα… Κέρκυρα… και λιγάκι
τη φλογερομαντούρα μου, κάτω από κείνα τ’ άστρα…

(Α μπε μπα μπλόν, του κείθε μπλόν, α μπε μπα μπλόν
του κείθε μπλόν μπλήν μπλόν…)


Ουτοπία 


Θωρώ στην αχτή την απείραχτην άμμο της. 
Την πυκνόφυτη γη, με τις δύσβατες άσπες. 
Δεν χαρώ νυσταγμό τόσα χρόνια θωρώντας την 
κ' είν' ανώφελη πια μια στεριά που δεν φτάνω. 

Ας βυθίσω μεμιάς την πλανεύτρα την σκέψη μου. 
Στην αδιάβατη γη να βρεθώ της ψυχής μου, 
μέχρις ότου τ' άμορφα νέφη σκορπίσουνε 
και ξανά πάλι δω την μικρή της Κασσιόπη. 


Κέρκυρα XI

Στον Τζούλιο Καΐμη

Απόψε, ο νους ως σ΄ έψαχνε να βρει στο ματοκιάλι
σ’ είδε, κει που λιαζόσουνα στης μνήμης τ’ ακρογιάλι,
κι όπως, κόντευε δίπλα σου στα μπράτσα του να σφίξει,
απέκοψες! Κι αυτός για δεν μπορούσε να σ’ αγγίξει

ήβρε κλαρί και βέργισε τις θάλασσες του νου του,
για ν’ ανακράξει αντήχει σου το μένος του καιρού του.
Για να σε βρει στο πέλαγο, να σ’ ανταμώσει αγάλι,
να σ’ αγκαλιάσει, Κέρκυρα, στης μνήμης τ’ ακρογιάλι.

Ό, τι ποθούσε, η σκέψη του: Αμμόσκονη κι αλάτι!
Έφευγε κείνος κι άμπωνε τις κλειδωνιές η εμπάτη.



Κέρκυρα ΧΧΙ


Πώς το χλωρό, το ταπεινό τούτης της γης χορτάρι;
Πώς η ορθρινή του βράχου της, φανταστική μορφή;
Πώς η δροσιά του σύννεφου νοτίζει το θυμάρι
και χαίρει, του κυπαρισσιού η ευθυτενής κορφή;

Πώς το καθάριο, γάργαρο νερό μέσα στο ρέμα; 
Πώς τόσο υπέρλαμπρο το φως που φτάνει τ’ ουρανού;
Πώς οι ευανθοί της, θάλλοντας παρακινούν το βλέμμα 
και ξένοι κόσμοι, ως γιατρικό τους φέρουνε στο νου;

Πώς η θωριά των κάστρων της, στα παιδικά τα μάτια;
Πώς τούτη η φύση, διάπλαση του νου και της ψυχής;
Πώς τα καντούνια - λίθινα φαντάζουνε παλάτια
με νεραϊδόμορφες και νιους μιας άλλης εποχής;

Πώς τα νηφάλια βλέμματα, με ζέση και με αγιάζι; 
Πώς των ανθρώπων, ευγενής η συμπεριφορά;
Πώς του Αγίου το σκήνωμα τα πλήθη αναγαλλιάζει
και τη σεπτή προσμένουνε να δουν περιφορά; 

Πώς οι γκρεμνοί αυτοί και πώς τόσοι παράλιοι κόλποι;
Ποιος δώρισε, περιχαρείς τ’ άπλετο τούτο το φως!
Άνθρωπε συ, που αλλοτινοί σ’ έλκουνε ξένοι τόποι,
πες μου, τον τόπο που θωρείς, ποιος έφτιαξε και πώς…; 



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κέρκυρα ΧΧ


Κάτω από τ’ άστρα στέκεται τούτο της Γης το θάμα...
Μία ζωγραφιά που φτιάχτηκε για να σας ιστορεί.
Φέτος, πρόσμενε φίλους της για να χαρούν αντάμα,
για να τους δείξει, τ’ όνειρο πόσες στιγμές κρατεί.

Κέρκυρα: Γαλανόλευκη με μι’ άφραστη γαλήνη.
Αναδυόμενη απ’ το χθες φασματική μορφή. 
Χαρά! Χορός κι ενδείκνυται τις νύχτες με σελήνη
βόλτα στην πόλη, κι έπειτα στην καστρινή κορφή.

Στα εφηβικά τα μάτια σας είθε η χαρά ολημέρα.
Εδώ, οι στιγμές ανείπωτες και υπό το φως βληθεί.
Μνήμες που ο λόγος λάξευε κάθε της άκρη ως πέρα,
μπορεί να βρείτε, ανέγγιχτες στα δροσερά αβαθή. 

Ελάτε! Ίσως να φεύγατε μ’ ό,τι που σας ενώνει!
Φέτος, εδώ αγαπήθηκαν ο Πέδρο και η Μαρία.
Να 'χετε μόνο τ’ αυγινό το χρώμα, που φιλιώνει.
Κάθ’ όνειρο, σαν ζωγραφιά που φέρει μια ιστορία.



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κέρκυρα ΧVΙΙ


Κάθε φορά, στο αντάμωμα της,
μεθώ απ’ την τόσην ομορφιά της
τόσο, που ντρέπομαι να πω…
Σ’ άγνωστους τόπους μύριους πήγα
μα σαν αυτήν… μέτρια και λίγα.
Ίδια, δεν βρήκα ν’ αγαπώ.

Δειλός, μα πάλλεται η ψυχή μου!
Και σαν να σβεί η αναπνοή μου
νιώθω· το στήθος να πονά.
Γνωρίζοντας, το δίχως άλλο,
κείνο του πόθου μου το σάλο,
φροντίζει να το κυβερνά.

Τότε, θυμώνω και με κρίνω 
κι έτσι, χλωμός όπως το κρίνο,
με ασίγαστο αναφιλητό…
Με δίχως μπόι και δίχως σθένος,
καθώς πρωτόβγαλτος, παρθένος,
μεθώ στο παραμιλητό:

«Ωωω! κόρη – Κέρκυρα, γαρντένια!
Της σκέψης μου, παραμυθένια
με κήπους, μύρα κι ευανθούς!
Εσύ, της πλώρης μου Σειρήνα, 
γοργόνα στη δική καρίνα. 
Κοχύλι, απ’ τους ωκεανούς». 

Κι ύστερα, σαν να την αρνιέμαι
κάνω, πως τάχα εγώ ξεχνιέμαι·
στρέφω το βλέμμα μου, γι' αλλού.
Τότε, μου απλώνει τα δυο χέρια
και τόσα μου χαρίζει αστέρια,
όσα 'χει η άμμος, του γιαλού.



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Ανεκπλήρωτο


Με κατατρέχει ο χρόνος, 
για ν’ αποδώσω 
τ’ ακέραιο ποίημα
της αγάπης.

Ό,τι θυμάμαι απ’ το χθες
είσαι

στο χιόνι μια πατημασιά
που ο ήλιος ζήλεψε 
πριν προλάβει το σούρουπο
να περισώσει.

Κι εγώ…

Εγώ πέτρα τώρα χιλιόχρονη 
δίχως πια χέρια για ένα χάδι.

Δίχως πια σώμα πού ψυχή
για ν’ αποδώσω
τ’ ακέραιο ποίημα 
της αγάπης μας.


Το θέσφατον της ψυχής


Στη σπείρα της κλίμακος της ζωής, 
δύναται καμπυλώσει ο χρόνος
ώστε αθάνατοι:

Το όλον
της υπάρξεώς μας σύμπαν,
εστί ποίησις…


Ανθομαία


Στην χρονοταξιδιώτισσα  Κορυφώ του Δάμανθη

Ήταν σοφή, ήταν αγέραστη κι αθάνατη
και σ’ έναν άλλο κόσμο είπε πως πάει.
Πως σαν κομήτης, ταξιδεύει πέρ’ αδιάκοπα,
κι αέναα στην αρχή πάλι γυρνάει.

Είχε μιαν άπειρη ομορφιά κείνο το σώμα της,
που λαμπερό μας θύμιζε απ' αστέρα.
Σαν κυπαρίσσι, είχε ανάστημα περήφανο.
Των ταξιδιών, είχεν εκείνο τον αέρα.

Αργά, τα βράδια ολόγυρά της μαζευόμασταν
πανέμορφες ν’ ακούσουμε ιστορίες.
Για τ’ ανερμήνευτα, στιγμή δεν την αφήναμε,
τις παιδικές πάντα μας έλυνε απορίες.

Μόνο, θυμάμαι την ουσία των όσων έλεγε
και πως, όταν ματάρθει η Ανθομαία,
ανθόσπαρτος ο τόπος, κι όπως εύοσμος
η Γη, θα στέκει πι’ όμορφη απ’ ωραία.

Μια νύχτα, ως ήρθε ξαφνικά, με την πανσέληνο,
για μια στιγμή μας κοίταξε κι εχάθη.
Είναι φορές, οπού την βλέπω νύχτα στ’ άπειρο
να εξέρχεται, στου σύμπαντος τα βάθη.


Όψεως πέτρα


Στην αθέατη πλευρά
της μητρίδας των κόσμων 
αιφνίδια μπήκε, – τυχαία
κι έζησε τους σπαραγμούς 
μίας σαρκοβόρας πυράς μορφής
που παραμόνευε κυοφορώντας 
μέλλοντα συνωμοτικά 
συντελείας 
καταγόμενα του Θανάτου.

Σε σπήλαια των ηφαιστείων της
ρήγματα
και από τις οπές αυτών
αβυσσαλέοι στην όψη 
κλειδούχοι 
μ’ ονόματα λήθης
πρωτόφαντα 
και στο μέτωπο αυτών
αιματώδες τριγράμματο
χάραγμα σπείρας.

Από μίας ρωγμής εισήλθε 
παρακάμπτοντας 
την κοινή των διαστάσεων 
και βρέθηκε σε χώρο 
ακάθαρτο
που εκεί μιλούσαν
την πρωτόγλωσσα των ανθρώπων
βρίζοντας ακατάσχετα
τόσο
που δεν της επιτρέπεται 
παρά να σιωπήσει.

Σας λέγει μόνο τούτο:
"Ενοράσθαι και λογίζεσθαι!"


Ηθικά


Ο αγνώμων νους, δαίμων εστίν τε και δικαίως λογάται Κτήνος. 
Η αλήθεια δεν χειραγωγείται μηδέ αποκρύπτεται, 
πολλώ δε μάλλον η αγάπη. 


Εποχές


Με μελτέμι αυγουστιάτικο 
θα θυμάμαι που μου 'ταξες
όσα οι κόκκοι της άμμου:

Θα προσέχω, τα μάτια μου.

Κι όταν πια, φθινοπώριασε,
και το χέρι μου, ζήτησες,
με τα φύλλα που πέσανε
τι φωτιά τ’ Αϊ Γιάννη:

Του καπνού, δαχτυλίδι.

Κι όταν ήρθε, η άνοιξη, 
κι όλ’ η φύση στολίστηκε·
… τα μικρά χελιδόνια:
Μόνο η γλώσσα σου, ξόβεργα

τα θανάτωνε…

Κέρκυρα ΙΧ


Κέρκυρα: Άστρο τ’ ουρανού!
Του πέλαγου συ κόρη,
με το περίσσιο θώρι…

Μικρή αδερφή της άνοιξης,
που από τη γη σου, η μυγδαλιά
φύτρωσε, μες στη σιγαλιά
σε μία στιγμή κατάνυξης

κι ύστερα, σ' είδε ο ουρανός
κι έδωσε λάμπος στ’ άστρα,
μιαν αγριλιά στη γλάστρα.
Κι έδωσε, δείλι ως ο φανός

της πρωταυγής μι’ αχτίδα:
Θύσανος - φως του ν’ ακοντά
κι αυτός, να βλέπει από κοντά,
ως πού φωτά η ελπίδα

Κέρκυρα! εσύ της άνοιξης.
Του πέλαγου, συ κόρη,
με το περίσσιο θώρι…


Του νόστου


Τη στερνή φορά που σ’ είδα, δεν την έχω στο μυαλό μου:
Ήταν νύχτα ή χαραυγή;
Μήπως σύννεφα είχε γκρίζα, ή το κιάλι το καλό μου
απ’ αρμύρα είχε πληγεί;

Μήπως κύματα πελώρια σ’ έκρυβαν και δεν θωρούσε
η ματιά μου η κοφτερή;
Μην απόκαμε η σελήνη, και τ’ ωχρό της που σκορπούσε
άλλο δεν σε καρτερεί;

Μήπως κίνησες για τ’ άστρα και στ' αέναο πέρα βράδυ
μου φαντάζεις μακρινή;
Μήπως χάθηκες, και η μέρα ντύθηκε βαθύ σκοτάδι,
νύχτα μαύρη ως η θανή;

Γιατί, Κέρκυρα του νόστου, η ματιά μου δε σε φτάνει;
- Πόσο θέλω να φανείς!
(Φορτωμένο μ’ αναμνήσεις το καράβι, στο λιμάνι
δεν περίμενε κανείς…)


Σώματα


Σώματα, που δεχτήκατε την λεκτική της σμίλη,
που σας σχημάτισε καθώς με κόπο ευλαβικό,
έρχεστε τώρ’ αθόρυβα φιλώντας της τα χείλη,
φιλώντας της τα στήθη της με τρόπο ερωτικό

σώματα, που σας σκάλισε σε μιας νυχτιάς το νόστο,

που κουρασμένη απόκαμε με ανασασμό βαρύ,
έφηβοι, που ξαπλώσατε στης κλίνης της το πόστο,
δίχως ρωτώντας αν αυτό το σώμα της μπορεί

σώματα, νια κι απείθαρχα των γαμικών ονείρων,

που σας καμώθηκε χωρίς την καθ’ υπερβολή,
πάρετε λάδι, απ’ τ’ ακριβό των αμαράντων μύρων 
και σύρετε κει που διψούν τα νιόβγαλτα βολή

σώματα, νόες ακόρεστοι των φλογερών της πλέξεων
και των προκλήσεων, Λόγιοι ανελικτικοί.
Κάθε της στίχο πρόθυμα πλην των αγάμων λέξεων.
Των απολήξεων, η Ποίησις διεισδυτική.


Η συμβουλή…


Όταν για σένα, φτάσει αυτός που θέλεις ν’ αγαπήσεις,
που από παιδί περίμενες κείν’ η στιγμή να ρθεί,
πρέπει μαντήλι να κρατάς στα δάκρυα που θα χύσεις.
Η αγάπη δεν είν΄εύκολη, κι αν δεν σωστά παρθεί,

κάθε μι’ απόφαση, σκληρή για τη δική σου μοίρα,
ξέρεις, εκείνη που πολλούς ανθρώπους τυραννεί.
Γι’ αυτό, τη μέρα που θα ρθεί κάνε την καλομοίρα.
Στρώσε παρθενοκρέβατο, και η μοίρα όπου καλεί.

Ξάπλωσε δίπλα του, κι αυτός θα ρθεί να σ' αγκαλιάσει.
Να σου χαϊδέψει στοργικά τα μαύρα σου μαλλιά.
Μα μη ρωτήσεις πώς – γιατί κι αν θα σε προσπεράσει.
Μπορεί η σπουδή χωριάτικη κι από μυαλά παλιά.

Οπλίσου μόνο υπομονή και δώσε να πετύχει,
χωρίς ποτέ πού θα δοθείς λόγο κακό να πεις.
Ίσως καλύτερον να θες κι άλλος για σε να τύχει,
όμως, θα σου 'ναι δύσκολο, όσα που θες να βρεις.


Συνείδηση 


Κι αν ήρθε, για λίγο, μηδέ το θυμάμαι.
Ζυγώνει κι η νύχτα διψά να την πιεί.
Τη σκέψη στοιχειώνει μα δε που ματώνει.
Στη σκόνη του δρόμου τ’ αχνάρι της λιώνει.
Αυτή σαν αστέρι φωτάει να μου πει:

Αμνήμονας πρέπει που ξένο κοιμάσαι.
Στρεβλός είν’ ο κόσμος ή μήπως εσύ;
Το χέρι γνωρίζει τι πρέπει ν’ αγγίζει.
Αργά μες στον ύπνο δειλά ψιθυρίζει:
"Νυφιάτικο φέρεις και βέρα χρυσή".

Θα σ’ έχουν δεμένη με τ’ άλυτα μάγια.
Σε βλέπω υπνωμένη σε μαύρους καπνούς.
Σκιά δεν υπάρχει και πρέπει για να 'χει.
Το σώμα κοιτάζω στο φως αν υπάρχει.
Απάνω του βλέπω καιρούς σκοτεινούς.

Μια σπίθα πασχίζω φωτιά για ν’ ανάψω.
Τ’ ολόσπαρτο μέσα να κάψω του νου.
Ευαίσθητη θα 'μαι γι’ αυτό δεν κοιμάμαι.
Μου εφάνει πως ήρθε μα δεν που θυμάμαι.
Θα ζύγωσε πάλι με βήμα παιδιού.


Ανεπίδοτο


Μες στην αυγή και ξύπνησα μα δεν ήσουν στην κλίνη...
Τώρα που η άνοιξις ανθεί
πες μου, ποιος θέλει να πενθεί,
τον έρωτα, όπως φθίνει...

Βγήκα στους δρόμους να σε βρω κι ανάγυρα την κτίση.
Τώρα που οι σκέψεις – συμφορά,
ψάχνω να δω πού 'ναι η χαρά,
σε Ανατολή και Δύση.

Ευχή δική μου η άνοιξη λουλούδια να σε ραίνει.
Τώρα που η όξινη βροχή...
που έμεινε πια μια εποχή…
που ό,τι αγαπάς, πεθαίνει...

Τότε που σκέφτηκα να ζω μ' όσα η ζωή μου δίνει.
Κι έτσι… όπως σκότισε μεμιάς...
ήρθε η στιγμή της ερημιάς:
Σταυρός και κομποσκοίνι.

Στράφηκα – μάρτυς μου ο Θεός στη συμφορά μου τούτη.
Τώρα σε εικόνα του κελιού,
κάνω το σχέδιο του σταυρού:
Αυτά είναι μου τα πλούτη…



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Άλλως


Σαν να λιγόστεψαν, απόψε
τ' άστρα, τα σύμπαντα και η γης.
Σαν να λιγόστεψε και η φύση
στο αιθαλικό φως της αυγής.

Οι θάλασσες και τα ποτάμια.
Τα πορφυρά τα δειλινά
σαν να λιγόστεψαν, κι εκείνα
τ' απλά, τα καθημερινά.

Τα γιασεμιά, τ' άλικα ρόδα.
Το χρώμα εκείνο τ’ ουρανού.
Σαν όλα, κάπως ν’ απογίναν
βορά του κόσμου, τ’ αλλουνού.

Σάμπως η πίστη μας, να εχάθη.
Άλλως η κτίσις, να πενθεί
με δίχως μύρτα κι ανθομύρα·
Με ασφόδελους και νηπενθή.

Σαν να λιγόστεψε, η αγάπη...
Σαν να βυθίσαμε, μεμιάς...
Σαν να φροντίσαμε, οι ζωές μας
κι αυτές, βορά της ερημιάς…



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Χλωμός έρωτας 


Γυναίκα η Νύχτα και φορεί τα ενώτια σύθαμπά της
προσμένοντας για να παρθεί μες στις ερμιές του κόσμου
με τον χλωμό της έρωτα, που λένε Λυκαυγές.

Αλίμονό του αν δεν αυτό ταίρι τη νιώσει κι ούτε
μαύρο μαντήλι δεν κρατεί στο καλωσόρισμά της
καθώς εκείνη αδημονεί στην κλίνη της ομίχλης.

Τότε αρχινάει και του θρηνεί και σιγοκλαίει σαν βρέχει
με την ανάσα της βαριά σαν ουρλιαχτό του ανέμου
ξεσπάει σε κείνον με θυμό γυναίκας προδομένης.

Σκούρα Τσιγγάνα που μισεί χιμάει να το ξεκάνει
μα δε που σμίγει γιατί φως λιγόζωο την αγγίζει
τόσο, που χάμω κείτεται το σώμα και σφαδάζει.

«Ποια πλησμονή να νιώσω εγώ και ποια για σένα αγάπη;»
Το Λυκαυγές τη βλαστημάει και διώχνει την να φύγει
δείχνοντάς της την άβυσσο που ζει την κολασμένη.

Τότε του ορθώνει το κορμί και καταριέται σάμπως
όλα μαζί τα επίθετα να ξεχυθήκαν κι όλα
λόγια πρωτάκουστα καθώς στο τέλος μίας αγάπης.


Πορτραίτο


Τι δειλινά και τι αυγινά, τι θάλασσες κι αστέρια…
Αυτός ο κόσμος, έλεγες, δεν φτιάχτηκε για σε.
Η θάλασσα με τ’ αρμυρό σού τσάκισε τα χέρια.
Τώρα, η στεριά τα υπόλοιπα πήρε και χάλασε.

Τι για βουνά και ρεματιές, τι για πουλιά και δάση.
Τι για τους λόγγους έγραψες, τους κάμπους, τις ερμιές.
Τώρα, θαυμάζεις γέροντα του φεγγαριού τη χάση
και χαίρεσαι, γκρεμούς σαν δεις κι απότομες πλαγιές.

Πού ΄ναι του νόστου οι θάλασσες; πού πήγαν τα καράβια;
Πού 'ναι τα μύρα της καρδιάς και πού 'ναι της ψυχής;
Νέφτι και ξέβγαλε απ’ το νου στριδώνα και μοράβια.
Πάρε βαφτήρι και βαφή στο χρώμα της φυγής:

Δυο χέρια πέρνα τ’ ουρανού και κράτησε για να 'χεις.
Του στοχασμού το σύννεφο γκρίζο προς τ’ αλαφρύ.
Βάλε καράβια, θάλασσες, κι ό,τι δεν της αμάχης.
Βρες της ψυχής σου το παιδί και δείξ' του, να χαρεί...


O ποιητής

Κι όμως...

το πέρασμά του από τον κόσμο,
οσμή από μέντα κι από δυόσμο.
Ψυχή; Καθρέπτης!
Οι πράξεις, όλες του είχαν ρότα,
ανθόνερο έσταζαν - ιδρώτα.
Δεν ήταν ψεύτης.

Αν άνθρωπο, έβλεπε με πόνο,
σ' εκείνον έτρεχε, και μόνο
για να φροντίσει.
Κι αν έβρισκε, λάθος πυξίδα ...
πάλευε, την ψυχή - πλεξίδα,
για να 'βρει λύση.

Κι όμως,

τ' ανθρώπινο λίκνο, π' αλλάζει,
που 'καμε την ψυχή να μοιάζει
σε βάρος - χρήμα,
στενάχωρα έπεσε του ανθρώπου -
δείτε την όψη του προσώπου ...
κάτω απ' τη ρίμα.


©Γιώργος Ν. Μανέτας













Ποιήματα "Της στεριάς" ... 1990 - 1996)  

©Γιώργος Ν. Μανέτας



Ποιήματα "Της θάλασσας" 1977 - 1996
Ανθολόγιο Β'


Γαλάζιο


Δύο φινιστρίνια, στη καμπίνα που είχα, στρογγυλά,
που μοιάζανε πολλές φορές εμένα να κοιτάνε,
είχαν στεφάνια γύρω τους σαν στόμα που μιλά
με ύφος μάλλον στοργικό σα να παρακαλάνε.

Στους μήνες, που ταξίδευα μες στον γαλάζιο υγρότοπο,

- κι αφού ο ήλιος την πορεία του είχε πάρει -
τα ένιωθα να μου πετούν αχτίδες καταπρόσωπο
και να με προκαλούν με πονηριά και χάρη.

Άλλοτε πάλι, τα 'νιωθα να με συνωμοτούν,

να κλυδωνίζουν μόνα τους να στρέφονται σε μένα,
να μου ζητάνε εκστατικά να μάθουν να μιλούν
στις μοναξιάς τις ώρες μας, να πούμε περασμένα.

Δύο ματάκια γνώρισα, στο χρώμα του τοπάζιου.

Ίσως, τα πιο πραγματικά ζεστά κι αγαπημένα.
Μέσα τους, έβλεπα τον κόσμο του γαλάζιου,
και στην καρδιά μου, μείνανε βαθιά και ριζωμένα.


12 - 1977

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σαγκάη


Στον Παύλο Τσαλπαρασίδη

Παύλο,

σου γράφω από τα "σπίτια" στο ποτάμι
καθώς ψαρεύω, συντροφιά με μια Κινέζα.
Κρατά μακρύ μέσα στα χέρια της καλάμι
κι έχει δολώσει σκαρτσιμά τη μεσσηνέζα.

Εδώ, το ρύζι προσκυνάνε για καρπό τους
κι έχουνε γούστο τους τη μέντα και το κάρυ.
Φορούν στη βόλτα τ' ακριβά τα κιμονό τους,
και κάνουν βήματα κοφτά, ξέρεις, με χάρη ...

Στα πάρκα, θέλοντας να κάνουνε αστεία,
μας δείχνουν δράκους και προτάσσουνε τα στήθη!
Με τη φωτιά να συνεπάρει απ' την εστία
και τις σκιές να ζωντανεύουν απ' τα τείχη ...

Παύλο, σαν φύγω απ' τη Σαγκάη ένα πρωί
και θα 'χω αφήσει πίσω έκδηλα τη λύπη,
θα μοιάζει ο έρωτας να φεύγει την αυγή
καθώς θα βλέπω ανατολή· και θα μου λείπει ...

2 - 1978

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Έτσι ...


Έτσι, όπως θάμπωσε η σελήνη
με κείνο, το χλωμό - κίτρινο φως ...
Να 'ταν ο πόθος μου κρυφός,
μόνο για κείνη...;

Έτσι, όπως γνώρισα τ' αστέρια
και το γαλάζιο χρώμα τ' ουρανού...
Να 'ταν η ομίχλη του πρωινού,
η τόσο αιθέρια...;

Έτσι, όπως γνώρισα την πλάση -
και αυτή μου η πίκρα να γραφτεί...
Να 'ταν η κτίση να χαλάσει,
χωρίς αυτή...;

Έτσι, όπως στάλαζε η βροχούλα,
και σκέψεις έρχονταν στο νου...
Nα 'ταν η ανάποδη βαρκούλα,
κάποιου αλλουνού...;

Κι έτσι, όπως θάμπωνε η σελήνη,
με κείνο, το χλωμό - κίτρινο φως...
έγινε η Θάλασσα καημός...
Έτσ' είν' εκείνη!


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Άλμπα


- Δροσοσταλάζει ο άνεμος, και στης αυγής τ' αγιάζι
θάλλουν της θάλασσας μικρά, παράξενα λουλούδια ...
- Άκου τον γλάρο, ποιητή, και πες μου, γιατί κράζει
με τούτα τ' ακατάληπτα του μισεμού τραγούδια;

- Πούθε ανεμίζει ο γλάρος σου με γελαστή την όψη
και σκώπτης μοιάζει, καθώς λες, τραγούδια που πειράζουν;
- Στο ανάγερμα, κάθε φορά στου μαχαιριού την κόψη
μοιάζουν οι τύψεις, θα 'λεγα, σαν γλάροι που μου κράζουν.

- Θες να του ρίξω να πληγεί, να πέσει να χτυπήσει,
ν' αφροκοπά στα κύματα μήπως σ' αναγαλλιάσει;
- Πλερέζα στ' άρμπουρο φορώ κι έχω καιρό κινήσει
μια βυθοκόρο, ψάχνοντας βυθό, να μ' αγκαλιάσει!

- Τον πορτολάνο κράτησε γερά, στα δυο σου χέρια
και δώσε του μια μολυβιά, μετά κι όπου σ' αρέσει...
- Στον αστρολάβο ρύθμισα του ορίζοντα τ' αστέρια
κι αυτά που 'δαν τα μάτια μου... Θεός να συγχωρέσει...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Εξάντας 


Κακότροπος έχω καιρό σε απάνεμο ποδίσει
και τη παντιέρα σήκωσα, μεσίστια στο κατάρτι.
Μ' έχουν ξεχάσει ολότελα, και ποιος να με ζητήσει
όταν, κι αυτοί που γνώριζα, με σβήσανε απ' το χάρτη;

- Τι προδικάζεις; Στρέψετα πυξάρι τα κουπιά σου
και βέργισε τη θάλασσα, διαπόρι ν' ανταμώσεις!
Κι αν οι καιροί, τα πάλλευκα γυμνώσουνε πανιά σου,
από το κάσαρο, ίσαμε την πλώρη, να τ' απλώσεις!

- Θέλω πιαστώ απ' τα χάλκινα, του τρίποδου πισσέψη,
να βαφτιστώ και μέσα του, σκουριά να γίνω, θέλω!
- Το ανεμολόγι αγάπησες, και ποιος να σε πιστέψει
όταν τα γράμματα, καιρό, μου φτάνουν σε μπορντέλο;

- Το σκέφτομαι, μήνες πολλούς, προσάρτηση να γίνω
και δίπλα σας θε να βρεθώ με μια περπατησιά μου!
Μ' ανάθεμα τη θάλασσα, κι αν το νερό της πίνω
αίμα θα γίνει θάλασσα, να σπάσει την καρδιά μου.

- Αγάπα θάλασσες λοιπόν, παντρέψου τη Στριδώνα,
πιάσε βυθούς και, πρώτιστα, δούλεψε με τη στύση...
Διώξε λεχώνα την ξανθιά τη φίλη σου γοργόνα
και στείλε την στη μάνα σου, να την παρηγορήσει.

- Το καλντερίμι διάβαινα, το πέτρινο δρομάκι,
κι ανασκιρτούσα μέσα μου καθώς για να σε δω!...
(Ανασκευάζω σήμερα σα να 'μουνα παιδάκι,
όμως, ήμουν ανέργαστος, μικρός να συντηρώ!)

- Μόλησα την καλούμα σου, εδώ, απ' τ' ανηφόρι
και να σ' αδράξω θέλησα, παιδί που λαχταρώ.
Τη ρεντιγκότα φόρεσε, τ' όμορφο πανωφόρι,
κι αν σε κρατούν τα κύματα, κάτσε, όσο καιρό...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ναύδετο


- Καθώς θα λύνω κάθε κόμπο του σταυρού,
σ' ένα ποδόστημα θα γράψω σερενάδα
να σ' τη σκορπίσω στον αγέρα, με λιακάδα...
- Ψέματα λες, στην άκρη του γιαλού

μαΐστρος φύσηξε, και σ' άκουσα να λες:
"Ένα κοχύλι θα κρεμάσω στο λαιμό σου..."
Όμως, το ξέρω, είναι η θάλασσα καημός σου
κι εσύ βιγλάτορας· στα τείχη του βυθού

ήχο λεπτό, σου μινυρίζει ένα τραγούδι
ο παντοδότης Ποσειδώνας φύλακάς σου.
Βρήκε λιμάνι επά στο μέρος της καρδιάς σου...
- Έλα, της θάλασσας ανέγγιχτο λουλούδι,

πάνω στο κύμα, μ' ένα σέπαλο ας με φτάσεις
μεθυστικό, να με δροσίσει τ' άρωμά σου!
Νύχτα, στο γραίγο έχω βαφτίσει τ' όνομά σου
«Όρκη .. Σε ναύδετο προσμένω να περάσεις...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Θαλασσοκόρη


- Φέρνω νυχτέρι από παλιό Σαντορινιό
και μια μποτίλια μαυροδάφνη από την Κρήτη.
Μέσα σε πήλινο, αρχέγονο απ' τη Χιό,
που 'χε μεθύσει ο Ποσειδών την Αμφιτρίτη.

- Έλα!... Θα σου 'χω ένα τραπέζι προσφορές
κι από φουντάδο, ασημόφτιαχτο δικέλλι.
Τα δισκοπότηρα, μυθώδη απ' τις Αιγές,
που τα 'χε τάξει ο Μακεδόνας στη Νεφέλη.

Την υπνοφόρο μαυροδάφνη σου θ' ανοίξω
που την ανάσα, ξαναδίνει του πνιγμένου.
Και πλάι στο θρόνο του Θανάτου θα τη ρίξω,
τις Ερινύες να μεθώ του αδικημένου.

Και την αυγή, με τις καλόμορφες Νηρηίδες,
θα ταξιδέψουμε μαζί για την Αθήνα.
Καθώς θα φτάνουμε ανοιχτά στις Σκειρωνίδες,
απ' τα βαθιά θα ξαναδείς την Ελευσίνα.

- Μήνες φορτώνω απ' τον Ευφράτη κεχριμπάρι.
Τους πειρατές χτυπώ να φτάσω στη Μελίτη.
Για το Σιπάρ, μάλαμα φέρνω σε πιθάρι,
από ρεσάλτο στη Φοινίκη.

Θα γίνω κάτοικος και σχήμα αυτής της άμμου.
Σημίτης σκλάβος στην κοιλάδα της Νιπούρ,
για να 'βρω διάδημα σμαράγδι της Περγάμου
να σ' το φορέσω στην αρχαία στοά της Ουρ.

Σμίλη προβάρω να χαράξω τον γρανίτη.
Βραχογραφώ την Αμορίτικη μορφή σου.
Και μια βραδιά στο καπηλειό του Ελαμίτη,
μεθώ για πάντα με το νέκταρ της ψυχής σου.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ναϊάς


Έλα γοργόνα, Ναϊάς,
Νηρηίδα του Αιγαίου!…

Αχείμαντος θα καρτερώ
τ’ αχείλι να φιλήσω·
χαλίστρωτο, να περπατάς
στο λάμπος, μες στη λόχμη

θα σ' αγρικώ κατάνακρα,
θ’ αλαλαγώ στον βράχο.

Κι όταν τη ρήχη, θα διαβείς
πεζή πάνω στο κύμα,
θα σου συρίξω μια φορά,
κοντά να σε προπέμψουν

εφτά γοργόνες του βυθού·
σε μένα να σε δώσουν.

- Το αλόγημά σου, βιαστικό
να ρθώ μέσα στο Μάη…
Μ’ αυτό το γράμμα, ερωτικός -
περίχαρος λογιάζεις

πως έχεις πόθο, έγνοια του νου
μιαν απαρχή, που θα 'ρθει...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σθενώ


«Κυκλόφερνε η Σθενώ μέσα στη νύχτα
φιδογλιστρώντας στα νερά της καταιγίδας.
Την ξέκρινα στη λάμψη των κεριών
στο κύμα της υδάτινης παγίδας».
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...

Στραφτάλιζε βαρύ άρμα οχτάτροχο
στη ρούγα του βυθού για τα ταξίδια.
Στο ξάγναντο οι κοπέλες με τα γλύφανα
λαξεύανε του θρόνου τα πλουμίδια.

Συνόδευαν στο πλάι εφτά δελφίνισσες
με κάτασπρους ασφόδελους του πόνου.
Και σπάγανε με σάλαγο τα κύματα
μικρές θαλασσοκράτειρες του θρόνου.

Μνημόνευαν σοφούς πάνω στο δώμα της
που σύριζαν βαριά μες στο σκοτάδι.
Στο θάμπος των κεριών έμοιαζαν δαίμονες
που πέταγαν πηγαίνοντας στον Άδη.

Ανέβαζαν πνιγμένους όπου γνώρισαν
τον θάνατο, κρυμμένοι στην αγκάλη τους.
Νεράιδες των βυθών σκουτιά τους ντύνανε
καθώς η νύχτα σκέπαζε τα κάλλη τους.

Ομόθρονη στο εφτάπυλο τους δίκαζε
μαντάτορας, πιστή της Αμφιτρίτης.
Και πίσωθε ο Πρωτέας διαβολόσχημος
ν' αλλάζει, και να παίρνει τη μορφή της.

Παντόθες οδυρμός, μέσα στο δώμα της
συνάρχοντες, φρουροί, νεκρός που αγκομαχούσε.
Στο φλίισμα του ακρόβραχου με ζύγωσε,
και φώναξε η Σθενώ που αχολογούσε:

"Θα μοιάζω από συθέμελα στην Έριδα!
Σαν βράχος, που το κύμα μαστιγώνει.
Βαριά όμως κατάρα στέκει απάνω μου
που τώρα χίλια χρόνια με πληγώνει.

Αν σ' έκαμα να κλάψεις, για ό,τι αντίκρισες
ακούμπησε άμα θέλεις πάνωθέ μου.
Ο θάνατος κι αν χτύπησε αλάθητα
ανάλαφρη πνοή μοιάζει του ανέμου.

Πολύχρωμο χαλί σκέπει τα πέρατα!
Με πορφυρό ο ήλιος βάφει όλα τα νέφη.
Κι αποκοιμιέται - αν θες - ο πόνος μέσα μας
στους ράθυμους ρυθμούς τα μάτια στρέφει".


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Υδροδόκη


Χρώμα γαλάζιο
πασίχαρο στα μάτια μου,
Δεκαοχτώ χρονών.

Στα κύματα, νυμφεύτηκα
την έκταση ομορφιά σου.

Στις άκρες των χειλιών σου, συλλέγω
ρανίδες λάμπουσες,
κι ανάγλυφες βαθύχροες θαλασσόπετρες.

Θαυμαστικό σου τ' όνομα!
Να μου σκορπίζεις, κι εγώ
δοξαστικά να σε συλλέγω...

 - Όταν θα γίνεις
σκοτάδια σχήματα, καλόμορφε,
θα σε διακρίνω!
Γενάρη μήνα,
καθώς θα ντύνουν
σκουτιά τη σάρκα σου,
άρμη και ψύχος.

- Σε σχήματα,
ενάλιος γύρισα
να σ' αντικρίσω
στο λυκαυγές,
σε βράχο,
- Να σπάζει αφρός -
κι εσύ
γύρω του ασώματη
ν' ασθμαίνεις,
αιφνίδια,
λεύτερη.


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Αντιπαραθέσεις


- Με κρατούσες· και μ' έχασες σε μια μάχη του νόστου.
Οι καιροί δεν το θέλησαν να με δεις άλλο πια.
- Απ' τον Έρωτα κρύφτηκες πριν ξυπνήσει ο σκοπός του
και στοχεύσει τα βέλη του, στη δική σου καρδιά.

Μοιάζει κάποιος να σου 'κλεψε την αγάπη στο ζύγι.
- Η σκουριά που 'δα στ' όνειρο σε καδένα χρυσή.
- Απ' τη στάμπα που μου 'φτιαξες μείναν γλάροι πια λίγοι.
- Θα 'ν' η αγάπη που φτέρωσε σ' άλλο μπράτσο - νησί.

- Κάμα η γλώσσα σου δίκοπη, βλέπω το αίμα που στάζει.
- Κρεμασμένος μου φαίνεσαι σε κατάρτι ψιλό.
- Με σιμώσανε θάνατοι, δες, το σώμα μου αλλάζει.
Κοίταξέ με. - Τι σου 'φταιξα. - Άφησέ με. - Γελώ.

Μύρα οσμίζομαι κι έρωτα. Τι το σώμα σου, λούζεις;
- Δανεική ... Ποιος σε κράτησε στην απόψε αγκαλιά;
- Κάποιο χέρι σε χάιδεψε και παράταιρα σκούζεις.
- Ίδιο χέρι... (Μη νιώσει... στη σκληρή της καρδιά).


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Νίνα


Μία νυχτιά φθινοπώρου, στους κορμιού της την αύρα
ως αφέθηκες, είπε: "Πώς σ' αγάπησα, τόσο..."
Του κορμιού της το θαύμα που λικνίζονταν, όσο
το κοιτούσες στο τζάμι του κλειστού παραθύρου

σε συνέπαιρνε! Και είδες, τη φυκιάδα της κόμη
σαν πολύσπερμο δάσος, στου γκρεμνού της την πλάτη.
Και στο μπλε των ματιών της, στων ακτών τους την άκρη,
είδες μέσα καράβια ν' αρμενίζουν, τους πόντους.

Πόσες άγκυρες, ξέσυρες για να φτάσεις και πάλι
στερημένος, να πέσεις στη γλυκιάν αγκαλιά της.
Μα σε πείσμα, της μοίρας σου το κύμα, ζητούσε
το γαλάζιο μονόρουχο κάποιας θάλασσας άλλης ...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Απόπλους

Στην Andrelina de jesus


- Σέλωσε απόψε τ’ άτια μου
να πάμε στην Καλλίστη.
- Θάλασσες θέλω μάτια μου
να προσκυνώ με πίστη.

Στις άκρες να 'χει ο Βοθνικός
νεράιδες στ’ ακρογιάλι,
και ο ασκός Δωδωνικός
να ρέει στο περιγιάλι.

Πάνω σε ράχες δελφινιών
ολόταχες γοργόνες·
εφτά, ντυμένες των αφρών
κι αλάργα στους χειμώνες.

Ο αρματηλάτης Ποσειδών
να στέκεται σιμά μου,
και με το νέκταρ των νερών
να ευφραίνει την καρδιά μου.

- Με την ορμήνια της γοργόνας
γι' άλλα πελάγη κίνησε!
Γίνε καρπός της ανεμώνας
κι όλο τον κόσμο γύρισε.

Μ' ένα Σταυρό πάνω στο ξάρτι
κι άγκυρα στην καδένα του,
θαλασσινό χάραξε χάρτη
με τον λαμπρό πυθμένα του.

Κάτασπροι δίπλα σου οι γλάροι
τα πρωινά να τραγουδούν,
και τα μεσάνυχτα οι φάροι
με αναλαμπές να σε οδηγούν.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Άλλη δε θέλω


Άλλο δε θέλω, από να ζω μες στ' αφρισμένα της μαλλιά,
τα πότε αγριεμένα,
κι άλλοτε μέσα στα νερά που με γεμίζουνε χαρά,
τα ήρεμ' αφημένα.

Άλλη δε θέλησα, γιατί όσες κι αν έζησα πολύ,
αυτή μου εστάθη,
κι όπως με θέλησε κι αυτή, έτσι τη θέλησα, γιατί
δεν είχε λάθη.

Άλλη μπορούσα ν' αγαπώ, όμως αυτή σκέφτομ' εγώ,
αυτή και μόνο.
Αυτή μου γέμισε χαρά την πληγωμένη μου καρδιά,
αυτή στον πόνο.

Άλλη δεν ξέρω, όπως αυτή, κι άμα το θέλησε κι αυτή
πληγή να γίνει...
πριν προς στο θάνατο σπρωχτώ, θα θέλω να την αγαπώ,
όσο κι εκείνη.

Άλλο δε θέλω, από να πω: Πως όταν μέσα μου ποθώ,
να 'μαι κοντά της,
πόσο το θέλω να πονώ, γι αυτό και τήνε στιχουργώ,
ζώντας μακριά της...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Άλιος γέρων

Ας υποθέσουμε

Πως ο ήλιος εξώθησε, ή γκρεμίστηκε, πέρα!
- Τι μικροί θα φαινόμασταν των εκείνων στιγμών...
Των αστέρων που θα 'σβηνε, η πολύφωτη βέρα,
θα θρηνούσε στα δάχτυλα των λαμπρών ποιητών.

Πως η νύχτα ξεχάστηκε, πως λησμόνησε η μέρα.
Πως η φύσις αντέδρασε σε μια κάποια πληγή.
Πως οι κόρες γεννήθηκαν σε μιαν άκαρπη σφαίρα.
Πως τα δέντρα μαράθηκαν μες στην άνυδρη γη.

Ας υποθέσουμε

Πως τα σπίτια μας πέσανε, πως οι γιοι μας πεθάναν.
Πως αυτοί που γνωρίζαμε δεν υπάρχουνε πια.
Ίσως, κάποιοι, που θα 'μεναν, να ρωτούσαν: "Τι κάναν;
Δείξατε μας, της έπαρσης την παλιά τη γενιά".

Πως κι εκείνοι, πεθάνανε. Πως πρωτόζωα ξανάρθαν.
Πως ο ήλιος, λαμπρότερα θα σκορπούσε στη Γη.
Μα... τα μίση, τα πάθη μας, - φονικά που ματάρθαν -
έτσι, αέναα θα σκότιζαν πάλι αυτή τη ζωή...

Ας υποθέσουμε

Πως εσένα, που αγάπησα, να μη θέλουν να υπάρχεις.
Πως οι λέξεις πια στέρεψαν κι ίσως, ίσως κι εσύ.
Όμως, πάντοτε, Θάλασσα, την αγάπη μου θα 'χεις,
κι ως τους ύστερους στίχους μου, θα σε πλέχω χρυσή.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Χωρίς Γη


Με καράβι στοιχειωμένο ταξιδεύουμε και πάμε
μέσα σε άγνωστα πελάγη ξένου κόσμου αλαργινού,
με δυσδιάκριτη σημαία σ’ άλλα σύμπαντα περνάμε
αγναντεύοντας τ’ αστέρια κάποιου αλλοτινού ουρανού.

Διάσπαρτα νησιά και τόπους διερευνούμε στο σκοτάδι 
δίχως να γνωρίζουμε άλλο παρά η τύχη πού μας πάει,
κι όσο βέβαια θέλει ακόμη της ψυχής μας το ένθεο λάδι,
ζωντανούς για να μας έχει και να μας φεγγοβολάει. 

Πίσω η Γη σκούρα φαντάζει καθώς σβήστηκε για πάντα
κι ήταν η έπαρση του ανθρώπου που μας έφερε ως εδώ,
να γυρεύουμε άλλους τόπους το έτος δύο χιλιάδες τριάντα
δίχως μι' άνοιξη με τ’ άνθη που χαιρόμουν να μαδώ.

Δίχως θάλασσες και κάμπους και χωρίς πια την πατρίδα
θα 'ναι ανώφελο ταξίδι κι η χαρά μας λιγοστή,
δίχως συγγενείς κι αδέρφια πώς μη νιώσεις αν η ελπίδα
μέσα στις καρδιές δεν θέλει να τσακίσει σαν κλωστή.

Όλα μάταια μας φαντάζουν κι έτσι που ο καιρός περνάει
μόνη θύμηση και εικόνα, της ιαχής ο αλαλαγμός...
Δίχως ήλιο, δίχως τόπο, δίχως πού η χαρά σκορπάει:
Ευτυχής όποιος δεν είδε πώς της Γης ήρθ' ο χαμός.

..............................................................

Κι έτσι πια λίγοι και μόνοι σ’ έναν άγνωστο κινούμε
κόσμο, αταίριαστο στα μάτια τα δικά μας, θλιβερό,
και στο ατέρμονο ταξίδι βάρδια τ’ άπειρο ερευνούμε
λάμνοντας, μ’ ένα καράβι ρημαγμένο απ’ τον καιρό.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σελήνη


Ας κληρωθείς πού σκέφτεσαι, σελήνη.
Κλίνη ακριβή να γείρεις,
να μη ξοδεύεσαι
στις κουπαστές των αναχωρητών,
πειθαρχώντας στις μνήμες των…

Χαρτογραφώ σε, νύμφη αστρική
και χλωμή περιδίνηση.
Και πάσχω ευγνωμοσύνης
σε κάθε μου στόχαση.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σελήνη II


Σα νύφη κρινοστόλιστη και σαν αμυγδαλιά
μοιάζεις χλωμή σελήνη,
κι άλλοτε με γυμνόστηθη πανώρια κοπελιά,
που το κορμί της γδύνει.

Φαντάζεις έτσι ως σε θωρώ έν' ακριβό πετράδι,
καθώς σε δαχτυλίδι,
μακριά και γύρω από της Γης τ' απόμακρο σκοτάδι,
φανταχτερό στολίδι.

Έλα κι απώθησε σιμά τ’ αργυροκέντημά σου,
να καμωθώ στο φως σου,
να πάρω από το κέντημα κι από το κόσμημά σου,
να δω το πρόσωπό σου.

Ω, νύφη, ασημόφτιαχτη και ακριβοθωρούσα,
που 'θελα εγώ κοντά σου,
που 'θελα για να σε ντυθώ εγώ η μαυροφορούσα,
φορώντας τα πλεχτά σου.

Έλα μου, κύκνε αέναε των αργυρών ονείρων,
και γείρε στο κρεβάτι,
να σου γνωρίσω τ' άνθη μου κι απ' την οσμή των μύρων
τα κρίνα, την ελάτη!


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Της θάλασσας ΧΙ


Σαν ο νους που θυμάται και μι’ ανάμνηση κλείνει,
ο δικός μου, καράβι μ’ ουρανό και σελήνη.
Αρυτίδωτες θάλασσες φέρει μέσα· ποτές
τα γλαρόπουλα πάνω τους με φτερούγες κλειστές. 

Βασιλέματα – θαύματα που ο Θεός έχει χτίσει,
δεν θυμίζουνε διόλου ζωγραφιάς νεκρή φύση.
Του πρωινού κείνο τ' άστρο, που το λεν αυγινό,
δεν αφήνει τα χρώματα να ριφθούν στο κενό.

Ήλιος! κόλποι και βράχια και κει πάνω γοργόνες,
μελετούν με τ’ ανθόζωα – τις μικρές ανεμώνες. 
Φιλογέλωτας λέοντας με μια φώκια Monachus…
και τα φύκη χορεύοντας να χαϊδεύουν τους βράχους.

Έτσι, η σκέψη που θέλει και σ’ ανάμνηση λύνει,
ν αρχινά το ταξίδι πρέπει ως… τη σελήνη.
Έγνοια μόνη, να τα 'χει μέσα ο νους φυλαγμένα,
σαν κρυστάλλινα κάποιας συλλογής, προσεγμένα. 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Εν πλω 


Η αφροντυμένη θάλασσα, του νόστου η ερωμένη,
ήρθεν απόψε υπό το φως του φεγγαριού λουσμένη,
και στο δικό, ασυντρόφευτο μοναχικό κρεβάτι…
Ένοχο στάθηκε φιλί στα χείλη μου τ’ αλάτι.

Ρίγος στο νου μου, στην ψυχή και στο κορμί μου ρίγη,
ώσπου τ’ αχτένιστα μαλλιά της μάζεψε να φύγει.

Δίχως φωνή, ψιθύρισα: «Μόνον αυτό, θυμήσου… 
Εντός μου φέρω από τα χτες το τρυφερό φιλί σου».
Ύστερ’ αυτή βυθίστηκε στο πέλαγο κι εχάθη.
Απέμεινα, να την θωρώ που χάνονταν στα βάθη. 

Είν’ ο καημός μου, αβάσταγος! Του Έρωτα η παλάμη,
δόλωνε αγκίστρι κι έριχνε στους πόντους το καλάμι. 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ατλαντίς


Με την πλεύση μου θα 'θελα
ν' αντικρίσω σε, πόλη στην άρμη,
βαπτισμένη στα δάκρυα του αλμόλοιπου.

Να σε δω στων αφρών την αθάλη
ως ανθό των κοράλλινων κάμπων,
αγριλίδα στην ένυδρη φύση.

Στην ειρκτή μοναξιά των κυμάτων
των καημών νοσταλγός σου να γίνω,
στον απόμακρο αχό των Σειρήνων.

Στην απάνεμη αγκάλη των βράχων
Ατλαντίδα να ρθείς στο σκοτάδι,
με την πλεύση μου θα 'θελα!


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Οξυτέρα Εγγυτάτη

Στον Βαγγέλη Παπαθανασίου

- Ρέουσα κοινότητα παντοδύναμη,
μακρινή Ανδρομέδα προήλθες·
μυθική στην άβυσσο.

- Στην αιθρία,
κατοικώ την ξηρά κυματούσα,
ανωνύμων συρρέω ακρομόλων.

Σε κοιλάδα θολή, βυθισμένη
καρτερώ μυστικής αμμοδόκης.

- Παντοδότειρα!...
τους λαούς ν' αναθρέψεις,
στον αφρό της Μεσόγειος.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ορίζοντας


Διαβάτες σιωπηλοί μοιάζουν τα κύματα
Θολά φαντάσματα τα σύννεφα που φτάνουν
Πρόβαλε κι ο θόρυβος που κάνουν
Σειρήνες στο στρατί του μισεμού

Με σκέψεις που τις διάβρωσε η αρμύρα
Συχνά παραλληλίζουν πως η μοίρα
Τις στέλνει σ' αφιλόξενες πατρίδες
Ακοίμητες στα μάτια τις κοιτάζουν
Τα χείλη τους κινούν και τις προστάζουν
Σιωπή

Στους νυχτοφώτιστους φανούς
Σπουδή θα πάθουν και φοβέρα
Αλλιώτικη του ξίφους που αντικρίζεις
Κατάβαση αστραπής φτάνει μια μέρα
Κι εμείς

Σε τούτο το στρατί του μισεμού
Ταξίδι με το φως και τον αέρα
Τ' αμπάρια μας δοσμένα σε μια ρότα
Φορτώσανε τ' αστέρια τ' ουρανού
Σαν πρώτα


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αστρολάβος

Στον Νίκο Καββαδία

- Το ιστορικό σου το 'γραψες με το φελί του βράχου
και χάραξες με μι' άγκυρα βυθούς του ωκεανού.
Είχαν πληγές τα μέλη σου, πληγές λοξές του αμάχου,
που 'χει γνωρίσει θάλασσες κάτωθε τ' ουρανού.

- Το σκουλαρίκι χρύσωσα, μέλημα της θαφής μου.
Της εκκλησιάς τα σύμβολα κρέμασα στο λαιμό.
Στο ξέθωρο, κάπως λευκό της ναυτικής στολής μου,
φέρω ναυάγια, κι εύχροο πανσπερμικό βυθό.

- Είσαι το σφύριγμα χορδής στον μυθικό αέρα!
Ο γητευτής της θάλασσας βαθιά στις αποικίες.
Είσαι μια γέννηση διαρκής, στον ύφαλο και πέρα
ένας βυθός αντίθετος στις τυμπανοκρουσίες.

-Στοίχειωσα κάτου απ' τ' αστρικά, στο φως του σημαντήρα,
κι ως στιχουργός της θάλασσας αχός, μνήμες θα ραίνω.
Μακρόσυρτα λυπητερός ζυγώνω απ' την πορφύρα
και γλάρος μεσ' ακούγομαι, στα βάθη της να κρένω!...

- Στη γλωσσική σου έκφραση, μεθώ πολλά, και λάβω
το πρώτο της εικόνας σου, της ναυτικής σου γνώσης!
Έχω καιρό στα χέρια μου έναν μικρό αστρολάβο
και ψάχνω τον αστέρα σου, με φόβο, πριν της πτώσης ...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Tο καράβι ΙΙ


Στάσου, καράβι σιωπηλό που πας προς την αιθάλη,
που στη νυχτιά λογίζεσαι καράβι φθονερό,
να πάρεις ναύτη μεσιανό στην κόφα τη μεγάλη,
για το στερνό ταξίδι του κείνο το φοβερό.

Και δώσ' στο γέροντα σχοινί και δείξε του να πέσει
κι απ' το σκαρί σου, δέσε τον καλά, να κρατηθεί
να σύρεις απ' την άβυσσο ό,τι νεκρό σου δέσει,
να βρει κι αυτός κάπου να πάει για ν' αποκοιμηθεί.

Κι αν κοιμηθεί, δώσε χαρά στο γέροντα το ναύτη,
- γαληνεμένη του η ψυχή σε καθαρά νερά,
μα να 'ναι γύρω φωτεινά σαν φως φάρου που αναύτη,
να ξαποστάσει το κορμί εκεί που αστροβολά.

Και δώσε γύρω ζωντανά και να 'χει από τα μύδια,
και δώσε ψάρια του βυθού να βόσκουνε στην άμμο,
να του χαϊδεύουν τ’ αχαμνά τα κόκαλα στολίδια,
που τόσο πολύ πόθησε να βρίσκονται κει χάμω.

Και δώσε πέλαγο βαθύ κι όλα τα μήκη δώσ' του,
και να 'χει φύκη δροσερά μ’αχτένιστα μαλλιά,
και να 'ναι οι βράχοι σκελετοί, ρημάδια έτσι εμπρός του
για να μπορεί, τη θάλασσα να χαίρει όπως παλιά.

Στάσου, καράβι, για να δεις που ησυχασμό δεν έχει…
Βιάζεται! θέλει θάνατο σε χρόνο αληθινό.
Πήρε η ψυχή και τον μισεί, κι αυτός δεν την αντέχει.
Έλα και πάρε τον μαζί σε τόπο αλαργινό.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Λυκαυγή


Αρχαία κρυστάλλινα γύρω μας βλέμματα
φωτίζουν στο γκρίζο της άναστρης νύχτας
σκιές των βυθών λεκτικές σαν τον άνεμο,
με όψεις χλωμές στην διάφανη ομίχλη.

Κατόπιν βροχής της πανσέληνης άνοιξης
περνούν συνετά την αντίπλευρη όχθη
πλημμύρες μορφές, στων βυθών τα περάσματα
θρηνούν τις πληγές των ανάσκελων βράχων.

Σκορπίζουν στο κύμα διερχόμενοι απρόθυμα
εντός των αφρών της υδάτινης κλίνης,
ενάλια ντυμένοι - γυμνοί ταξιδεύοντας
αλάργα στη χαίτη ενός όστρακου γόνου.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αντιγνωμία Ι Ι


- Υγρός ανέκφραστος
Αιμόφυρτος θνησιγενής βυθός
Αργό το φως
Κι ο θάνατος στη μνήμη μου:
Κραυγή σε φυσαλίδες.

- Μαθήτεψα στο σώμα της, μικρός αφρόγλαρος
Ιόνιος λευκοσκότεινος σωρείτης
Φεγγαροδέσμη της νυκτός
Χαλκός αφρός
Κέλυφος· πότε νυκτικό.
Κλαδί από κρίταμο.

- Δυσδιάκριτα διαρρέει στο αίμα σου,
Βοριάς φονικός,
Υγρός ναυσιπλόος θάνατος.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Νηρηίς


Στάθηκα λίγο ν' αγναντέψω από τα πέλαγα.
Είδα μια πόλη, ξακουστή για χίλια χρόνια!
Στις πολεμίστρες κι απ' τα τείχη τα αιώνια,
με χαιρετούσαν οι γενναίοι, και τους γέλαγα!

Είδα καράβια, με τελώνια και αυθέντες.
Όσους κουρσάρους που ποθούσαν τ' αψηλά της.
Τριγυρινά, και στ' άλλα πέρατα κουβέντες
άκουγα μόνο, στ' όνομά της!...

Είδα κοντά της ηγεμόνες, πλάι στα κύματα.
Τη συνοδιά των διαλεχτών απ' τα Βυζάντια.
Είδα σπιγούνους, να τη σπρώχνουν τ' αποστήματα
στο μισεμό, και στη κατάντια...

Είδα της Δύσης άνεμο, τα στοιχειωμένα ζάρια...
Τον Ποσειδώνα, που 'βγαλε βούκινο στο κοχύλι.
Είδα και τα νησόσπαρτα στα τοξωτά της χείλη,
τους πειρατές, που φόρτωναν πραμάτεια της στ' αμπάρια...

Κων/πολη 1985

- Ήθελα να 'χα μια ρακή, να μέθαγα τις τύψεις
ν' ανέβω από τον Εύξεινο στη στράτα να με βρεις!
Μα πρώτα πες μου, τη χαρά και πώς θα τηνε κρύψεις
όταν την άμπωτη έρχομαι, ξανά για να με δεις;

- Πήγα μακράν και κρύφτηκα, στη χιώτικη τη ράχη
και καθώς ξέρεις, έφτασα, στης Σμύρνης τ' ανοιχτά...
Αν με ρωτάς ποιον μούτισαν κοντά στο καταράχι,
δεν με λυγάει Κομιτατζής, στο θάνατο μπροστά.

- Ώστε στην πόλη ανέβηκες, του πλοίου τη σκάλα πάνω
και πολεμώντας γύρισες στου Πόντου τις σπηλιές;
- Έχω στα μάτια δυο στεριές, μα δεν τις φτάνω.
Μοιάζουν του Αιγαίου θάλασσες κι ακρογιαλιές.

Κων/πολη 1990

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σάντα Μαρία


Στο μακρύ ταξίδι των βροχών
τις Αντίλας πέρασαν οι γλάροι.
Απ' το Πάλος σώπασαν οι φάροι
μήνες τώρα· πέρα των ακτών

να μας σέρνει πρύμα ο καιρός
δυτικά με απόκλιση δυο κάρτες.
Παλλινώριο πήραμε τους χάρτες
και ξοπίσω ανάμνηση ο αφρός.

Ο Μουσώνας μόνος αρμοστής
μάρτυρας το κύμα να οδηγάει.
Αληγείς ανέμους να σκορπάει,
τους βυθούς να παίζει ο αλχημιστής.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σύμβολο


Όταν την πρωτοστόλιζαν, τα μάρμαρά της πάνω
τα σμίλευαν θαλασσουργοί, φάντες, μικροί τεχνίτες
σε πλοία· γοργόνες λαξευτές σκυφτές στον πορτολάνο,
κάμναν σπουδές βαλλιστικής χτυπώντας τους κομήτες.

Την καλοχρόνιζαν πολλά κι οι χρυσολάτρες άντρες,
και την κερνούσαν, κι έπινε κρασί μαγαρισμένο.
Στο κομπολόι μετρούσανε κεχριμπαρένιες χάντρες,
κι έστεκε τέσσερις καιρούς μ' όνομα ξεχασμένο...

Την εστεμμένη θέλησα κοντά για να τη φτάσω
και προσδοκώντας να σταθώ μπροστά στους μυροφόρους,
για την μερσίνη των θεών κι εφέτος θα γιορτάσω
με μισαλλόδοξο λαό κι ασκούντες μισθοφόρους.

Το σμαραγδένιο δίπετρο μακρύ, λαμποκοπάει
και προς το λόφο του Αρδηττού μοιάζει να ταξιδεύει.
Σ' ένα καμβά κάποια μικρή την Αθηνά κεντάει
και το ρουμάνι του Υμηττού στα χέρια της θωπεύει.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ναυτίλος


- Κίνησα πάλι από νωρίς, να ρθώ να σου μιλήσω
για κείνα τα μεσόδρομα σινάφικα καράβια...
- Φύσηξε μεσοβέζικο, και πώς να σου μηνύσω
που τα 'χω απίκου κρεμαστά, βαφτήρια, και μοράβια;

- Αυτή σου η έκφραση... Λοιπόν, τρόπους δε σου 'χουν μάθει;
- Οχτώ βυζάχτρες χταποδιού στα πόδια μου πλεγμένα...
- Ερασμική, που του 'μαθες τη γλώσσα του με λάθη...
- Κάθε ριξιά κι ανάσανε, διπλά, πριν από μένα.

Θωρώ κι αυτήν, που γελαστή δήθεν κρατά τη νύστα.
Σαν κεραστής την Έμπουσα γελώ, για λίγη σάρκα...
- Εδώ, στο νυχτοπάλεμα, σε ψάχναμε στη λίστα...
- Ξανάρθω από τα κύματα, παλεύοντας μια βάρκα!

Ας μείνω... - Αμεταγύριστος, για του βυθού το χρώμα!
Για το ψηφί που 'χει φθαρεί στην υφαλοταινία.
Κι άπλευστος όπως ξέμαθες, αντίπραξε το σώμα
κακόσιτος του χορταριού, σε πείσμα και μανία.

Ο νυχτομπάτης δρόσισε, η αύρα της θαλάσσης.
Άστρα μικρά μαγευτικά στα χέρια σου πλασμένα.
Πες μου, αν θέλεις, γάτη μου, ποιος τα 'θελε να φτιάσει·
τα μέλη, πες μου, μέσα του, δεν ήταν κουρασμένα;


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Δεν ήρθε...


Δεν ήρθε στ' όνειρο και δεν κοιμάμαι.
Μήπως ναυάγησε μέσα σ' αυτό;
Είχαν τα μάτια της στεριά, θυμάμαι.
Σ' αυτήν ευχόμουνα πάντα να βγω.

Μετρώ στους χάρτες μου στεριές, μιαν άκρη.
Τ' αστέρια λάθος μου που τα μετρώ.
Μήπως σπαράγματα βράχων και μάκρη
μου τήνε κρύψανε, στεριά μη δω;

Νύφη μη ντύθηκε, σαν τη σελήνη
και στ' αφροσκέπασμα δεν τη θωρώ;
Χλωμή από θάνατο, δεν θέλει εκείνη
τον ίδιο θάνατο, να νιώσω εγώ;

Γιατί τα μάτια της λάθος θυμάμαι;
Θάμπωσε τ' όνειρο και τα ξεχνώ;
Ας ήταν στ' όνειρο κοντά της να 'μαι
κι ας βυθιζόμουνα μέσα σ' αυτό.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Πού να 'σαι, τώρα...


Μην είσαι δίπλα μου, σε απόσταση μικρή;
Κάποιο λουλούδι με τα πέταλα κλειστά;
Έρημος που 'γινε μια θάλασσ' ανοιχτή;
Μην είσαι ο γλάρος, που μιλά ψιθυριστά;

Μήπως σταυρός, σε μια καδένα μου χρυσή;
Ένα παράθυρο με θάλασσα μπροστά;
Ουράνιο τόξο σ' ένα πέλαγο βαθύ;
Μες στο ποτήρι μου, μην είσαι αντικριστά;

Τι να 'σαι, τώρα...

Μήπως... τη νύχτα έχεις ντυθεί περιβολή;
Μήπως σελήνη με τα φώτα σου σβηστά;
Μήπως ο γλάρος που 'χει πέρα βυθιστεί;
Μήπως βυθός σε καταγάλανα νερά;

Τι να 'σαι τώρα ...

Σκόνη μην έφτασες και μου 'δωσες φιλί;
Μην περιστέρι, με κατάλευκα φτερά;
Μην ήρθες δάκρυ που το ζήλεψε πηγή;
Άγνωστη γλώσσα που γνωρίζει προσφυγιά;

Τι να 'σαι τώρα...

Καράβι που 'ρθε κάποια νύχτα με βροχή...;
Φύλλο μην ήρθες, χτυπημένο απ' το Βοριά;
Δρόμος που πάτησα την άσπρη του γραμμή;
Μήπως δυστύχησες και τώρα είσαι βαριά;

Τι να 'σαι τώρα...

Που 'ταν για μένα η θύμησή σου προτροπή.
Μην είσαι ανάμνηση μαζί και λησμονιά;
Μήπως, παράδεισος, που εκεί δεν είχα μπει;
Μια οπτασία, στον ορίζοντα μακριά;

Πού να 'σαι τώρα...

Mες στον καθρέφτη που σε βρίσκω πάντα εκεί...
(Μην είμαι εικόνα της, κι αυτή δεν είν' αυτά...;
Μήπως... η θύμηση... μην είναι υποτροπή;
Μήπως αρρώστησα κι εγώ είμαι βαριά;

Μη στον παράδεισο, δεν είναι... κι είμ' εκεί;
Μήπως... τ' αντίθετα συμβαίνουν κι είμ' αυτά;
Σκόνη μην έγινα στα χείλη της φιλί;
Μην είμαι η νύχτα κι ο σταυρός, εδώ, μπροστά...;)


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Του ονείρου

Της Πηνελόπης 

Γιατί στου ονείρου το σκοτάδι
καντήλι, φλόγα είδα και λάδι;
Τι συμφορά...

Φορούσα μαύρο - λέει - μαντήλι
και φτέρωναν απ' το καντήλι,
μαύρα πουλιά.

Είδα και μνήμα, θρήνο απάνω
κι αυτόν που αγάπησα, να χάνω
παντοτινά.

Όνειρο πια να μην το κάμει,
να τρέχουν δάκρυα σαν ποτάμι,
αληθινά.

Σε αυτό το δάκρυ - κύμα πάνω,
ένιωσ' απόψε σαν να χάνω,
κάθε χαρά.

Γι' αυτό, όσο να 'ρθει, θα προσμένω
και στο στημόνι θα του υφαίνω,
μύρια φιλιά!


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Α, να 'χα...


Α, να 'χα των ψαριών την τύχη,
- να 'μαι τσιπούρα, όσο μια πήχη,
να ξημερώνω εκεί στα βότσαλα,
στων ύφαλων τ' αφρότσαλα.

Μες στα κοράλλια και στα φύκη!
Στα παγωμένα κι άγρια μήκη
να βλέπω εγώ τα λάθη της...
των βυθισμών τα πάθη της.

Να ταξιδεύω στων κυμάτων
τη μοναξιά· και στων ρευμάτων
τη χάρη, εγώ να δίνομαι,
στο ρεμβασμό ν' αφήνομαι.

Α, μέσα να 'μουν, στα πελάγη,
κι ας θέλει το θεριό ν' αρπάγει.
Κι όσοι έχουνε τα χρήματα...
άει του διαβόλου, θύματα!


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Γιατί...


Άκου...! παράξενα δεν κλαίει το κύμα;
Δεν μοιάζει ανθρώπινη πόνου κραυγή;
Μήπως ο Θάνατος δεν βρήκε κρίμα
και κάτι σήμανε για μας η αυγή;

Εκείνος ο άνεμος, δεν λέει να πάψει!
Δεν έχει η θάλασσα σιωπή, γιατί;
Γιατί το σύννεφο δεν λέει ν' αστράψει;
Θέλει λιγότερο να 'ναι βατή...;

Μήπως λιγόστεψε; - Απ' τις χαρές της;
- Μήπως την "έδεσαν" σε μιαν αχτή;
- Θα ξημερώθηκε στους εραστές της,
κι αυτούς που πλάγιασαν νεκροί σ' αυτή!

Σωροί δε γίναμε στις αγκαλιές της;
Tα οστά μας ξάσπρισαν και λες: "Γιατί;
- Για δες..! ολάνοιχτες είν' οι πληγές της!
Οσμή εγκατάλειψης, θρήνος! Γιατί...;


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Πίντα


Κάνε το ξύλο ασίγαστη φωτιά
και δώσ' μου τέχνη, σίδερο στ' αμόνι,
για να σου χτίσω απόψε με νοτιά
ένα καράβι, θάλασσες να οργώνει...

Για να βρεθούμε! πέρ' απ' τις στεριές
να βγάζουμε στους χάρτες τις πορείες·
και στα ταξίδια να 'χεις να μου λες
παλιές σου αγαπημένες ιστορίες.

Για τον Βερίγγειο, μέχρι τα Φουρνώ,
το Πορτ Ελίζαμπεθ, το Σάντος και το Ντίσκο.
Από τα μπαρ του Χιούστον να περνώ
και πάντα μεθυσμένο να σε βρίσκω.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ελεγεία


Ξέρω κάτι καράβια που δε λύσανε
και κάποια, που ποτέ δεν είχαν δέσει·
που γυναικών τα μάτια δε δακρύσανε,
γιατί σε μόλο αυτά δεν είχαν πέσει.

Ξέρω κάτι καράβια που δε βρέθηκαν,
που χάθηκαν, στου χάους την ειμαρμένη·
που οι ναύτες, καρτερώντας πια βαρέθηκαν,
μη βλέποντας γνωστό, να περιμένει.

Ξέρω κάτι καράβια, που αρμενίσανε
στα πέλαγα, με αμπάρια φορτωμένα,
που ανθρώπου μάτι αυτά δεν αντικρίσανε,
γιατί 'ταν μυστικά λαθροφτιαγμένα.

Ξέρω κάτι καράβια, πια περήφανα,
που τα 'κοψαν του σίδηρου οι διατόμοι,
και κάποια, που τα σμίλεψαν με γλύφανα·
που μοιάζανε διαμάντια, - κι είν' ακόμη.

Ξέρω κάτι καράβια - σαν και μένανε -
που από τα χρόνια σκούριασαν και γείραν.
Φαντάσματα καράβια, που προσμένανε
το ναύλο· και ραπόρτο που δεν πήραν...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Βηρυτός


- Στέκεις στη πίντα της ακτής
πάνω σε κάβο που τεζάρει.
- Στη Δαμασκό θε να με βρεις
ή στης Σιδώνας το παζάρι.

Έχω τον πόλεμο, πατρίδα!
Έχεις ανάγκη να σ' το πω;
- Μα... στην ομίχλη που σε είδα...
- Δεν σ' έχω εχθρό μου, σ' αγαπώ!

- Εδώ... γιατί δε σκοτεινιάζει;
- Είν' το φανάρι, της ντροπής!
Σε μένα θάνατος ταιριάζει
κι όπου ησυχία της θαφής.

Με το μπαρούτι κοινωνάμε...
- Φτιάχνουν θρησκεία στ' όνομά του;
- Έχουν το χρήμα, δεν κοιτάνε
την αγωνία του θανάτου.

- Και τη σημαία, πότε τη χάλασες;
Μέσα στη δίνη του πολέμου;
- Στάζουν τα μάτια μου δυο θάλασσες,
σε κάθε φύσημα του ανέμου.


©Γιώργος Ν. Μανέτας












.
Kέρκυρα ΧΙΙΙ


Βράχος είμαι, και στέκομαι κι έχω γιγάντινη όψη
κι ήρθαν φορές που βρήκανε κι ακούμπησαν οι οχτροί μου
στο γρανιτένιο μου κορμί, το χιλιολαβωμένο.

Είμαι και σχήματα πολλών και λείψανα κοράλλια
και μέλη έχω στα μέλη μου τα έμβρυα της θαλάσσης
μα... θύμωσα ως αντίκρισα ακρόπρωρα φρικώδη,
κορμπίτες και κωπήλατες εμβολοφόρες Τριήρεις.

Βυζαντινούς· βαρδιάτορες αντίκρισα στη βίγλα
και στο σταντάρδο Αγαρηνών πειρατική παντιέρα.
Τους σκλάβους μες στα κάτεργα τους αλυσοδεμένους,
κι όσους τους διέταζαν σκληρά, μανούβρες και ρεμέτζα.

Απόψε, άνεμος χάιδευε τα σχήματά μου μέλη
κι ήρθαν ξανά και φτάσανε κι ακούμπησαν οι οχτροί μου
στο γρανιτένιο μου κορμί, το χιλιολαβωμένο
το σύγχρονο, που το κοσμούν δίκροτα και φουσάτα...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σαν ταξιδέψεις...


Σαν ταξιδέψεις, πάντα
μετρώντας τον εξάντα,
να σεργιανίζεις πέρα
με γαλανή παντιέρα.

Βέντο με γρύλο τριόπα
στη βαρδαφόγο σ' το 'πα
ματσόλα και καβίλια
για χίλια μίλια
με φίλο σου κι οχτρό σου
τον διπαράλληλό σου.

Κάβο μανίλα τριέμπολο
με πλέξιμο δεξίστροφο.
Τρισίλιο και παρέμβολο·
κορδόνι δίστροφο!


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Καράβια


Πάνε δυο χρόνια που 'γειρε στο μόλο το καράβι.
Με δίχως μπάρκο απόκαμε το ναύλο να προσμένει.
Στις δέστρες πάνω σάπισαν οι τέσσερις του κάβοι.
Τ' ακούω φορές στα σκοτεινά, που κράζει ως να πεθαίνει.

Απ' όταν κόπηκε, με δυο μοιάζει νησιά πελώρια.
Τους ξαπλωμένους γίγαντες παραμυθιού θυμίζουν.
Το 'να κομμάτι στέκει εδώ και τ' άλλο πέρα, χώρια.
Ως τ' αντικρίζω, θλίβομαι, τα μάτια μου δακρύζουν.

Έτσι όπως χάσκει, σκέφτομαι κοιτώντας τις καμπίνες,
πόση χαρά να δέχτηκε και πόση στενοχώρια.
Ποια φρίκη να δοκίμασαν και τρόμο οι λαμαρίνες,
όταν ψηλά σκαρφάλωναν τελώνια και μποφόρια.

………………………………….

Απόψε, οι μακελάρηδες του μέταλλου τεχνίτες,
το σπάν και το τσακίζουνε και του χαλνούν τη σάρκα!
Απόμερα, κλαίνε γοερά δυο ναύτες νυκταλήτες
γέροι, που εκεί ονειρεύτηκαν τα πρώτα τους τα μπάρκα.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σκούρο 


Είναι κάποιες φορές, που απ’ τη γέφυρα πάνω,
καθώς πέφτει το φως και οι σκιές παρατάσσουν, 
ζοφερές κάποιες βλέπω που μετέπειτα χάνω.
Που μετέπειτα βλέπω και το νου μου ταράσσουν.

Κι άλλες, πάλι, φορές, βλέπω κάποια γαλέρα 
δίχως πάνω της ξάρτια και χωρίς τ’ άρμενα της,
σιγαλά να διασχίζει την αλλόκοτη εσπέρα.
Σιγαλά να βυθίζει στ’ αδηφάγα νερά της.

Κι απ’ τη θάλασσα εκείνη, να ξεχύνουν θηρία
σαν οι εν λόγω σκιές - κείνες που 'χα σιμά μου,
να διατάσσουν βροτούς ν' ανοιχτούν τα βιβλία.
Να διατάσσουν να δουν μήπως βρουν τ’ όνομά μου.

Κ’ είναι κάποιες φορές που, στη γέφυρα πάνω,
καθώς χάνεται η νύχτα και το φως ανατέλλει,
ασυναίσθητα, νιώθω, το σταυρό μου να κάνω.
Ασυναίσθητα, νιώθω, το Κακό ν' αναστέλλει…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Τάο Τε


Φορτίο το ρύζι πήραμε με στάμπα του Μακάο
και στο καράβι επέβαιναν Κινέζοι λαϊκοί.
Απ' το Γιεντάι περάσαμε στις πόστες του Ρουγκάο,
και βάλαμε την πλώρη μας ξανά για Σινική.

Τη Σιγκαπούρη φτάσαμε, τη Βόρνεο, τη Σουμάτρα
και στη Τζακάρτα γνώρισα την πρώτη του Μπαλί.
Την ομορφιά της έφταναν, του Σάντος η Μουλάτρα
και η Ρενέ απ’ την Τουλόν, που μ' έμαθε φιλί!

Πόντο το πόντο μπήκαμε στον κόλπο της Βεγγάλης
και πέρασα με πράτιγο, σε μπάρα του Μαδράς.
Ποντοπορώ κυρίαρχος μιας θάλασσας μεγάλης –
κι αν θέλησες καινότροπα γοργό να μ' αγαπάς,

από το Ντέρμπαν κόπιασε, σε σπίτι του Λεσότο,
στο Κάτεντρακ, τη Βία Πρε, στην Πράσα Μαουά.
- Στον Ινδικό μετοίκισες; - Αν μου σταλεί ραπόρτο,
στείλ' τε μου με τη βίζιτα και τα Πεκινουά…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Diego Morales


Ο Diego, από τη Σάντα Φε,
που 'χε πολλά γνωρίσει,
κάποια νυχτιά, μες στο χασίς
οπού 'χε αυτός βυθίσει,

μας μίλησε για του καπνού
το πνεύμα, στην αιθάλη,
και πώς αυτό, που λαχταρά
φέρνει χαρά μεγάλη.

Αυτός ο φίλος, o πιστός,
ο πιο πολύ δικός του,
πάντα σαν φίλος φέρονταν
και φρόντιζε τα εντός του.

Κι όταν, η μοίρα θέλησε
στερνά να το καπνίσει,
το πνεύμα εκείνο, του καπνού
πήγε να συναντήσει.

Το πνεύμα αυτό, το αιθαλικό,
έλυσε κάβους βράδυ,
και με τον Diego, στο Garonne
βύθισε προς στον Άδη.

Sao Paulo 1979

Απόψε, αναθυμήθηκα
και ξαναγράφω πάλι ...
Για την ανάμνησή μου αυτή,
νιώθω μια κάποια ζάλη.

Ήτανε ψεύτης ή σοφός;
Τρελός; με δόλια γλώσσα;
Άλλης νυχτιάς το ξάφνιασμα
δεν θα υπόσχετο, όσα

εμείς, με δέος εζήσαμε,
ανυποψίαστοι, πλάνοι...
Κι ακόμη τώρα που ιστορώ
με τούτη τη μελάνι

αναριγώ, θυμούμενος!
Τρελός ή μάγκας, τύπος;
Στο μέσα μας, βαθιά, θαρρώ,
δεν είμαστε όλα... μήπως...;

Αθήνα 1997

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Μάλκο


Στον Ιάσονα Σταυράκη

Έχει για σπίτι μία σπηλιά,
κι άλλoτε μια καμπίνα.
Στ' αλαργινά ακρογιάλια του
σύφιλες, καραντίνα.

Έχει για γούστο τα prive
του Παναμά μοντέλα.
Κεντήματα βλεννόρροιας
σε ξακουστά μπορντέλα.

Τραβά την Κόκα, το LSD
σε τρίφυλλο χασίσι,
κι όποιος κοτάει να παραβγεί
να ρθεί να του μιλήσει.

Άει να δούμε, θα μπορούν
περήφανου τα μπράτσα;
Πώς να κατέχει ο άμοιρος
πως είναι από την πιάτσα.

Ξέρω, τον βλέπεις διαβαστή
τελώνιο της θαλάσσης.
Σαν του λασκάρει ο κάβος του
πούθε να τον γελάσεις!

Θα λες: Του πρέπει μια θηλιά
και μαχαιριά στην πλάτη...
όμως, τιμά τους φίλους του,
που του 'βγαλαν το μάτι.

Γι' αυτό, τους στέλνει μήνυμα
σε καμπινέ του πλοίου,
στο πρώτο του ξεκίνημα,
στον εθισμό του οπίου.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Le suicide


Ήταν η κόρη του Φαβιέρ του ξενοδόχου, η Στέλλα.
Τι μες στη νύστα τη γλυκιά που του Μορφέα το χάδι
σ' άχρονη με ταξίδευε παραμυθένια τρέλα,
ήθελε μες στο βράδυ;

Ήταν χλωμή, μα η χροιά στη γαλλική της γλώσσα
έμοιαζε με το χάΐδεμα μιας μουσικής· εξαίσια!
Την άκουσα πια σοβαρά όταν κατάλαβα, όσα
συνέβαιναν απαίσια.

Είπε: Ο Φαβιέρος μια θηλιά πως είχε αυτός κρεμάσει
από το δέντρο της συκιάς, που βρίσκονταν απ' έξω...
Έτσι, καθώς ξανάσαινε για κείνη του την πράξη,
σηκώθηκα να τρέξω.

Τα γουρλωμένα είδα νεκρά του μάτια πεταγμένα
και τον νεκρό να κρέμεται ξέψυχα, στο σκοινί του.
Ήταν τα πάντα του χλωμά και παραμορφωμένα,
καθ' άκρια στο κορμί του.

Αμέσως, ήρθαν ο Πιέρ κι ο Ντάριο προς εμένα
κι είπαν να πάω στη μάνα της, να την παρηγορήσω.
Ήρθε κι η Ντιάνα η βιζιτού με τα βυζιά αφημένα...
πώς μου 'ρθε να τη βρίσω...

Καθώς τις συλλυπήθηκα με τον νεκρό μπροστά μου,
πέταξα κείνο το σκοινί που 'χε ο νεκρός τους δέσει.
Όπως τον εναπόθετα με προσοχή, μη πέσει,
μηδένιζε η καρδιά μου.

Έτσι και βρέθηκα με δυο να κλαιν μόνες γυναίκες
χωρίς προστάτη κι αδερφό, χωρίς με το Φαβιέρο.
Τι θλίψη, Θέ μου, σκέφτηκα και πήγα για να φέρω,
δυο - τρεις καρέκλες.

Κλαίγοντας μάνα και παιδί, πρόσεξα πως ο Ντάριο
- ράκος ανθρώπινο κι αυτός στην τόση στενοχώρια,
έβαζε μες στα χέρια τους ένα μικρό ροζάριο,
κάτι, σαν παρηγόρια.

Είπα κι εγώ, δακρύζοντας, σε τι ωφελεί ο σταυρός σου,
κι Aυτός μη δεν κρεμάστηκε σ έναν σταυρόν απάνω;
Ποιος δαίμονας, για σε, Φαβιέρ, ζήτησε το κακό σου,
κι ασάλευτο σε πιάνω;

Η Στέλλα, απά στο ξέσπασμα του ποιητικού μου χρόνου,
πρόσφερ' αδόκητη αγκαλιά κι ένα φιλί της.
Σαν ν' ασελγούσε πάνω μου η θλίψη αυτού του πόνου,
ένιωσα το κορμί της.

Δεν ήταν πρόχειρη αγκαλιά, είχε μιαν άλλη σφίξη,
μια θέρμη πιότερη απ' αυτό που εκεί, τώρα είχε γίνει ...
Μήπως η θλίψη σ' όλ' αυτά μας πρόσφερε μια νύξη,
που 'θελε κείνη...;

Χαλάρωσα το σφίξιμο και το κατάλαβε όταν
έδειξα προς τη μάνα της, που 'ταν αυτή μονάχη.
Τον αστυνόμο ζήτησα να φέρουν, έτσι οπόταν
αλλού τη σκέψη να 'χει...

Λίγο πιο αργότερα, από κει σηκώναν το Φαβιέρο
κι ήταν θαρρώ, σα να 'φευγε ζωή απ' το μερτικό μου.
Όσα μετά κι αν ήρθανε... νιώθω πως κάτι φέρω,
δικό του και δικό μου...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Δώδεκα θα 'θελα


Έναν Γενάρη, θα 'θελα, με χιόνια και με κρύα.
Μες στου χωριού τη σιγαλιά, ν' ακούω τη νύχτα τα σκυλιά,
αργά, κατά τη μία.

Έναν Φλεβάρη, θα 'θελα, σε κάποιο ερημονήσι.
Να 'χω μια βάρκα με πανιά και να γυρίζω όπως παλιά,
πίσω, κατά τη δύση.

Το μήνα Μάρτη, θα 'θελα, λουλούδια του να πιάσω.
Να κελαηδούνε τα πουλιά, κι όταν αντίκρυ μου η φωλιά,
ψυχή μου, ας ησυχάσω.

Έναν Απρίλη, θα 'θελα, κάτι από τη δροσιά του.
Να ζήσω του μεσημεριού, εκεί που η μάνα του φιδιού
νείρεται τα φιλιά του.

Του Μάη τα δέντρα, θα 'θελα κι ό,τι της Γης δεν είδα ...
Να δω το πράσινο ποθώ, κι άλλοτε πια μη στερηθώ,
την όμορφη χλωρίδα.

Έναν Ιούνη, θα 'θελα, μ' όλα του τ' ακρογιάλια.
Για να βρεθώ εκεί μέσα της, στη δαντελένια τρέσα της
να ψάχνω για κοράλλια.

Θα 'θελα Ιούλη, να χαρώ μια ηλιόλουστη βαρκάδα.
Να 'χει μια θάλασσα παιδιά και να 'ν' τα πάντα όπως παλιά,
στην ξέγνοιαστην Ελλάδα.

Αύγουστο, θα 'θελα, κι εκεί να δίνομαι με ζήλο!
Να 'ναι ζεστή - φλόγα κεριού η άμμος του καλοκαιριού,
να παίζω με τον ήλιο.

Έναν Σεπτέμβρη, θα 'θελα, να ζήσω αυτή τη στρώση:
Φύλλο να γίνω ξερικό και να μ' αρπάζει τ' αερικό,
δίχως να με πληγώσει.

Έναν Οκτώβρη, θα 'θελα να τρέξω, να σκορπίσω!
Οι στοχασμοί μου οι πιο πολλοί... αχ, να πατούσανε τη γη,
που 'θελα εγώ να ζήσω.

Έναν Νοέμβρη, θα 'θελα, κλωνάρι για ν' αγγίξω!
Κι όταν θα φτάνει ο εσπερινός, βαρύς και γκρίζος ο ουρανός
να 'ναι, για να βογγίξω.

Έναν Δεκέμβρη, ολάκερο! θα 'θελα και να βρέχει.
Ν' αναπολώ στο τζάμι ορθός και να 'ναι αδιάκοπος καιρός -
όσο η ψυχή μου, αντέχει!!


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Πορτραίτο


Τι δειλινά και τι αυγινά, τι θάλασσες κι αστέρια…
Αυτός ο κόσμος, έλεγες, δεν φτιάχτηκε για σε.
Η θάλασσα με τ' αρμυρό σού τσάκισε τα χέρια.
Τώρα, η στεριά τα υπόλοιπα πήρε και χάλασε.

Τι για βουνά και ρεματιές, τι για πουλιά και δάση.
Τι για τους λόγγους έγραψες, τους κάμπους, τις ερμιές.
Τώρα, θαυμάζεις γέροντα του φεγγαριού τη χάση
και χαίρεσαι, γκρεμούς σαν δεις κι απότομες πλαγιές.

Πού 'ναι του νόστου οι θάλασσες; πού πήγαν τα καράβια;
Πού 'ναι τα μύρα της καρδιάς και πού ΄ναι της ψυχής;
Νέφτι και ξέβγαλε απ' το νου στριδώνα και μοράβια.
Πάρε βαφτήρι και βαφή στο χρώμα της φυγής:

Δυο χέρια πέρνα τ' ουρανού και κράτησε για να 'χεις.
Του στοχασμού το σύννεφο γκρίζο προς τ' αλαφρύ.
Βάλε καράβια, θάλασσες κι ό,τι δεν της αμάχης.
Βρες της ψυχής σου το παιδί και δείξ' του, να χαρεί...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Στα όρια


«Ποιος τα παράλογα μπορεί της Θάλασσας ν’ αντέξει;»
Τα καιρικά, συχνά – πυκνά το κράζουν το 'να στ’ άλλο
κι ως τ’ αφουγκράζομαι, μετά στίχους τα κάνω, πλέξη.
Ό,τι αποσπά τις σκέψεις μου, συνήθως τ’ αποβάλλω. 

Έτσι, ως αρχίζουν οι άνεμοι και οι πρωραίοι τους ρόχθοι,
κι όπως βογκούν τα κύματα στον ρου της καταιγίδας, 
η σινική μελάνη μου, στου τετραδίου την όχθη
ντύνεται μέθεξη, κι εγώ… στα όρια της γραφίδας.

Ειδάλλως, πώς στ’ αναίμακτα, άμα δεν είσαι μάρτυς;
Δεν έχεις κίνδυνο γευτεί κι έμπειρα λαχταρήσει…
Άμα πνιγμό δεν γνώρισες κι όσα δε σου 'χε ο χάρτης…
Ό,τι με αρμύρα κόπιασες, ποιος άλλος θα εκτιμήσει;

«Μα ποιος μπορεί τη Θάλασσα να την καθυποτάξει;»
Τ’ ανεμικά, συχνά – πυκνά το κράζουν το 'να στ’ άλλο
κι ως τ’ αφουγκράζομαι, μετά στίχους τα κάνω, πράξη.
Χρόνια ένα μπάρκο σκέφτομαι, μα όλο τ’ αναβάλλω…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Tattoo


- Γιατί πληγώθηκες τόσο από μένα;
- Γιατί μου δόθηκες και δεν μιλάς;
Γιατί στα μπράτσα μου τ' ανδρειωμένα,
κόρη που κέντησα πια δε γελάς;

Μήπως ξεθώριασες και δεν υπάρχεις;
Μήπως σε κέντησαν σ' άλλο κορμί;
Μήπως κουράστηκες και πια δεν άρχεις
με την πρoτέρα σου κείνην ορμή;

Μήπως ξαπόστασες σε ξένη κλίνη;
Μήπως αρρώστησες και δεν μπορείς;
Μήπως και θλίβεσαι με τη σελήνη;
Μήπως σε πρόλαβε καιρός βαρύς;

Θύμα μην έπεσες μιας άγριας δίνης;
Γιατί μου σκιάζεσαι και δε μιλάς;
(Έρωτα, μίλα της! δώσε κι εκείνης…)
Γιατί στον πόνο μου δεν απαντάς;


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ποτέ…


- Ποτέ των φύλλων ποίησα το θρόισμα·
δεν είχε χώρο η γης, μες στην ψυχή μου.

Μόνο, μια στάση, αμφίβιας διαδρομής...
κι αντίκρισα στο βλέμμα σου,
τοπία με χρώματα·
του θαυμασμού μικρά ηλιοτρόπια.

- Σε μυστικό ακρομόλι,
δροσιά σε αντιλαμβάνομαι.
Στο σώμα μου, Αργοναύτη.
Ακρόπρωρη μορφή που χάραξαν
τα λόγια των ανέμων.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


...και ήμασταν εμείς, Ποσειδώνα,
που κινήσαμε για το Βορρά·
οι πρώτοι χαρτογράφοι
βασιλιάδες της θάλασσας...

-Τις λέξεις, θ' αφροσβήσω
άμα περίσσια σκόρπισες...

- Στο λόγο μου, η πανσέληνος!
Ανυποψίαστος έγραψα...
και βέβαια, ταξιδεύω
πορεία στην άβυσσο...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ψυχή τε και σώματι, θάλασσα

Είδα:

Της χρυσαυγίτισσας Ηώς τη ροδοδάχτυλη τέμπερα
σ' ερυθρόμορφο σκύφο.
Σε κύλικα, θαλάσσιο γιόμα.

Το άστρο το πρώτο, το επιφανές
που φωτίζει τις εκβολές των ψυχών,
που χειραφετεί τον έρωτα.

Τ' αλάτι κουφέτο γυμνού λευκόλιθου
όπως νύφη – Αφροδίτη με κρίνους στα χέρια,
προς Ήφαιστο.

…………………..

Στους μυριόλιθους κόκκους της άμμου,
καρκίνους πολύποδες περιπατητικούς -
όπως Αριστοτέλης

σε μαθητεία μικρού Αλεξάνδρου κοσμοκράτορος,
του πάλαι ποτέ ισαξίου τη ρώμη,
Ποσειδώνος.

……………………

Στην τρεις – χιλιόχρονη μέσα της άσκηση,
τα πολλά τα ευ μακαρίζω, ευγνώμονας
γιατί ήμουν, και είδα…

Ιαπωνία, Κόμπε 1993


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κούρδοι

Στον Αμπντουλάχ Οτζαλάν


"Θέριευε η ψυχή θωρώντας του λυκόφωτος τη χάρη.
Φλογισμένα ρίγη – σάμπως το μυαλό σε πυρετό.
Στο θαμπό του λογισμού του, τον συντρόφευαν οι φάροι
και με λάμψεις, του θυμίζαν κάθε τι 'ναι μπορετό.

Διύλιζε η ματιά τούς ίσκιους να 'βρει πέλαγο η ψυχή του.
Έγνοια μόνη του τ' αχνάρι της αυγής τ' αλαργινό".
- Δείξε του, πώς να κιαλάρει την αναίσχυντη εποχή του.
Μάθε του, πώς να γνωρίζει τι δεν είναι αληθινό.

- Γιε μου! λιόκαλο στολίδι, συ του σύμπαντος αστέρι,
που δεν ήθελα να μάθεις, που δεν ήθελα πληγείς…
Βγες απ' το θαμπό σκοτάδι κι έλα πιάσε μου το χέρι
να σου δείξω, τι δεν πρέπει και ποια πρέπει για να δεις.

"Πέφτει, το παιδί, σφαδάζει μέσα στ' άγνωστο ταξίδι.
Γκρίζο σύννεφο η ματιά του – σάμπως από πυρετό.
Γκρέμισε, γιατί του δείξαν πόθεν τέρπεται το φίδι:
Έμαθε, η ψυχή του ανθρώπου για το τι 'ναι μπορετό…"




©Γιώργος Ν. Μανέτας


Aegean Wind


Εις μνήμην Γεωργίου Ξυπολιτάκου

Την ιστορία που θα σας πω, την ξέρουν μόνο εκείνοι
που βρέθηκαν να πολεμούν της θάλασσας τη δίνη.
Που 'δαν στοιχειά και δράκοντες στ' ατσάλι του κυμάτου.
Τους αληγείς που ακούσανε ψιθύρους του Θανάτου:

Τα παιδικά του βάσκανα, που του 'χαν για τη μοίρα,
τα 'πλεκε στίχο η μάνα του και του πατρός του η λύρα.
Το 'θελαν ηλιογέννητο, το ραίνανε με τ' άνθη!
Του λέγανε για τη στεριά, μα δε η ψυχή του ευφράνθη.

Ρώταγε μόνο, στον αφρό πώς στέκουν τα καράβια.
Πώς η στριδώνα και η σκουριά δεν πιάνουν στη μοράβια.
Όταν του δώσανε κουπί, πώς έκανε να μάθει!
Από το μόλο, η μάνα του, το σταύρωνε μην πάθει.

Στα είκοσιδυό του, ανέβηκε να δει πώς το καράβι.
Σάπια τα στρίτσα, η άγκυρα! οι δέστρες του και οι κάβοι.
Μες στα Χριστούγεννα, βαρύς καιρός οπού 'χε ζώσει,
το 'χαν οι γλώσσες της φωτιάς θανατερά λαβώσει.

( Άπατρις, είμαι, ξενικός! Δε μ' άρεσεν, η ρήχη…
Απόψε, πέλαγο βαθύ είν' της γραφής μου οι στίχοι...
Έγνοιες! λυγμοί και βάσανα, καημοί και στενοχώρια…
Κι εκείνη ακόμη μου η σκιά χαίρεται να 'ναι χώρια).

25 Δεκεμβρίου 2009


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Εις μνήμην Δημητρίου Σελίμη


Μυροβολούσε η θάλασσα, σαν στέγνωνε η αρμύρα
κι εκείνη, η έρμη μάνα του, το ζύγωνε σα Μοίρα.
Τρύπωνε μες στα μάτια του, να δει πώς η ψυχή του
κι ύστερα, του ψιθύριζε γλυκόλογα στ’ αυτί του:

«Φύγε! Δεν κάνεις για στεριά! θάλασσα εσέ σου πρέπει».
Έφυγε· κι είπαν ύστερα πως πια δε θα το βλέπει...
Μαυροντυμένη, ασάλευτη προσμένει στο μουράγιο.
Ολημερίς βογκάει και λέει: «Αγόρι μου, κουράγιο!»

Μαχαίρι μαυρομάνικο βαστάει και το ξορκίζει.
Ντύνει μ' αρμύρα το κορμί κι ως τραγωδός αρχίζει:
«Ωιμέεε!! παιδί που πόνεσα, παιδί καλοσυνάτο
σε ποια να ψάξω θάλασσα, σε ποιο κύμ' από κάτω;

Ας ήταν, το κορμάκι του στερνά να τ' αγκαλιάσω,
στα καθαρά της κλίνης του σεντόνια να πλαγιάσω.
Παρακαλώ σε, Θάλασσα!! Παρακαλώ σε, Μοίρα!!
Να μην χαρώ πια θάλασσα! Να μη γευτώ πι' αρμύρα!»

Δυο μέτρα θα κατέβηκε, να βρει το χρώμα πού 'χεις,
και του 'γινες, τάφος βαθύς. Τι ζήλεψες, να του 'χεις;
Να πεις, καθώς κατέβαινε, κείνη τη σκέψη, πού 'χε…
Να 'βλεπες μόν’ πώς έκανε, πόσην αγάπη, σου 'χε.

Πες μου, καημένο μου παιδί, που μέτραες των κυμάτων,
τα οστά σου, πούθε να τα βρω στα μύρια των θυμάτων;
Σε ποιο να ψάξω, διάβα της; Το βλέμμα, πού να στρέψω;
Πούθε κει μέσα να σε βρω, και προς τα πού να τρέξω;

Σκέφτομαι τώρα, η δύστυχη, να πέσω απ' το μουράγιο,
να 'ρθω κοντά σου, αγάπη μου, μα πού να βρω κουράγιο
που με προσμένουν στόματα στο σπίτι το δικό μας
και μου θυμώνουν, λέγοντας: Μάνα, πού 'ν' το μικρό μας;

Θάλασσα, τι θ' απάνταγες στ' αδέλφια π' αγαπούνε;
Αύριο, σιμά θα κάτσουνε, κει δα θα κολυμπούνε.

Μάνα κι εσύ, θα πόνεσες στον πόνο το δικό μου.
Κάνε με τ' άλλα τα παιδιά να παίζει το μικρό μου.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Στυλίδα

Στον Θανάση Μπαρούτη

Να το! Να το, το καράβι. Πέφτει πλάι στην προκυμαία.
Δένουν στα κατάρτια πάνω τ’ ανεμόδαρτα πανιά.
Δες, πώς στον ιστό ανεμίζει της πατρίδος του η σημαία.
Ήρθε να μας δει, πριν φύγει για τον Κάβο του Μαλιά.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Τα καράβια

Απόψε, καθώς φεύγουν προς τα πέλαγα
και χάνονται στις σπείρες του Γαλάζιου,
με νοσταλγία κοιτώ, και με συγκίνηση,
ταχύπλοα να λικνίζονται στην άφρη.

Να εγκαταλείπουν πίσω τους, σφυρίζοντας
της προκυμαίας τη γνώριμη άκρη·
με μια σημαία στην πρύμνη, ελλήνισα!
διασχίζοντας τα γήινα μάκρη…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Μεταστάντες


Κι έφτασ’ η νύχτα του φονιά του Χάροντα βαρκάρη.
Άραγε πώς ακάλεστος στα βιαστικά ζυγώνει, 
που σκιάχτηκαν τα πέλαγα και σιώπησαν τ’ αγέρια
μεσονυχτίς και λούφαξαν του πεπρωμένου οι Μοίρες;

Ωιμέ! οι ναύτες πώς θρηνούν την άχαρη τούτην ώρα!
Τα δίχως σάρκες σώματα στ’ ατσάλια παραδέρνουν 
μπλεγμένα πάνω στ’ άρμενα και στα ναυάγια μέσα.
- Τι δεν ακούγονται οι λυγμοί, απ’ τα πλήθη των πνιγμένων;

Τι το φεγγάρι, σβήστηκε και δεν φωτάει τη ρούγα;
Τι τα ουράνια σώματα δεν κλαίγουνε για κείνους,
ψιλή βροχή δε ραίνουνε να ξεπλυθεί το γαίμα…
- Πώς της βροχής το στάλαγμα να νιώσει ο πεθαμένος;

Μάταια παλεύουν στην ειρκτή, των ναυαγών τα πλήθη.
Έτσι ως ορίζει ο Θάνατος: μες στ’ αναφιλητά τους,
(για κείνο τ’ αναπάντεχο κι ανέτοιμο ταξίδι), 
με την ανάσα του καυτή τρυγάει ψυχές κι αλώνει.  


Από τη συλλογή: Τ’ αβυσσαλέα 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Στη γέφυρα

Έλεγε:

"Ταξιδεύοντας, σε αυτή τη θάλασσα, 
έχεις την αίσθηση του λεύτερου,
του απρόσβλητου, του δυνατού".

Έτσι, σίγουρος κίνησε
για το μεσαίο το κάσσαρο.
Δεν είχε αντιληφθεί από πριν όμως
τις τρεις πατημασιές του καρχαρία
κι αυτόν, που ενέδρευε
στων αμπαριών τα διάκενα.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Του αποχωρισμού 


Πάνε χρόνια που 'χει φύγει
για ταξίδι μακρινό,
κι εγώ νιώθω σαν πιο λίγη
από θάλασσα, ουρανό.

Τον προσμένω με την χάση, 
τ’ αεράκι τ’ αλαφρό, 
τον προσμένω για να φτάσει
με το κύμα, τον αφρό.

Αχ και να 'ταν, το καράβι
με μια πλέξη να δεθεί,
και το χέρι που το ράβει
να μη θέλει, να λυθεί.

Να μη θέλει πια να φύγει
για ταξίδι μακρινό,
να μη νιώθω κι εγώ λίγη,
δίχως θάλασσα, ουρανό.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ποιήματα "Της θάλασσας" ... 1977 - 1996



Μέρος δεύτερο: "Της στεριάς" 1990 – 1996


Το καλύτερο ποίημα όλων των εποχών 
είναι εκείνο που βρίσκεται ακόμη 
στην διαδικασία της απόδοσης του


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Της ψυχής II


Στη Δήμητρα - Λιζέτε

Γιατί, της ψυχής ηλιαχτίδα δική της, 
που φέρει απ’ της νιότης τον πρώτο καρπό,
τη λάμψη στερείς που 'χε μες στην ψυχή της,
κι αυτή, της χαράς της δεν ζει το σκοπό;

Πού πας βιαστικά σ’ άλλης νιότης τη χάρη
κι αυτή ζει της πλάνης μια ψεύτρα χαρά;
Μην πίσω καλείσαι να πας στο φεγγάρι;
Ποιος θέλει από τ’ άνθη της Γης τα ξερά;

Ποιος θέλει διαβάσει για κίτρινα φύλλα;
Ποιος θέλει μια στέρφα του λόγου γραφή;
Αυτή που σκορπίζει την ανατριχίλα,
θα πρέπει να δείχνει πως έχει ταφεί;

Ποια πήγες ανήλια ψυχή να λυτρώσεις;
Μην έγειρες κρίνο κορμί στου γιαλού;
Μην ξέχασες κάπου το φως σου να δώσεις
κι απ’ το πολύ θάμπος το πήγες αλλού;

Γι’ αυτό, της ψυχής ηλιαχτίδα δική της,
- στ’ αφώτιστα στείλε μι’ αχτίδα φωτός,
να πάψει θαμπά της γραφής η ψυχή της,
κι εκείνα της τ’ άνθη, να βγάλει στο φως…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Της κλαίουσας


Θα προσμένω τη βροχούλα μ' ένα σύννεφο να φτάσει
ξεδιψώντας μου τη ρίζα σ' ένα βράχο πλάι γερτό,
όπου θα 'χει ολόγυρά της – μαύρο χώμα να χορτάσει,
ανεμώνες κι άγρια ρόδα, σ' έναν τόπο υποφερτό...

Θα προσμένω μιαν αχτίδα να φωτίσει τ' άγριο βράδυ
κι όσο ν’ αποκόψει, θέλω φως μονάχα εσπερινό,
φως να φέγγει μου το σώμα μέσα στο πυκνό σκοτάδι,
γιατί τ' άγνωστα φοβούμαι κι ό,τι αχεί νυχτερινό.

Όλο λέω πως είν' χαρά μου να προσμένω την αυγούλα
γιατί λαχταρούν το φως της διψασμένα οι φυλλωσιές,
γιατί λαχταρούν να πιούνε το καθάριο απ' τη δροσούλα
κι όσα που απομείναν δάκρυα μες στης Γης τις εμπασιές.

Θα προσμένω μια βροχούλα στα ριζά μου για να φτάσει,
για να πιουν οι γύρω κάμποι και τα δέντρα τ' αχαμνά.
Θα προσμένω να σιωπήσει απ' τα πέρα γύρω δάση
το τζιτζίκι, που φωλιάζει και τα μέσα μου χαλνά.


©Γιώργος Ν. Μανέτας
















.

Επιθυμία


- Τι έχω πάνω μου που σε τρομάζει;
Μήπως που σ' έφερα στην ερημιά;
Μην η φτερούγα μου, που σε σκεπάζει;
Κοίτα τριαντάφυλλα και γιασεμιά!

Μην είναι ασύμμετρος τούτος ο τάφος;
Πες μου, μην ήσυχα δεν είν' εδώ;
Δες την εικόνα του, πώς ο ζωγράφος
σωστά τη φώτισε για να σε δω!

Μήπως... το σώμα σου γυμνό παγώνει;
Μην αντιστέκεσαι στ' άυλο κορμί;
Μήπως η νύχτα που σε κυκλώνει;
Μην είναι τ' άνθη σου χωρίς οσμή;

- Μου λείπει μι' άνοιξη, για να λατρέψω.
Μου λείπει σούρουπο, να ερωτευθώ.
Αχ, πόσο θα 'θελα για να επιστρέψω
κι εδώ στου τάφου μου μην ξαναρθώ.

Εγώ είμ' αγάπης ψυχή δοσμένη,
κι εδώ που κείτομαι, δίχως καμιά…
Κι αν είν' η εικόνα του, με φως λουσμένη,
πού βλέπεις στ' άνθη μου, τα γιασεμιά…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η νύφη


Της είπαν λευκό νυφικό να φορέσει από σύννεφο,
της βάλαν αταίριαστα στέφανα μιας λεύκας τη ρίζα,
κεντρί σ’ ένα φύλλο χαρτί προικοσύμφωνο αχάλαστο
με ζα, κι ένα κάμπο γιαλό σε βουνίσιο ακρωτήρι.

Μικρά χελιδόνια ξεχύνουν θλιμμένα απ' τα μάτια της,
στις δυο των βλεφάρων πλευρές γύρο κάνουν θανάτου,
ματόκλαδα εκεί ξερικά σαν τα δέντρα της έρημος,
κουρνιάζουν απάνω κοράκων τα στίφη χειμώνα.

Θυμός στο κατώφλι απ' τα χείλη κι η ανάσα της θύελλα,
πικρός κομπασμός εμφανίζει μια πλάτη σκανδάλης,
πασχίζει με οργή να χαθεί μες στης νύχτας το σάβανο,
μπροστά ξενιτιά το μαντίλι κι ο μόλος καράβι.

Καρτέρι ο φονιάς με μαχαίρι στην άκρη μιας άσφαλτος,
κοκόρι λαλεί στα παρθένα χλωμά τώρα χείλη,
ροδιού χρώμα η κάμα κι ο πέπλος της νύφης πια κόκκινος,
ψαλμοί περιμένουν κραυγές σε χωριού κοιμητήρι.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ο καημός της Πηνελόπης


Τι όμορφος που 'σουν εχθές, με φόντο το καράβι…
Γύρω σου φως ανέσπερο καθώς του φεγγαριού.
Αταίριαστοι μες στη στιγμή, κειν' οι πεσμένοι κάβοι,
που 'μοιαζαν πύθωνες – θεριά, καθώς παραμυθιού.

( Άσπιλη τύλιγε σιωπή τα χείλη που διψούσα.
Δυο δειλινά τα μάτια μου με δίχως ουρανό.
Μύρια τα μύρα λούστηκα για κείνον π' αγαπούσα,
μα δεν που βρήκα τ' αλμυρό, μυρωδικό ικανό…)

Αίφνης ανοίξαν οι ουρανοί και μου 'δειξες πως βρέχει.
Κάτι, δυο γλάροι κράξανε και κίνησες μακριά.
Χρόνια το 'να μου μάγουλο για ένα φιλί απαντέχει.
Τ' άλλο, καιρό πια ξέμαθε στης πρύμνης τα σκαλιά.

( Η μοναξιά, σαν μαχαιριά χτυπά και σε σκοτώνει.
"Λίγο γαλάζιο κέντησε με πόντο αλαργινό!"
Τ' όμορφο κείνο κέντημα, πήρε πια και ματώνει…
Στέριωσε μέσα η θάλασσα κι ό,τι θαλασσινό).


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Του νόστου


Τη στερνή φορά που σ' είδα, δεν την έχω στο μυαλό μου:
Ήταν νύχτα ή χαραυγή;
Μήπως σύννεφα είχε γκρίζα, ή το κιάλι το καλό μου
απ' αρμύρα είχε πληγεί;

Μήπως κύματα πελώρια σ' έκρυβαν και δεν θωρούσε
η ματιά μου η κοφτερή;
Μην απόκαμε η σελήνη, και τ' ωχρό της που σκορπούσε
άλλο δεν σε καρτερεί;

Μήπως κίνησες για τ' άστρα και στ' αέναο πέρα βράδυ
μου φαντάζεις μακρινή;
Μήπως χάθηκες, και η μέρα ντύθηκε βαθύ σκοτάδι,
νύχτα μαύρη ως η θανή;

Γιατί, Κέρκυρα του νόστου, η ματιά μου δε σε φτάνει;
- Πόσο θέλω να φανείς!
(Φορτωμένο μ' αναμνήσεις το καράβι, στο λιμάνι
δεν περίμενε κανείς…)


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ουτοπία ΙΙ


Αν το 'ξερε, θα ερχόταν η καλή μου.
Θα 'ταν στο μόλο, να με περιμένει.
Θα 'χε λουλούδια - ρόδα ωραία
και θα 'νιωθε, ευτυχισμένη.

Θα 'χε αγωνία κι αίσθημα μεγάλο!
Κι όσο, το πλοίο θ’ αργούσε, για να δέσει,
θα ωρίμαζαν τα μέσα της, για μένα
θα 'νιωθε πόθο, πάθος και μια ζέση

τόση που, ω! θα επάλλετο, και μόνο
λυγμούς (φαντάζομαι) και δάκρυα!
Στον καταπέλτη, σίγουρος για εκείνης
τον έρωτα, θα στέκω σε μιαν άκρια

και μ’ ανοιχτά τα χέρια, στην αγκάλη
θενά προσμένω μέσα για να πέσει.
Θα της φιλώ τα δάκρυα, λέγοντάς της:
«Ω, Κέρκυρα!» Κρατώντας τη απ’ τη μέση

θ’ ανηφορίζαμε για το Σαρόκο
κι αν ήθελε, να πάμε χέρι – χέρι,
αναλυμένα θα της έλεγα: «Αγάπη,
δίχως εσέ, η ψυχή μου, πια δε χαίρει…»


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ουτοπία ΙΙI


Θα είμαι κει, να καρτερώ...
Θα είμαι, αγαπημένε.
Θα είμαι για να σου σταθώ 
έρωτα, πληγωμένε.

Θα 'χω και κρίνα, γιασεμιά!
Γλυκό μου, παλικάρι…
Θα σε φιλεύω με όνειρα,
και κάτω απ’ το φεγγάρι

θα σου μετρώ τα σύμπαντα,
θα μου μετράς τ’ αστέρια,
και μεθυσμένη απ’ έρωτα
κρατώντας σου τα χέρια

το πρωτινό θα ψάχνουμε,
του Αυγερινού τ’ αστέρι,
γελώντας και αστειευόμενοι 
θα λέμε ποιος, τι, ξέρει

μέχρι…Ουρανοί και σύμπαντα!
Τέτοια χαρά, μη λείψει! 
Πέρασε! Έγιανε ο καημός, 
η απελπισιά και η θλίψη…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κέρκυρα XVIII

Τέσσερις εποχές

Κι αν σε θαυμάζει, Κέρκυρα, κι αν μνημονεύει ακόμα
- στο πάναγνό σου ορκίζεται καθαγιασμένο χώμα -
είναι γιατί… η ψυχούλα του, του λέει πως δεν αντέχει,
ακούραστα να σε θωρεί δίχως ποτέ να σ’ έχει.

Κι αν λαχταρά φθινόπωρο, χειμώνα, καλοκαίρι,
είναι γιατί, τον άδραξες παιδάκι από το χέρι.
Είναι γιατί, τον έμαθες πώς ν' αγαπά τη φύση,
πώς να μπορεί, στην άμμο σου, τα κάστρα του να χτίσει. 

Κι αν σου ποθεί, ως τα σήμερα της Άνοιξης τα κρίνα
είναι γιατί, νοστάλγησε της Επτανήσου εκείνα…
Εσέ, - που του ψιθύριζες μες στην ψυχή του στέρια,
που τον ταξίδευες παιδί στους ήλιους και στ’ αστέρια -

πώς να ξεχάσει, Κέρκυρα! Κι αν σε θυμάται, πάλι
είναι γιατί, τον κράτησες στην στοργική σου αγκάλη.
Είναι γιατί… όταν καιρό δεν σε θωρεί η ματιά του,
λαβώνεται τόσο η ψυχή που σβήνεται η καρδιά του.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κέρκυρα VI


Σαν βλέπω εικόνα σου, σιωπώ. 
Θυμάμαι, μόνο ν’ αγαπώ
θάμνα και κλώνια.
Τα πλάγια! Τις βουνοκορφές, 
ντυμένες που 'θελ’ αδερφές,
νύφες στα χιόνια

( κόρη του νόστου, εφηβική, 
της ομορφιάς μούσα δική,
φωτός αχτίδα,
πάλλευκο κρίνο και μυρτιά, 
της τέρψης μου γλυκιά ευωδιά,
δροσοσταλίδα )

Μικρή, κορφιάτικη αγριλιά,
που 'θελα ζώσω με φιλιά!
… Τι καρδιοχτύπι....
Που σ’ έπινα, για να μεθώ. 
Δέντρο που σ’ ήθελαν μ’ ανθό,
οι εντός μου κήποι

( καθάρια εικόνα, ευλαβική, 
ασύγκριτη κι ονειρική,
γλυκιά πατρίδα,
λευκή ανθισμένη αμυγδαλιά, 
στης άνοιξης τη σιγαλιά,
άχραντη ελπίδα )

και, ω!! έρωτά μου, εφηβικέ, 
του γήρατος πλατωνικέ,
αγνή παρθένα:
Κέρκυρα! εσέ, των γλυκασμών, 
σ’ ανάμνηση των στεναγμών,
φιλώ απ' τα ξένα...



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Αιγαιώτισσα ΙΙ

Ήταν το δείλι μπρούτζινο πρώτη φορά που σ' είδα
εκεί, που θέριευε η νυχτιά και χάνονταν η μέρα,
που τα πουλιά λουφάζανε στις αχυρένιες κλίνες.
Τότε, ήταν που φάνηκες κι ανέκραξα στεντόρεια:

"Η ομορφιά έχει όνομα κι εσύ της μοιάζεις, τόσο!!
περίσσια, άχραντη ομορφιά, του κόσμου αυτού στολίδι,
που σε διψούν τα μάτια μου, που σε πεινούν τα χείλη,
που λαχταρούν τα χέρια μου ν’ αγγίξουν τα δικά σου.

Θηλιά στα μάτια μου 'ριξες που κόντυνε η θωριά μου
ώρια, ξωθιά Αιγαιώτισσα, παραμυθένια κόρη
που σαν σε βλέπουν στο στρατί τα φυσικά, τ’ αγρίμια,
έκπληκτα στρέφουνε μεμιάς στ' αγνάντι να θαυμάσουν".

Μα εκεί που θέριευε η καρδιά κι αντάριαζε η ψυχή μου,
κι ο νους μου ονειρευότανε πως σ’ είχα στην αγκάλη,
πως σε κρατούσα πια σφιχτά στα χείλη και φιλούσα,
ήρθε το ποίημα κι έκλεισε μ’ αυτήν εδώ τη σκέψη: 

"Κι όταν ο Χάροντας θα ρθεί να πάρει την ψυχή μου
κι ο πεθαμός στ’ απόσκιο του θα μ’ έχει ξαπλωμένο,
εκεί που γέλια δεν χωρούν παρά μονάχα θλίψη,
εκεί θα νείρεται η ψυχή πως σ’ αγαπά, πως σ’ έχει…"





Οι τρεις γιοι

Στην Ειρήνη Κασταμονίτη

Άδικα τα 'χανε σκοτώσει,
άνθρωποι! δεν ξέρω πόσοι…
κάποια νυχτιά, μ' αλλόκοτο φεγγάρι,
κάποιο Γενάρη.
………………………………………

"Τρεις γιους, μου σκέπασε το χώμα
κ’ ύπνος βαρύς, μου τους κοιμίζει ακόμα.
Το πρώτο, δες, το παλικάρι!
που 'χα καμάρι…

Και να! ο δεύτερος νεκρός μου...
το μυρωμένο κρίνο, που 'ναι 'μπρος μου.
Το δάκρυ μου το 'χε ποτίσει,
πριν το κοιμίσει

του τάφου, ο νεκροφύλακάς του,
- το 'καμε κόσμημα ενός άστρου,
το γιο, τον δεύτερο δικό μου.
Μωρό μου,

τρίτο παιδί, κι αναρωτιέμαι
- καθώς ρωτάς κι εγώ ξεχνιέμαι,
πού 'ναι το τρίτο, το στερνό μου,
το πιο γλυκό μου…"


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η παράκληση 


Ήλθεν η ώρα! Η ώρα μου…
Σε λίγο θ’ αποθάνω.
Μηδέ που μου 'μεινε φωνή
μετάνοια για να κάνω

καθώς, χαρά δεν έδωσα, 
μονάχα έχω αδικήσει.
Δεν ευεργέτησα, θαρρώ
σ' ολάκερη τη ζήση,

γι’ αυτό, Θέ μου, Πανάγαθε
- συγγνώμη που αμαρτάνω 
μα, σχώρεσε με, ως άνθρωπο,
λίγο πριν ν’ αποθάνω

ο αμαρτωλός, ο δύστυχος! 
γονυπετής εμπρός Σου
πέφτω, κει δα και προσδοκώ
να λούσεις με το Φως Σου

ώστε, τον δρόμο να διαβώ
κι απ’ την οικτρά μου κλίνη,
στερνό ταξίδι, ως να βρεθώ
στου τάφου τη γαλήνη.

Θέ μου, σπλαχνίσου την ψυχή,
που νείρεται κοντά Σου,
και δείξε της πώς ν’ αγαπά,
πώς να σταθεί μπροστά Σου. 


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ενθύμιος στίχος


Μες στα ενθύμια, που 'χω βρει και φέρει από τα ξένα
και που σκαλίζω, όταν θέλω κάτι να θυμάμαι,
έχω και πράγματα πολλά που μου 'ναι αγαπημένα.
Ως τα κοιτάζω, νιώθω σαν από ταξίδι να 'μαι.

Έτσι, σε μέθη προσπαθώ γαλήνια για να πέσω
ώστε, ξανά των πουλητών να θυμηθώ τα μάτια
τα πονηρά, που ζήταγαν το πλοίο μου για να να δέσω,
πριν δώσουν σ’ άλλον την "καλή" που μου 'φερναν πραμάτεια:

«Αφέντη! ετούτο το 'φτιαξαν δυο Φοίνικες μαστόροι
και τούτο, τσάμπα! δεν νογάς ποιος το 'φτιαξε, να πάρεις!
Τ’ Αλέξανδρου, αφέντη, αυτό, το σκοτωμένο αγόρι.
Η ώρια Ελένη σας αυτή, οπού 'κλεψεν ο Πάρις.

Πάρε πραμάτεια, να χαρείς! γι’ αυτήν; και ν’ αποθάνεις!!
Δέκα σελήνια τ’ άγαλμα και δυο κούτες τσιγάρα.
Τέσσερα σ’ εύχομαι παιδιά, μα κόρες να μη κάνεις.
Άραβας, είμαι, κοίταξε! από Σημίτη φάρα».

Είναι φορές που τα κοιτώ κι αναρωτιέμαι, μήπως
δεν θα 'πρεπε, να τα 'χω εδω μα εκεί που τα κοιτάνε.
Είν’ της καρδιάς ο απέθαντος όμως ενθύμιος χτύπος,
που βγαίνει απ’ τ’ άψυχα θαρρείς και σου χαμογελάνε.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ανθεμόεσσα, 1225 π.Χ


Προτιμότερος ο πνιγμός, Ιάσονα 
παρά π’ αγνόησες
των Σειρήνων το κάλεσμα,
καταδικάζοντας
τους διάφωτους στίχους των ασμάτων τους

ποτέ να μη μάθω.

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ανεπίδοτο


Μες στην αυγή και ξύπνησα μα δεν ήσουν στην κλίνη...
Τώρα που η άνοιξις ανθεί
πες μου, ποιος θέλει να πενθεί,
τον έρωτα, όπως φθίνει...

Βγήκα στους δρόμους να σε βρω κι ανάγυρα την κτίση.
Τώρα που οι σκέψεις – συμφορά,
ψάχνω να δω πού 'ναι η χαρά,
σε Ανατολή και Δύση.

Ευχή δική μου η άνοιξη λουλούδια να σε ραίνει.
Τώρα που η όξινη βροχή...
που έμεινε πια μια εποχή…
που ό,τι αγαπάς, πεθαίνει...

Τότε που σκέφτηκα να ζω μ' όσα η ζωή μου δίνει.
Κι έτσι… όπως σκότισε μεμιάς...
ήρθε η στιγμή της ερημιάς:
Σταυρός και κομποσκοίνι. 

Στράφηκα – μάρτυς μου ο Θεός στη συμφορά μου τούτη.
Τώρα σε εικόνα του κελιού,
κάνω το σχέδιο του σταυρού:
Αυτά είναι μου τα πλούτη…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αγία Ηρώισσα


Στην Ιωάννα της Λωραίνης

Ήσουν ωραία σαν ύπαρξη· μεθυστική.
Στα μάτια μου φάνταζες πανώρια εικόνα.
Εικόνα υπέρτατη, αγιωτική.
Εικόνα ηρώισσας αρχαίου αιώνα.

Γυμνό κορμί στη σμίλη του Ντεσπιώ.
Ζαν Ντ’ Αρκ Παρθένε της Λωραίνης.
Διψώ να σ’ είχα γλυκά να σε πιω,
στο φως μιας νύχτας αστρολουσμένης. 

Να δω τα μάτια σου, να δω την ψυχή.
Να νιώσω τo άγγιγμα κι αυτό το φιλί σου.
Να πω πως ξεκίνησε καινούρια εποχή.
Να νιώσω την άχραντη τη φωτοβολή σου.

Μια νύχτα ο ζωγράφος ανάδευε Φως.
(Θαρρώ του Τζιανκόλα το χέρι πως τρέμει).
Ο Πόλεμος – Έρωτας να ραίνει κρυφός.
Να θέλει στον κόσμο σου σφυρί και καλέμι. 

Να πιάσω το χέρι σου, να δω τη μορφή.
Να δω μιαν Ανάσταση με δίχως πια θρήνο.
Εσύ στην Κομπιένη να πιάνεις κορφή
κι εγώ στην καύση σου ν' αφήνω ένα κρίνο.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σπουδή


Κάθε μυστικό έχει μέτρο όσο οι πήχες της οργιάς σου.
Σε μιά τρέμει πια η φωνή σου κι όταν νείρεσαι γι’ αυτή,
κι όταν στέκει εμπρός σου νιώθεις σαν να μίκρυνε η θωριά σου,
σαν να κολυμπάς με μόχθο σε μια θάλασσα καυτή.

Όποιον δρόμο κι αν διαλέξεις, πάντα συνετά να στέκεις.
Σ’ όποιον στίχο κι αν πονέσεις κράτα πισινή μισή,
καθώς, ο καημός δεν είναι ρούχο, να ξεφτάς να πλέκεις,
μηδέ κι ό,τι λάμπει μοιάζει στην καδένα τη χρυσή.

Έγνοια ο έρωτας και θέλει κόπο, αγρύπνια και ξενύχτια.
Κόστη μύρια τα όνειρα μας κι έχουν δάκρυ και λυγμό,
σαν η θάλασσα του αδίκου, με τα κύματα τα νύχτια,
παρασέρνει το καράβι σ’ έναν άδικο πνιγμό.

Με το φύσημα του αγέρα ψάξε για καινούρια ρότα.
Κράτα την καλύπτρα μόνο για τ’ αξάφνου της βροχής,
γιατί ντύμα του κορμιού σου θα 'βρεις μι’ αλλαξιά σαν πρώτα,
μα στεγνή αλλαξιά δεν θα 'βρεις, για το ντύμα της ψυχής...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αγάμων παιάν 


Παρακαλώ σε, Θάλασσα,
του νόστου μου ερωμένη,
ώρια, ομορφιά ξεχτένιστη,
στα γαλανά ντυμένη,

των ταξιδιών συντρόφισσα,
του πόθου μου σαγήνη,
που κάθε νύχτα ερχόσουνα
στην έρημη μου κλίνη,

και με τραγούδια, φώτιζες
της μοναξιάς τα σκότη·
που σ’ είχα μέσα στ’ όνειρο
πάντα λαχτάρα πρώτη,

Θάλασσα! πικροθάλασσα,
κυρά μου αγαπημένη,
φουρτούνα μου κι απανεμιά,
δροσιά μου λατρεμένη,

όριο, της Γης και τ’ ουρανού,
στολίδι εσύ, ψυχή μου,
θεραπαινίδα, γιάτρισσα,
που σ’ ήθελα δική μου,

γιατί...; γιατί με αρνήθηκες
και τώρα δε με θέλεις,
και μάρανα, και σκότισα
στο διάβα της νεφέλης,

κι έγιν’ η αγάπη σου πληγή,
στα στήθια μου και πόνος,
και παρηγόρια ο Θάνατος!
και παρηγόρια ο Χρόνος…


©Γιώργος Ν. Μανέτας





Κατά συρροήν

Βαθιά πληγή μου διάνοιξες
και πώς να τήνε κλείσω.
Τον έρωτα να ορίσω
με στίχους δεν μπορώ.

Καθ’ άλλο πια δεν ωφελεί
να προσπαθώ, να θέλω·
τον πόνο ν’ αναστέλλω
και να σε συγχωρώ

για όσα δεν ευτύχησα...
Η φλόγα που με καίει,
καιρό τώρα μου λέει
να χαίρω σαν θωρώ

(εικόνα που σε λάτρεψα,
ανθέ πρώτε του Μάη)
μ’ απ’ της ψυχής τα χάη,
να σ’ αποχαιρετώ… 
Υποτροπή


Και να! Που είδε στ’ όνειρο πως φάνηκε πάλι.
Πως ήρθε μεσάνυχτα.
Πως βύθισε ο έρωτας στην άδεια του αγκάλη.
Τα χέρια του ολάνοιχτα

προσμένουν τι πόθησαν και πάλι ν’ αγγίξουν.
Πως ήρθε και ζήτησε,
τ’ ανέγγιχτα χείλη τους με πάθος να σμίξουν. 
Μ' αυτός που ξενύχτισε

(να σμίξει δυο θάλασσες μες σ’ ένα ακρογιάλι,
να σμίξουν, μεσάνυχτα
το πάθος και τ’ όνειρο στην άχραντη αγκάλη,
με χέρια μισάνοιχτα 

σκορπίζει μες στ’ όνειρο και ψάχνει το γνέμα,
του έρωτα - νόστου),
ξυπνά σε προθάλαμο, και στ’ άδειο του βλέμμα
η κλίνη του αρρώστου…



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αντιερωτικό


Από καιρό την έβλεπε στα όνειρα του, 
μέχρι που συναντηθήκανε 
κι αγαπηθήκανε, 
παράφορα, 
τόσο που καμιά φορά
απ’ την πολλήν αγάπη 
θίγονται, κι αγκαλιάζονται 
καθώς τα φίδια που τυλίγονται
μέχρι θανάτου…





Αντιθέτως


Ήταν ίδιος το πέλαγο την ώρα που ανταριάζει,
ο πόθος μου ο κρυφός.
Ήταν καθώς της αστραπής εκείνο που με σκιάζει,
το ξαφνικό το φως.

Ήταν γιατί τα μάτια μας δε βρήκαν ν’ ανταμώσουν,
την ώρα τη σωστή.
Ήταν γιατί τα χείλη μας δεν πρόλαβαν να νιώσουν,
τη φλόγα τη ζεστή.

Ήταν γιατί δεν έπιασε τα χέρια να κρατήσει,
- λαχτάρα να σ’ το πω…
Ήταν γιατί δε μου 'δωσε μιαν ώρα, να ρωτήσει
γιατί τον αγαπώ.

Ήταν γιατί μες στ’ όνειρο, στα μέσα κάποιου Οκτώβρη…
- ω φαντασία! τρελή.
Ήταν γιατί του ευχήθηκα, ό,τι ποθεί να το 'βρει:
Γι’ αυτό δε μου μιλεί…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ανεκπλήρωτο ΙΙ


Πώς είναι δυνατόν να υπάρχεις και να μη σ’ έχω
Να σε βλέπω και να μη σε φτάνω
Να με αρνείσαι και να σ αγαπώ περισσότερο, 
δίχως τέλος.

Πώς, έρωτα; Πες μου…

Μα ποιος μπορεί να σε μάτιαξε, μάτια μου 
και μου θύμωσες τόσο;


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Άλλως


Σαν να λιγόστεψαν, απόψε
τ' άστρα, τα σύμπαντα και η γης.
Σαν να λιγόστεψε και η φύση
στο αιθαλικό φως της αυγής.

Οι θάλασσες και τα ποτάμια.
Τα πορφυρά τα δειλινά
σαν να λιγόστεψαν, κι εκείνα
τ' απλά, τα καθημερινά.

Τα γιασεμιά, τ' άλικα ρόδα.
Το χρώμα εκείνο τ’ ουρανού.
Σαν όλα, κάπως ν’ απογίναν
βορά του κόσμου, τ’ αλλουνού.

Σάμπως η πίστη μας, να εχάθη.
Άλλως η κτίσις, να πενθεί
με δίχως μύρτα κι ανθομύρα·
Με ασφόδελους και νηπενθή.

Σαν να λιγόστεψε, η αγάπη...
Σαν να βυθίσαμε, μεμιάς...
Σαν να φροντίσαμε, οι ζωές μας
κι αυτές, βορά της ερημιάς…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αισθήσεις


Της ψυχής τη συχνότητα, αναπόκριτα ορίζεις.
Πόσο μοιάζεις στα κύματα σιωπηλά που περνούν.
Ως μ’ αρνήθηκες κι έπειτα, σιγαλά ψιθυρίζεις 
“τ’ ανυπόκριτα αισθήματα, τις καρδιές συγκινούν”.

Με το ασήμι συγκρίνω το στιλπνό του κορμιού σου.
- Σε αρυτίδωτο πέλαγο λησμονείς πούθε πας.
Ό,τι λάτρεψες σφάλισε μες στ’ αρμάρι του νου σου.
Κάθε στίχος μι’ ανάμνηση, συλλογιέσαι. Γελάς.

Την αγάπη στις ρίμες σου με την πένα διανθίζεις.
Στιχουργείς για τον έρωτα μπρος σ’ ενθύμιο παλιό.
Ανασταίνεσαι κι έπειτα μες σε στίχους σκορπίζεις. 
Κεντάς κόσμους και σύμπαντα στης ψυχής τ’ αργαλειό. 

Μοιάζει ολάφριστο πέλαγο το καράβι του ονείρου.
Το ταξίδι που κίνησες μα δεν βρήκες στεριά.
Σπάζεις σμίλες και γλύφανα σε μια στήλη σιδήρου,
για να χτίσεις το κάλλιστο με την πλέρια θωριά.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ζωγραφικός Πίνακας


Κι είπε: 

Θα φύγουμε μακριά, σε μι’ άλλη γη, θα πάμε.
Σε μι’ άλλη θάλασσα, άγνωστη, σ’ ένα νησί, μια ξέρα.
Όνειρα εκεί θα κάνουμε και θα χαμογελάμε.
Την δίχως δάκρυ, αγάπη μας, θα χαίρουμε ολημέρα 
είπε:

Εκεί που αμάραντα κι αθάνατα λουλούδια.
Που ’χει ποτάμια, ρεματιές, ισιάδες, καταράχια.
Που κελαηδούνε τα πουλιά τα πι’ όμορφα τραγούδια.
Οπού τοπίο συγκίνησης, οι γλάροι και τα βράχια
είπαν:

Βαρκούλες χάρτινες στο χάλκινο το δείλι
θα 'ν' οι ζωές τους, κι έπειτα διαρκείς σαν καλοκαίρι.
Στα λατρεμένα μάτια της θα την φιλάει, στα χείλη.
Στη μοναξιά του, νοιώθοντας θα του κρατά το χέρι
είπε:

Εκεί, π’ ασχήμια δεν χωρά παρά η αγάπη, μόνο.
Που το μαντίλι της φυγής δεν χρειάζεται, ν’ ασκώσεις.
Μηδέ καημό και θάνατο κει θα ’χει, μηδέ φθόνο
είπαν. Μέχρι που ξέβαψαν, του ονείρου οι αποχρώσεις…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σπουδή ΙΙ


Τα πελαγίσια κύματα σφοδρά σπάζουν στην πλώρη
κι έρπουν στο πλάγι διάφωτα τα έμβια της θαλάσσης,
κει που συνάγουν τα λυγρά των θυελλωδών ανέμων,
κει που η ψυχή ζυγίζεται μιας κι όλα τ’ ανατρέπει. 

Μες στην αχλή, πώς προσδοκάς σημείο να βρεις καθάριο 
ώστε, το διάφεγγο να δεις του διάττοντα τ’ αστέρι;
έτσι και η πένα, στο άρρητο το ξέφωτο του στίχου 
λειασμένη πρέπει, ουσιαστικά να μοιάζει με τη σμίλη:

"Κι αν είναι πλέρια η θάλασσα και θέλγεσαι από κείνη,
κι αν έχει μες στ' αγνάντι σου τι προσδοκά η ψυχή σου,
τι πάλλει μέσα σου η καρδιά, καθ’ άκρη της ν' αγγίξεις,
(γράφω), πως έχει κι αβαθή. Σκοπέλους, να τσακίσεις".

Έτσι, κάθε που βάλλουνε τα κύματα και σπάζουν
στην πλώρη, κι έρπουν διάφωτα τα έμβια της θαλάσσης,
κάνω σπουδή μου το άρρητο, στα ξέφωτα των στίχων, 
γιατί, φορές στ’ ανείπωτα, κρύβεται η έρμη αλήθεια...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ναυάγια


- Ποιαν αρμενίζεις θάλασσα και δε σε φτάνει ο νους μου
και δεν μπορώ τα μάτια σου ν’ ανταμωθώ ξανά
ώστε, λίγο ν’ απάλυνα τους πλείστους στεναγμούς μου.
Ώστε, νοερά ν’ αντάμωνα, μες σε νερά κυανά. 

- Είναι του πέλαου τα στοιχειά και τ’ άναρθρα του ανέμου
που με κρατούν στ ανήλιαγα, γι’ αυτό δε με θωρείς
Θάλασσα, που κατάσαρκα σε φέρω απάνωθε μου,
που ως άλλοτε, πια δεν μπορείς παρά ν’ ανιστορείς...

- Σε αχαρτογράφητα νερά προσμένω ν’ απαγκιάσεις,
να ξαπλωθείς και μέσα μου να νιώσεις τη δροσιά.
Να μ’ ανταμώσεις, έρωτα, ωσότου αναγαλλιάσεις.
Ως να με δεις, στο κιάλι σου πρωινή δροσοσταλιά.

- Για ένα ταξίδι κίνησα - κει που το φως δε φτάνει,
που γκρεμισμένα κείτονται τα αισθήματα, η χαρά,
κει που δε φτάνει ο Έρωτας, σαν ήλιος να ζεστάνει
όποια ψυχή, αφέθηκε στα βύθια, στα σκιερά.

Που σκουριασμένες άλυσες κρατούν και ακινητούνε 
κάτω από πλήθη βότσαλα κι ωχρόφυτα γλυφά·
κει που οι ψυχές, στα πέλαγα ριγούν κι αναθαρρούνε,
κει που η ζωή, του Θάνατου το μένος, τ’ αψηφά. 

- Ήθελα εγώ, στ’ ατρόμητα τα τόξα των ματιών σου
στόχος χρηστός: στο στήθος μου να βάλλεις, της ψυχής·
η ανασαιμιά μου, θα ‘θελα στις άκρες των χειλιών σου. 
Συνεπιβάτες στ’ όνειρο παρά πια δυστυχείς.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ο ποιητής ΙΙΙ


Τα παιδικά, αθώα του μάτια,
που είδαν της θάλασσας τα πλάτια,
τη χλωμή μήνη,
που είδαν το χάραμα, το δείλι,
των αστεριών να τρεμοσβήνει, 
το αχνό καντήλι…

Που είδαν παλάτια, πύργους ώριους,
που είδαν τους φάρους τους πελώριους -
δυστυχισμένα,
θα διάγουν μια ήσυχη γαλήνη
ερμητικά, δεδικασμένα
στη σκοτοδίνη...

Κι αυτά τα χείλη, τα άλικα τώρα,
που τη στερνή θα πάψουν ώρα,
να ιστορούνε,
δε θα 'χουν άλλο για να δώσουν,
μηδέ για στίχους θα μιλούνε·
για να λυτρώσουν...

Κι αυτά, τα δυο του τα χεράκια,
που έτσι χλωμά σαν τα κεράκια,
θα εγκαταλείψουν,
καθώς δε θα 'χουνε πια ρίμα,
ανέργαστα θα καταλήξουν, 
στο ανήλιο μνήμα…

...................................

Τα παιδικά, αθώα του μάτια,
ήταν της σκέψης του η πραμάτεια,
ήταν η ευθύνη:
Για τις ψυχές σας, στιχουργούσε, 
και υπό το Φως που κατευθύνει,
σας ιστορούσε...


1986




















Κορύλοβος 

Στον Ιωάννη Κουνατιάδη †

Είναι η ψιλή μεσημβρινή βροχή που σε ταράζει.
Πώς ξεκλειδώνει εδώ η ψυχή με τον καιρόν αυτόν!
Ο Εδεμικός τόπος ξανά το νου σου αναταράζει
κι αναθυμάται η σκέψη σου, στη θέαση των ανθών.

Ηράνθεμα. Πηγές δροσιάς, οι κλαίουσες και ο Κήπος.
Η μπόρα η ανοιξιάτικη που προσπερνά γι’ αλλού.
Μέσα στην άκρατη ομορφιά, πώς της καρδιάς ο χτύπος
πιο ανάλαφρος, πιο ρυθμικός στον δέκτη του μυαλού.

Μέθεξης σχήμα εικαστικό το αιθαλικό τοπίο.
Μι’ αντίθεση, κι ο στοχασμός στο φως της αστραπής.
Στην εκκλησιά και νόμισες τ’ άχραντο Φως το Θείο,
πως σε καλούσε ευλαβικά στο αγνό Του να λουστείς.

Μες στο θαμπό και πρόσεξες την ομορφιά ενός άστρου.
Ξενύχτισες ώσπου να δεις το φως της χαραυγής.
Μονολογείς στη βόλτα σου: Ο χαλασμός του κάστρου
κι αυτά τείχη, γκρέμισαν στα χρόνια της οργής.

Κι έπειτα, η Ποίηση αντίκρυ σου σε τάφο ακουμπισμένη.
Στο βαθυπέλαγο του νου ζητεί μέσα να μπει.
Θέλει στη ρίμα τρεις ψυχές και μια χαροκαμένη.
(Δεν έχει σχόλη ο νους, ποτέ. Με χιόνια ή με βροχή…)


©Γιώργος Ν. Μανέτας





Συγγνώμη

Θα λένε κάποτε για εμάς:
Τι χρόνια ήσαν κι εκείνα…

Μ' αν ήσαν άνθρωποι,
δε θα 'σαν ταπεινοί;
Δε θα 'χαν την επίγνωση
στην συμφορά που θα 'ρθει;
Δεν είδαν πως οι πράξεις των
καταδιωγμένους θα 'βρει;
Κι αν δεν στοχάστηκαν για εμάς,
για τ' άλλα δεν γνοιαστήκαν...

Πως τ' όμορφο της χαραυγής
ανάμνηση σε εικόνα;
Πως οι εποχές γκρεμίσανε
και τ' άνθη μαραθήκαν;
Πως η άνοιξη ξαπόστασε
κι ανέγνοιαστη κοιμάται;
Πως αν ο κάμπος δεν βραχεί
στομάχι δεν γεμίζει...

Πως τα δεντρά και τα χλωρά
δεν έχουν πια να δώσουν;
Πως τα πουλάκια στις φωλιές
δεν έχουν για να χτίσουν;
Πως δίχως έρωτα η ζωή
ανθρώπινη δεν μοιάζει;
Πως η χαρά των άκαιρη
δίχως παιδιά και κόσμο;

Θα λένε κάποτε, για εμάς…

Πως τ' άγρια εκείνα, τρόμαξαν,
κι εμείς είμαστε τώρα...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Απουσίες ΙΙΙ

Γιε μου, που πάντα ρώταγες
και μου 'θελες σε κείνη,
να φτάσεις τη σελήνη…
Που μου 'θελες, πέρα – μακριά,
ουράνιο σώμα να 'σαι,
να μην πολύ κοιμάσαι…

Των αστεριών που θαύμαζες
εκείνη την χλομάδα,
ώριο παιδί – λαμπάδα…
Που σ' ανοιχτό παράθυρο
καθόσουν με τις ώρες,
με ζέστες και με μπόρες…

- Μάνα μου, άστρο απέγινα
και πήγα π' αγαπούσα,
σ' αυτά που ξενυχτούσα…
- Και μ' άφησες, μονάχη μου
παράθυρο ν' ανοίγω;
Πώς ήθελα, για λίγο

ν' άγγιζα τα μαλάκια σου,
τα πάντα καμωμένα.
Καθώς στα περασμένα
να σε χαϊδέψω, κι ύστερα
την κλίνη να σου στρώσω.
Φιλί για να σου δώσω

παιδί, γλυκό αγγελούδι μου,
που τώρ' αλλού κοιμάσαι.
- Μάνα μου, μη λυπάσαι.
Στέκομαι πάντα δίπλα σου…
- Μα που 'ναι σου, το χέρι;
- Στο διπλανό τ' αστέρι…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Η Αγαθή


Την κορασιά, την Αγαθή, 
μέσα στης νύχτας το βαθύ 
και κάτω απ’ τ’ αποβρόχι, 
«Έγνοια η αγάπη πόχει!»

την είδανε, στ’ αποσπερνά 
με κάποιον να καλοπερνά: 
Να χαίρει, να γελάει! 
Στο στόμα να φιλάει. 

Και πριν λαλήσει ο αλέκτωρ τρεις, 
χωριά και πόλεις δεκατρείς 
το γνώριζαν· και οι ξένοι, 
πως είναι… "φιλημένη".

Κι από τα βάθη τ’ ουρανού, 
κι από του κόσμου τ’ αλλουνού, 
ήρθανε νιοι και γέροι, 
να μάθουν ποιος, τι, ξέρει.

Ντράπηκε· κι έγκλειστη θρηνεί
σε μοναστήρι· κ' εκκινεί
συγχώρεση να πάρει: 
Ζητώντας Της τη χάρη.

Πέρασαν μήνες, και μετά
πριν κλείσει χρόνους δεκαεπτά…
και πριν ο ήλιος, δύσει…
«Δεν πρόκαμε, ν’ αγνίσει!»

……………………… 

Αχ! ...Η Αγαθούλα, η κορασιά, 
με την καθάρια μπλε ποδιά 
και τις μακριές κοτσίδες, 
έλυσε κάβους χθες στις τρεις 
κι ουδέ που γνοιάστηκε η πατρίς·
κι ουδόλως οι Ευμενίδες …


©Γιώργος Ν. Μανέτας


La Morte


Στο Σπύρο Αλ. Μανέτα †


Άδεια η πόλη, μόνο θάμπωμα καπνού,
κι αργανεβαίνω ταξιδεύοντας μαζί σου.
Κινώ το χέρι, για το σχέδιο του Σταυρού,
χριστολογώ για τις ανάγκες της ψυχής σου.

Έχω στη μνήμη μου το πέρασμα στα χιόνια…
Στερνό παιάνα τις πληγές σου, πατριώτη!
Κι απ’ τη βοή κυπαρισσάνεμου τα λόγια:
«Δοξάστε, πέτρες, τον αθάνατο στρατιώτη!»

Σπουδή ζωής, κι απά’ στου Αιόλου τον αέρα,
σου κυματίζω γαλανόλευκη παντιέρα.
Και στα λειψά τα δυο, άνθη θα ραίνω
κι εκστατικά εδώ μπροστά σου θα σωπαίνω…

Κι αργανεβαίνω, ζαλισμένος για τις Μίνες.
Δρομολογώ το βραδινό το πέρασμά σου.
Σε Μαντουκιώτικο στενό, γεμάτος μνήμες
πικρολογώ γι’ αυτές, που γίναν τα δεσμά σου…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ο αρραβώνας


Στη Δήμητρα Δελακούρα


- Το νυφικό που μου 'ταξε, μ' αγκάθινο στεφάνι.
Το δαχτυλίδι της χαράς δεν πρόλαβα να δω.
Αν ήταν άλλη, κι όχι εγώ, μπορεί να 'χε πεθάνει.
Μήπως στενάχωρα ζητώ μ' αυτό πάντα να ζω;

- Λόγια στ' αυτιά που 'ναι φαιδρά δεν πρέπουν σε γυναίκα.
- Μοιάζουν ενώτια λαμπερά μ' από χρυσό φτηνό.
Ήξερα πέντε σαν κι αυτόν μα τώρα γίναν δέκα.
- Πλέξε με κόμπους τους λυγμούς και κάνε τους λινό.

- Ξεπούλησέ μου τη σοδειά να σου πουλήσω κι άλλη.
- Κάνε το δάκρυ σου βροχή να σου χρωστάω πολλά.
Θωρώ τα μάτια σου καιρό με ξένο ματοκυάλι.
- Οι στοχασμοί, πώς λάθεψαν και βλέπουμε θολά;

- Πάρε χαρτί κι αρμένισε, με κείνη τη μελάνι…
- Στοχάσου μι' άγκυρα μακριά και πέλαγο βαθύ.
- Λύσε τις δέστρες της ψυχής απ' το παλιό λιμάνι
και τη παντιέρα στάμπαρε σε καθαρό πανί.

Έμπα στο φως για να διαβείς μια θάλασσα γαλήνης.
Εδώ η ψυχή με χρώματα και ιριδισμούς πολλούς.
Εδώ η χαρά είν΄ ανείπωτη κι εσύ την κατευθύνεις.
Εδώ είναι φλοίσβος και χωρά μονάχα τους τρελούς...


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Συνείδηση ΙΙ


- Κουπί στα χέρια σου κρατάς και σπάρτο – καφέ φύκι.
- Σου κουβαλώ τρεις θάλασσες να γιάνεις τις πληγές.
- Για παρηγόρια δρόσισα της λήθης τ' αρμυρίκι,
και με το ρέστο νότισα τις πλείστες μου οιμωγές.  

- Είκοσι χρόνια πέρασαν κι άλλοτε πια δε σ’ είδα.  
- Δεν ανταμώνουν, δύστυχε, οι αφορεσμένοι εδώ.
- Μες σε μελάνες σ’ έψαχνε του Έρωτα η γραφίδα.
- Φρούδος θενά σε, ανάλγητε, μ' ανέγνοια την αιδώ.

- Γράμματα πόθου από στεριά μη λάβω άλλα ποτές μου! 
- Η ταχυδρόμος Μοίρα σου θα σ' τα φορτώσει αλλού!
- Τρις ναυαγός, δεν πρόκαμα στ’ Ανάπλι τις γιορτές μου.
- Μηδέ από κιάλι σ' είδανε, σε μι' άκρια του γιαλού.  

- Ήμουν εκεί που κράδαιναν τ’ αγκάθινο στεφάνι.
- Πούθε αρμενίζεις, γέροντα, καταμεσής της Γης.
- Μύρα προβάρω, λάμνοντας σε σμύρνα και λιβάνι.
Στις εσχατιές και κίνησα μ' ανέμους αληγείς.


- Τα φυλαχτάρια κράτησε σφιχτά μέσα στα χέρια
και πάλεψε με μι’ άβυσσο, ξανά για να σε δω.
Τ’ αλλοπαρμένα ρόδα μου, σ' τα ξαίνω πεφταστέρια,
κι όπως σ' τα γνέθω πέταλα, στη γης πάνω μαδώ.

©Γιώργος Ν. Μανέτας



Μπορντέλα


Λερά κατώφλια, φώτα νέον κι έρημοι δρόμοι.
Βογκάει το μάνταλο της πόρτας σκουριασμένο.
Των γυναικών τ' αρώματα φθηνά, κι ακόμη
των σαλονιών το φως, φωτάει κοκκινισμένο.

Η φαντεζί φτάνει γυμνόστηθη κοπέλα.
Λικνίζει τ' άπτυχο σφιχτό κορμί της.
“Άξια γυναίκα μέσα ψάξε στα μπορντέλα”.
Σου το 'χε πει κάποια πριν χάσει την ψυχή της.

Μικρό ακατέργαστο διαμάντι της αβύσσου…!
“Της λογικής η αβρότητα, εδώ δεν πρέπει…
Δασκαλεμένη ψιθυρίζει μες στ' αυτί σου:
«Δώσε σε μένα οχτώ και τέσσερα στο ρέπι».

Το αμαρτωλό στρώνει κλινάρι να ξαπλώσεις.
“Αν θες την άρμη να ξεπλύνεις, στο μαστέλο.
Μετρώ στο χρόνο που απομένει, ως να τελειώσεις”.
Το φίλημά σου λαχταρώ δίχως να θέλω.

- Στον έρωτα, κρένω ακατάληπτα τις λέξεις.
- Δεν θέλει μόχθο αυτή η επιθυμία.
- Άμα σου πω γι' αγάπη, θέλω να προσέξεις.
- Πες πως σου δόθηκα, με υπόσχεση καμία.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Άγκυρες


Τα μελανά, όταν ζώνουνε της θάλασσας τα φίδια
και τα πελώρια κύματα στην πλώρη παραδέρνουν,
παρηγοριά μας οι άγκυρες, – περήφανες εργάτριες –
με τους κορμούς τούς κάθετους και τ’ ατσαλένια νύχια.

Σαν ταξιδεύουμε, γερά τις έχουμε πιασμένες 
μα εκτεθειμένες, στην κακιά την ωκεάνια νόσο,
που, όταν πια θα δέσουμε τους κάβους στο λιμάνι,
τις μύριες βλέπουμε σφοδρές πληγές από τ’ αλάτι.

Εκρέει τ’ οξείδιο βλαβερές τοξίνες στους κορμούς τους
που, μοιάζουν με ακατάσχετες πληγές σαν των ανθρώπων,
μα οι ναύτες, έμπειροι σε αυτά, τα μέταλλα φροντίζουν 
κι ακόμη, ασταμάτητα: Καδένες, στρίτσα και όκια. 

1978

Ήθελα, οι ψυχές μας άγκυρες, αύτανδρες, ποντισμένες.
Γύρω συντρίμμια και πεσμένα βράχια, να τις ζώνουν·
για να μη στρέφουν προς αυτές που στη στεριά γερμένες.
Για να μη βλέπουν... όλ' αυτά, που τις ψυχές πληγώνουν.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σελήνη ΙV


Σαν παραμύθι 


Μόλις την είδα, σώπασα. Σωρό 'γινα, να πέσω.
Απ’ τα ζερβά της κουπαστής κι από την πλώρη, εφάνη
και σκιάχτηκα, σαν έτεινε το χέρι της να πιάσω.
Με απελπισία σαν ζήτησε να σώσω απ’ τον πνιγμό της.

Χρόνο δεν είχα να σκεφτώ παρά να τηνε σύρω
μεσ’ απ’ την άγρια θάλασσα κι από την καταιγίδα
που όλη τη νύχτα, μαίνονταν στη μέση του πελάγου,
με συριγμούς πρωτάκουστους στο μένος των ανέμων.

Δίχως περίσκεψη καμιά και δίχως να δειλιάσω
το παγωμένο το κορμί της άδραξα απ’ τον πόντο
μεμιάς, και την απόθεσα στου διάκενου τ’ αμπάρι,
να μη μπορούνε τα στοιχειά της θάλασσας να πάρουν.

Έτσι, χλωμή όπως έγερνε στ’ αμπάρι ακουμπισμένη,
τη ρώτησα, τι θα 'θελε γι’ αυτήν άλλο να κάνω,
μιας και η ψυχή τρεμόσβηνε μες στ’ άχραντο της σώμα,
μιας και κατάκοπη, το φως της κόντευε να εκπνεύσει. 

Συντετριμμένη κοίταξ’ ένα γύρω κι ύστερα εμένα
λέγοντας μου «μη σκέφτεσαι καλόκαρδη ψυχή μου,
μες στις βυθίσεις τις πολλές, που μ' έταξεν η φύσις, 
έχω μι΄ αδιάθετη στιγμή, μια νύχτα, π’ αποκάνω».

………………………………

Σαν παραμύθι το ιστορώ στα εγγόνια, στα παιδιά μου,
κι όπου βρεθώ κι όπου σταθώ γι' αυτήν λέγω, πως είδα,
πως κράτησα για μια στιγμή στα χέρια τη Σελήνη,
την έμορφη χλωμοκυρά, της Γης τη φωτοδότρα.

Το μολογούν τα εσπερινά τα κύματα, που το 'δαν
Βροτός στα χέρια να κρατά πριν λίγο απ’ τη θανή της
του έαρος την ελλήνισα, τ’ άγιο του θέρους λάμπος, 
που μια στην άβυσσο κινεί κι άπτερος ύστερα στέκει.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σελήνη ΙΙΙ


Η αλήθεια….


Βρισκόμουν στη μέση της θάλασσας, και ήταν εκεί.
Βέβαια, το χρέος και οι σκοποί μας διέφεραν αισθητά.
Εγώ, ψάρευα, ενώ αυτή επιτελούσε το ουσιώδες: 
Χρέος αρχέγονο, με αέναες βυθίσεις μέγιστου θάρρους.

Ήταν τόσο κοντά, χλωμή όπως πάντα και μόνη.
Είχε βυθίσει μέχρι τη μέση, όταν άκουσα τις κραυγές…
Κραυγές πνιγμού, φόβου και αγωνίας, που σε παρέλυαν,
που σε πονούσαν όπως όταν χάνεις κάποιον δικό σου.

Ήταν αυτή, και ήμουν εκεί. Την είδα, που σφάδαζε…
Με αυτοθυσία, έπεσα στα παγωμένα νερά και την ανέσυρα,
ως την άκρη της βάρκας. Aιμορραγούσα και ημιθανής
καθώς ήταν, της έδωσα το φιλί της ζωής, ώσπου ανένηψε.

Ενίοτε, σας τη θυμίζω…



©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κόσμος 


- Στο ταξίδι που κίνησες για τα πέρατα μέρη, 
προσμετράς τ’ όνειρό σου μα σου βγαίνει λειψό. 
- Μες στου νου μου τ’ ασύνορο, αριβάρω έν' αστέρι: 
Στ’ όραμά μου μια θάλασσα που σαν βλέπω διψώ. 

Πεφταστέρι που βύθισες και σε φέρω στο βλέμμα, 
που συλλέγω σ’ ευχές μου κι έχω κάνει σωρό, 
άμα θέλεις, ανάσυρε μ’ ένα γρίπο το γέμα, 
να σας έχω στη ρίμα μου μνήμες σαν ιστορώ. 

- Κάθε λέξη ένας ψίθυρος που φτερώνει στ’ αψήλου. 
Ναυαγοί που σκορπίσατε - δίχως τέλος κι αρχή. 
- Φορώ πάντοτε τ' άχραντο το σκουτί του ναυτίλου, 
προστατεύοντας στ’ άστατα των καιρών μη βραχεί. 

Μύρια τ’ άστρα και τ’ άπειρα, πεφταστέρι. Θυμήσου: 
Αλογάριαστα πόσα σας συλλέγω μ’ ευχές… 
- Έλα! Ξάπλωσε, αγόρι μου. Σε θωπεύω. Κοιμήσου. 
- Μάνα, οι σκέψεις μου ασύνορες κοσμικές προσευχές. 



©Γιώργος Ν. Μανέτας


O πρωτόμπαρκος


Πώς ήθελε, απ' τη στεριά μακριά να ταξιδέψει,
να βρέξει κείνο το στεγνό από θάλασσα κορμί,
να μπει κει μέσα της χωρίς το βλέμμα του να στρέψει·
εμπόδιο πια να μη σταθούν της μάνας του οι λυγμοί.

Ήθελε ν' άρχει, με χρυσά σιρίτια στη στολή του
κι όλα τα διάσημα καθώς στο στήθος που φορούν.
Ήθελε πίστη, σεβασμό στην όποιαν εντολή του,
δίχως “εχθροί και φίλοι του”, να τον περιφρονούν.

Κι όσο σκεφτόταν, θάρρευε και στα βαθιά κινούσε,
μα κείνα τ΄ άγρια του καιρού τον πήγαιναν γι' αλλού!
Ο φόβος, θόλωνε το νου, έκλαιε, παρακαλούσε,
κοίταζε πίσω μήπως δει την άκρια του γιαλού:

“Δώσε να φτάσω στη στεριά και πάνω να πατήσω,
να γιάνει τούτο απ' τις πληγές που ρήμαξε κορμί·
να πέσω χάμω της και πριν την άμμο να φιλήσω,
όρκο να κάνω: Θάλασσας μην ξαναζήσω ορμή.


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Το όνειρο ΙΙ


Απόψε, μέσα στ’ όνειρο μου φάνηκε πως σ’ είδα
να κατεβαίνεις το στρατί παράξενα γερμένος
τόσο, που μέσα στο θολό δυσδιάκριτο σκοτάδι,
θύμιζες πλοίο που χτύπησε σφοδρά μια καταιγίδα.

Απόμεινα να σε κοιτώ στ’ αντίπερα ως περνούσες
με κείνη τη βηματισιά καθώς των μεθυσμένων
ναυτών, οπού τρικλίζουνε κρατώντας το φανάρι.
Ίδια κι εσύ βημάτιζες κι ασύνδετα μιλούσες.

Φύσηξε τότε ως τη στεριά της θάλασσας ο αέρας 
κι έφερε κείνη τη γνωστή του νόστου μυρωδιά του
τόσο, που ξύπνησα μεμιάς και κίνησα για να 'βρω
το καραβίσιο τ’ όνειρο, στο μόλο της εσπέρας.

Πρόσεξα, τότε, το δικό κορμί που 'ταν γερμένο
να κατεβαίνει το στρατί μ’ απελπισιά γεμάτο
τόσο, που μέσα στ’ αυγινό και καθαρό της μέρας…
Σκιάχτηκα! πέρα να κοιτώ ποιον τάχα περιμένω…


Της Γης


Πόσο του βουνού προσμένω την πλαγιά για ν’ αντικρίσω.
Να κρυφτώ απ’ το κάμα κείνο του ζεστού καλοκαιριού.
Πόσο λαχταρώ το μάγο μονοπάτι να πατήσω.
Των πουλιών φωλιά να κάνω την παλάμη του χεριού.

Πόσο λαχταρά η ψυχή μου το φθινόπωρο να φτάσει.
Απ’ τα πέρα να ξανάρθουν γκρίζα σύννεφα δροσιάς.
Πόσο λαχταρώ να βρέξει και το χώμα να χορτάσει.
Των δασών, κείνες οι ρίζες, να ξεδίψαγαν μεμιάς.

Πόσο λαχταρώ χειμώνα να σκορπίσω απά στο χιόνι.
Τα γερμένα τα κλωνάρια να τινάξω καταγής.
Να φροντίσω το μικρούλι το πουλάκι που κρυώνει.
Να χαϊδέψω τ’ άγιο χώμα, που θα πάρει εμέ στη γης.

Πώς της άνοιξης προσμένω τα λουλούδια για ν’ ανθίσουν.
Να μεθύσω στις οσμές τους που τα μύρα τ’ ακριβά,
θάμνα των γκρεμών πουρνάρια την ψυχή μου θα γεμίσουν,
για να δώσω αυτής κομμάτι προς εκείνον που πονά.



Τρίτο Μέρος


Από τα «Εν όλω» Δυστοπικά
( 5 / 2 / 2009 – 29 / 12 / 2014 )


Ζυγός


Η γλώσσα του ηθικού και ενάρετου λογοτέχνη, είθισται δομημένη
με υλικά συγκροτήσεως πεπαιδευμένα και ικανά να υπηρετούν την τέχνη του
με συνέπεια ωρολογοποιού. Αυτονόητον δε, να εικονίζει την εποχή του
ουσιώνοντάς την με μεθόδους νοηματικούς και μηνυματικούς.
Να αντιτάσσεται, στην εξελικτική της εποχής του παθητικότητα.

Ο ορθός της εκτιμήσεως λόγος του, ευπρόσδεκτος είναι, και όταν αληθώς δίδεται,
παρήγορος είναι. Αυτός, ο ηθικός και ενάρετος, είναι ο της ευθύνης συμμετοχικός
και πρέπει υποταγμένος, χάριν της τέχνης του, να ικανώνει τον άνθρωπο
αιτιολογώντας του τα αναιτιολόγητα της υπάρξεώς του παρένθετα.

Ο κοινωνός αυτός Άνθρωπος, είναι ο της προγονικής νοήσεως πρόδρομος ικανός,
και ως ζυγοστάτης των λέξεων πρωτουργός, άρχει, ζυγίζοντάς μας
καιρούς αμελείς και ανερμήνευτους…




Τι φταίει, λοιπόν…;


Μη σε κορφή και λούφαξε; Μη σε σπηλιά, κοιμάται;
Μη το δρομί, κατέβηκε, με κείνη τη φορά μου;
Δίχως στο τάχη να ριγεί και δίχως να φοβάται;
Ποιος μου την έχει; Πείτε μου! Πού κρύφτηκε, η χαρά μου;

Μην έπεσε στου πηγαδιού, στο πέρα δάσος, που ’χει;
Μη μου τη γλύκανε κανείς και πήρε την, μακριά μου;
Μη μου την πήραν τα στοιχειά, του Χάροντα οι κλειδούχοι
και δεν τη φτάνει για να δει η κοφτερή ματιά μου;

Τι φταίει, λοιπόν; Ποιος με μισεί; Ποιος θέλει το κακό μου;
Οι αναπαυμένοι, μήπως το; Μη τα χτικιά, οι τρακόσοι;
Μη με χαλάει της ξενιτιάς το κακορίζικό μου;
Ποιος τυραννάει την τύχη μου, και θέλει να, ξεστρώσει;




Αποδημίες


– Ακαθόριστα μ’ είδες σ’ έναν άγνωστο τόπο
στοιχειωμένη και γύρω να με ζώνει ερημιά.
Μη ματώνεις για μένα καταβάλλοντας κόπο.
Τα δικά μου τα χείλη δίχως γεύση καμιά. 

– Κρίνου χρώμα χλωμό να σε φέγγει με χάρη.
Προσπαθώ να σε φτάσω μα τα χέρια λειψά.
– Τι ’ναι κείνο που κρώζει την ψυχή για να πάρει;
– Μην ο δαίμονας – γύπας το κορμί που διψά; 

Μην ο γρίφος – τριγμός πως μια ρίζα ζυγώνει; 
Μην της σάρκας εκείνο που σου τρώει τη θωριά;
– Σ’ ακατάληπτη γλώσσα μου μιλάς που ματώνει. 
Βρίθω αρρίζωτη χώμα σε κενό μιαν oργιά. 

Ύπνος θα ’ναι που φόβος ξαφνικός μ’ ένα δάκρυ. 
– Γείρε στ’ άλλο πλευρό σου μα διπλώσου σιγά.
– Το μνημούρι στενό και μπερδεύω ποιαν άκρη.
– Να προσέχεις! – Ποιον πρέπει; – Την ψυχή που λυγά.

– Δεν το σώμα δειλό κι η ψυχή που φοβάται.
Δεν η ζέστη, το κρύο κι όσα που ’χω πληγεί. 
( Ό,τι κι όσα χρωστώ, καταγής ποιος θυμάται;)
Είν’ η πίκρα που νιώθω, στη δική – ξένη γη… 




Κύριε…


παρακαλώ για μιαν ευχή, σ’ ό,τι κακό μας βρήκε…
κι αν σας ζητώ, τη λύπη σας στον πόνο που μου βγήκε,
είναι γιατί, στη χώρα μου, οι κυνοβουλευτάδες
απαρνηθήκαν τον αγρό και γίνανε λεφτάδες.

Της διαβολής οι ακίδες τους, στου δαίμονα τα βέλη.
Δεν μεσουράνησαν ποτέ, της πονηριάς οι αγγέλοι.

Παρακαλώ, προσέξετε το γλυκομίλημά τους,
τ’ απόμακρο, το σκοτεινό κείνο τ’ ανάβλεμμά τους.
Δεν είναι κρίμα μου η σοδειά, άπιαστη πάντα να ’ναι;
Δούλεψα! ξενοδούλεψα, μα τα παιδιά πεινάνε.

Βγήκανε φίδια και σκορπιοί, μα θα ’ν’ μόνο για λίγο.
Γράψε· του κλέψαν τη σοδειά, τ’ αμπέλι από τον τρύγο.

Γι’ αυτό και μόνο σας ζητώ, μην λυπηθείτε, διόλου!
Τα βδελυρά, τ’ ακάθαρτα, στην εύνοια του διαβόλου.
Σφαλίστε μον’ τα μάτια μου, τ’ ανάξιο τούτο στόμα,
κι όσα που γράφτηκαν εδώ, ας παν όλα στο χώμα.




Το καράβι


Η νύχτα αυτή, που της αυγής προβόδισε το ντύμα,
λούζει με δάκρυα νοτερά της υγρασίας, καράβι:
Αυτό όπως πλέει μες στην ωχρή λιγόφωτη νεφέλη,
μοιάζει ταξίδι απόκοσμο να προσδοκά, σε αβύσσους.

Σε αυτό το ανέγγιχτο πυκνό και αδιόρατο σκοτάδι,
διασπάει αργά τους μυστικούς και χωροχρόνους κόσμους,
τόσο, που στ’ άφθαρτα σημεία των καταρτιών του πάνω,
μνήμες – θηλιές και γογγυσμοί, με μυστικά αχερούσια.

Από τα ξάρτια του γκρεμοί αρχαίων οστέινων κόσμων
με λίθινες συρτές λαλιές, σαν ψαλμωδία δαιμόνων –
με αφορεσμών ονόματα κι αναθεμάτων μίση,
αυτά τα χάη θανάσιμα διαρρήγνυαν, βρίζοντάς τα.

Τη νύχτα αυτή, η ερεβική και μεσονύχτια σκέψη,
στους οδυρμούς της πρόσθεσε τ’ αρχαίο αυτό καράβι.
Στ’ ανοίγματα και στις οπές του μυστικού του κόσμου,
κατόπτρισε μιαν άλυσο και τ’ όνομά του: ΑΔΑΛΛЭ ﻤ ﻤ ﻤ ﻤ ﻤ ﻤ




Έπεα πτερόεντα

Ελλάς VII


Σαν φτερό που τ’ απέκοψαν και η βροχή παρασέρνει,
που βουλιάζει, όταν άνεμος στο βυθό παραδέρνει,
που παλεύει με τ’ άγνωστα καιρικά για να υπάρξει,
έτσι, ο άνθρωπος βάλλεται. Και ζητεί να τ’ αλλάξει,

μα… δεν εύκολο διόλου! Στην αδιάκοπη πάλη,
στον αγίνωτο κόσμο του που τον νου του προσβάλλει,
που ο ποιμήν άρχει δύστροπα και το ερίφι σφαδάζει,
έτσι, ο άνθρωπος βάλλεται. Σαν την κάργια που κράζει,

πλήθος γύρω του κήνσορες στων Βουλών τ’ άγριο δώμα –
δοτά πένθιμα κύμβαλα δίχως κοίλον, κι ακόμα
σαν ο αοιδός σε πανήγυρη – ως εν εύηχος σκύλος,
έτσι, ο άνθρωπος βάλλεται. Φανερά και προδήλως,

σαν τη σκλήθρα την ξύλινη (κι όλα τ’ άλλα πιο πάνω)
παρασύρθηκες, μάτια μου. Σαν καράβι που χάνω,
που βουλιάζει, όταν άνεμος πέρ’ αδιάκοπα σέρνει…
Έτσι, αδιάκοπα βάλλεσαι κι ο καιρός παρασέρνει… 





Αν είχα…


Αν είχα, εκείνη τη θωριά του Παλαμά, στη σκέψη,
τη βαθυστόχαστή του ορμή, το φλογερό του πάθος,
κοντυλοφόρους θ’ άδειαζα γι’ αυτούς που ’χουνε κλέψει…
Ποιος τα ’φαγε, ποια γνάθος…
 
Αν είχα, εκείνη του Σουρή, την πεισμωμένη πένα,
με τη θανάσιμη γραφή· το θυμωμένο μάτι· 
θα σου ’λεγα, κοπριταρά, που τρως από τη γέννα,
το μέλι και τ’ αλάτι:
 
«Θα σου ’ρθω Μεγαλέξανδρος, και μια με το σπαθί μου – 
θα σε λιανίσω, ρεμπεσκέ, που την Ελλάς ξεφτάς…
Ρε “Φασουλή, Φιλόσοφε” χλαπάκιασες τη γη μου,
κι απέ μου τη ζητάς;»
 
Αν είχα γίνει, Σολωμός, Κάλβος αν είχα γίνει…
ή Ρήγας· με τους χάρτες μου να κεραυνώνω εχθρούς,
θα ’χα τη δύναμη να πω ποιος το “παιχνίδι στήνει”,
ποιος προσδοκά μικρούς…
 
Κι αν είχα, το “Υστερόγραφο” του Κατσαρού, εγώ γράψει,
και τη “Διαθήκη” αν είχα εγώ, πριν απ’ αυτόν, σκεφτεί,
όρνιο, παπάς αν τ’ άκουγε, θα ζήταγε να κλάψει…
Ποιος ήθελε, κρυφτεί! 
 




Κρατοπτρισμοί


Απ’ το κρεβάτι αντικριστά και πάνω απ’ το τραπέζι,
έναν καθρέπτη έχω παλιό δαρμένο απ’ τον καιρό
που όταν νυχτώνει, μια γοργόνα βλέπω να μου γνέφει,
να μου ζητάει να βυθιστώ μαζί της, στο νερό.
 
Ακόμη, βλέπω ένα παλιό παράταιρο καράβι
με τα φανάρια του σβηστά και τα πανιά σκισμένα,
και κάποιον ναύτη αθώρητο στη νύχτα, να μου γνέφει
για να του φέξω τα ίσαλα, μην είναι σαπισμένα.
 
Ακόμη, ψίθυρους ακούω στο μένος των ανέμων
με ανούσιες ρίμες μυστικές και χθόνια κοσμημένες,
τόσο, που τις αισθήσεις μου μην χαρωπά ξυπνάνε,
δεσμεύοντας των νυσταγμών συνήθειες ειλημμένες.
 
Κι ακόμη, εσένα βλέπω εκεί φανταστικέ αναγνώστη,
κρυφά στο μισοσκόταδο τον πόνο να ξεχνάς
γελώντας, συμ – βουλευτικά κι ευέξαπτα να γνέφεις…
πως το δικό σου βάσανο, δεν φεύγει όταν γελάς.
 
……………………………………………..
 
Πάνε τρεις νύχτες που ξυπνώ σε κείνο τον καθρέφτη
κι αφυπνισμένα βλέπω εκεί δυο μάτια να κοιτούν,
τόσο καχύποπτα θαρρώ που με περνάω για κλέφτη,
μα λέω μη δώσω κι αφορμή, για εμένα να ντραπούν. 
 


 
 
Υμίν…
 

Καράβι, ακριβοθώρητο στη ποντοπόρο ρότα,
άγνωστο, δίχως όνομα και δίχως προορισμό,
γιατί στην άγρια τη νυχτιά πας με σβυσμένα φώτα;
Πες μου, ποιος σε κατάντησε σε τέτοιο μαρασμό;
 
Καράβι, εσύ που αγάλλεσαι στην επωδή του ανέμου,
που δεν φοβήθηκες ποτέ τα ερέβη της νυκτός,
εσύ, ζωσμένο θάλασσα του μόχθου, σύντροφέ μου 
πες μου, ο βυθός πια γέμισε και δεν είναι βατός;

Καράβι, εσύ τώρα γερτό κι απανθρωποδαρμένο,
που θα πλαγιάσεις στην υγρή σε λίγο πλησμονή,
καράβι, εσύ που στέκεσαι λειψό, αποθαρρημένο,
πες μου, πώς τόνους άντεξες με φορτο – υπομονή;

Καράβι, δίχως άγκυρα και δίχως αξιοπρέπεια,
που εντός ολίγου θα ριχτείς στην άγρια τη σιωπή,
που οι καιροσκόποι διάττοντες σου φέρθηκαν με απρέπεια,
μη σαν τα κέρδη, στέρεψαν ο πόνος και η ντροπή;
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Της Ξενιτιάς


Στους Έλληνες, όπου Γης

Παιδί μου, πούθε κίνησες και πού γι’ αλλού πηγαίνεις;
Μην πας στη μαύρη ξενιτιά που δε φυτρώνουν κρίνα;
Που δεν γκαστρώνεται η σπορά στη γης για να καρπίσει;
Καμάρι μου, τι σου ’καναν κι όλο μιλάς για κείνα;

Άνοιξη, πώς για να χαρείς; Πουλάκι, πού θ’ ακούσεις;
Πού θα ’βρεις γάργαρο νερό, να πιεις και να χορτάσεις;
Κι άμα χορτάσεις, πού σκιά; Πού δέντρο, ν’ ακουμπήσεις;
Πού θα ’βρεις μέντα, ρίγανη, βασιλικό να μάσεις;

Κι άμα θελήσεις, εκκλησιά; Ένα κερί, ν’ ανάψεις;
Κι άμα θελήσεις, προσευχή κι ένα σταυρό να κάνεις;
(Της Δύσης, τ’ άγρια τα θεριά, που μοιάζουν στους ανθρώπους,
σαν σε κοιτάξουν δύστροπα… θα θέλεις ν’ αποθάνεις…)

Πού θα ’βρεις, γιε μου, πι’ όμορφη σαν τη δική πατρίδα.
Πού θα ’βρεις, για ν’ αγαπηθείς και ποια για ν’ αγαπήσεις!
Κι άμα, του κάκου, σου συμβεί βαριά και μ’ αρρωστήσεις,
ποιος θα βρεθεί στην κλίνη σου, τα μάτια να σου κλείσει;


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Έκτακτο

 
Ελάτε, σκέψη και ψυχή και κρίνετε σαν δείτε
και πείτε, με χελιδονιού κελάηδισμα – φωνή:
«Φέρνω σε σπόρο μι’ άνοιξη για ν’ αναγεννηθείτε, 
για να μπολιάσω την ξερή τη γη που ’ναι γυμνή».

Ελάτε, σκέψη και ψυχή και φέρτε την ελπίδα, –
και φέρτε της τα χρώματα του νόστου τ’ αυγινά
αυτά, οπού στερήθηκε μες στη δική πατρίδα,
ο γέροντας, που τη θρηνεί και θέλει τα, πριν να…

Έλα, κορμί, έλα ψυχή και σκέψη μου για κείνη,
εκείνη που τη μόλεψαν μια νύχτα τα χτικιά,
και δώστε της λίγο να πιει νεράκι από την κρήνη,
να ξαπλωθεί το σώμα της στου πεύκου την ισκιά.

Μόνο, μην πιάσεις πράσινο και μολυνθείς ψυχή μου.
Μην πιάσεις Δένδια, σκέψη μου και πάψεις, λογική.
Φοβάμαι μη στ’ απόσκιο τους και ξεχαστείς κορμί μου,
για δεν θα βρούνε κόκαλο, να κλάψουν κι οι δικοί…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Της Ξενιτιάς ΙΙΙ


Το λένε τ’ αχαμνά νερά της θάλασσας, τα στέρφα,
το διαλαλούνε τα πουλιά με τον κελαϊδισμό τους,
το λένε τ’ άστρα τ’ ουρανού και το χλωμό φεγγάρι:
Χαρά δεν έχει η ξενιτιά, δεν έχει παρηγόρια.

Το λένε στ’ άπταιστα οι μικρές του κάμπου πεταλούδες,
του ανέμου οι ψάλτες διαλαλούν στ’ ανάμεσα κλωνάρια,
το κράζουνε, κει που ξεσπούν οι γλώσσες των κυμάτων:
Να μην τολμήσεις ξενιτιά, μ΄ ασταύρωτο το στέρνο.

Τα χαμομήλια της πλαγιάς το μολογούν στα σπάρτα,
το λένε τ’ άγρια τα θεριά στα γκρέμια και στα βύθια,
το λεν οι αοιδοί της Κέρκυρας σε μοιρολόι αρχαίο:
Σαν θες να πας στην ξενιτιά, μαύρη να βρω πλερέζα

καθώς, δεν έχει εκεί χαρά, δεν έχει ν’ αποστάσεις,
ίσκιο δεν έχει απ’ αγριλιά και χώμα να πλαγιάσεις.
Με δίχως μύρτους, γιασεμιά, πώς η ψυχή σου, πλέρια;
Πώς σαν πεθάνεις, ξενικό θα σε δεχτούν τ’ αστέρια;


©Γιώργος Ν. Μανέτας
 

Η Βαρκούλα

Δίχως κατάρτι και πανί, κι απ’ άγκυρα πιασμένη,
πού πας βαρκούλα στο βαθύ το πέλαγο χαμένη;
Εδώ ’χει κύματα – θεριά, ψηλώνουν και σ’ αρπάνε!
Μήπως, γι’ αλλού ξεκίνησες κι αλλού κείνα σε πάνε;
 
Εδώ, δεν έχει ρεμβασμό και στοχασμό για τ’ άστρα,
μηδέ λουλούδια μ’ ευανθούς θα δεις ποτέ και γλάστρα.
Δεν έχει φάρου αναλαμπή και στίγμα να σε βρούνε.
Μόνο στοιχειά και δαίμονες της Δύσης εδώ ζούνε.
 
Εδώ, δεν θα ’βρεις τα ζεστά τ’ ανθρώπινα τα χάδια.
Τα κυβερνάει μια θάλασσα, που ’ν’ η καρδιά της άδεια.
Είν’ ο Βορράς, κακότροπος! Όλο φυσάει και βρέχει.
Την άγια εκείνη των νεκρών των ναυτικών, δεν έχει!
 
Έλα! κουράγιο ελλήνισα βαρκούλα, θα σ’ αδράξω.
Θα καθαρίσω το σκαρί και τη ζημιά θα φτιάξω.
Το μπλε θα στρώσω στη στιγμή και κείνο το λευκό σου.
Λευκό και κείνο της ντροπής το μαύρο, ριζικό σου…


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Σκήτη

– Φίλησε με!
– Ποια είσαι;

– Πικραγάπανθος!
Λυγερός πρωτανθός συλλέκτης
αρχαίου φωτός
με ρίζα πύρινη.
Διαβιώ νοτίως της μετόπης του ήλιου
σε σκήτη του Έρωτος.

Εσύ;

– Δακρυφόρος έλιξ!
Αναδύτης πηγαίων συναισθημάτων
επιχειρώ
με χαίτη ορειχάλκινη
στους θρόμβους των δακρυγόνων.
Τελώ εγκάρσια της τυφλότητος…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Ευεργέτιδα πασών των εθνών, θεών το γένος Ελλάς


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Αχλύς

Το καράβι, που αύριο θ’ ανταμώσει τη μοίρα
χτυπημένο απ’ της “θάλασσας” την κακιά την αρμύρα,
στο χεράκι μου πάλλεται και ζητεί να γογγύξει.
Να χαϊδέψω, πώς ήθελε πριν την άγκυρα ρίξει.

Εγώ ναύτης μού ζήτησε στο στερνό του ταξίδι
μα πριν γίνει στην έκταση του βυθού της στολίδι,
να το βγάλω στα πέλαγα να το κλάψουν οι φάροι,
να τ’ ακούσουν τα κύματα, τ’ ασημένιο φεγγάρι

πως η Ελλάδα πια χάθηκε κι ανελεύθεροι ζούνε
κι όσα έθνη ευεργέτησε φθονερά τη μισούνε,
καθώς πάλιν οι βάρβαροι – με τ’ αδάκρυτα μάτια,
προσπαθούν ό,τι απέμεινε να το κάνουν κομμάτια.

Το καράβι, που αύριο θ’ ανταμώσει τη μοίρα,
χτυπημένο απ’ της “θάλασσας” την κακιά την αρμύρα,
το καράβι που μου ‘θελε και ιστορούσα πριν λίγο,
μου ζητεί προς τα σύμπαντα να το πάρω – να φύγω.


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Επίκληση ΙΙ


Το μπλε, πάντα τ’ αγαπούσα: Γιατί μοιάζει της θαλάσσης,
γιατί μοιάζει στο Γαλάζιο χρώμα εκείνο τ’ ουρανού.
Γιατί στη φωτιά κι ακόμη: Ήθελές το να γεράσεις,
για να καταλάβεις λάθος – φλόγα σού ’καιγε το νου.

Δεν το κόκκινο το χρώμα. Δεν το μαύρο, της αβύσσου.
Δεν το πράσινο, – κι ας μ’ έχει τούτο κάνει να πονώ.
Έλα μου στην κλίνη πάνω Θάνατε τώρα κι ευχήσου,
να μη ματαδώ άλλο δείλι, να μη ματαδώ πρωινό.

Δεν η φρίκη της κολάσεως, που αποστρέφω το κεφάλι.
Δεν του πόλεμου το μένος που με κάνει να ριγώ.
Είναι των πολιτικών η αναίδεια που τη σκέψη μου προσβάλλει,
που φοβάμαι, ξενυχτώντας – μήπως στ’ όνειρο πνιγώ.

Σαν θα ξημερώσω κι αύριο, εύσπλαχνε θέ μου – πατέρα,
συ που λογαριάζεις πάντα τούς που πάτησαν στη Γη,
κάμε τούς δοτούς να φύγουν, να σκορπίσουν στον αέρα
γιατί, το ποθεί η ψυχή μου! κι η καρδιά μου, αναριγεί…


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Άπατρις


– Για δεν πετούν οι σταυραετοί;
– Μήπως κι εκείνοι πια δετοί…;
– Πού πήγαν, όλα;
Της άνοιξης, πού ’ν’ η χαρά;
Πήραν ανάποδη φορά,
τα μυροβόλα;

Πού ’ναι τα δέντρα; Πού οι σκιές;
– Κοράκια γύρω μας κι οχιές…
– Πού ’ν’ τα λουλούδια;
Πού ’ν’ ο πολύς κελαηδισμός;
Μήπως και πήρεν τα, σεισμός;
Πού ’ν΄ τα τραγούδια;

Πού ’ν’ τα ποτάμια, οι ρεματιές;
Πού ’ναι του πάθους μου, οι μυρτιές,
τα γιασεμιά μου!
– Έλειπες, φαίνεται, καιρό…
– Κι άφησαν μόνο τον εχθρό
στη γειτονιά μου;

– Πήραν τη! πήραν την πατρίδα,
που ’λεγες, πως είν’ η μητρίδα
του κόσμου, όλου!
Πήραν τη, μέρα – μεσημέρι.
Ξένοι και «φίλοι» μας εταίροι…
– Α, του διαβόλου!


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Κύριε..

εμείς οι καλοκάγαθοι,
ευλαβείς δούλοι σου,
Σε χαιρετούμε.
Πανάγιο βρέφος, φέτος
δεν κάναμε πολέμους
μηδέ ασεβείς και ανειλικρινείς
ήμασταν.
Από τ’ ασημόφτιαχτα και χρυσοποίκιλτα
της εικόνας Σου, δεν κερδίσαμε,
μηδέ των Αγίων τα λάβαρα
περιφέραμε άσκοπα
και με δόλο.

Μάθαμε, Κύριε, καταλάβαμε
και ρητά ακολουθήσαμε.
Άξιοι πια είμαστε
χωρίς έπαρση και μωρία,
χωρίς φθόνο, χωρίς πρόθεση.

Κύριε… χορτάσαμε!
Των οφθαλμών μας η πείνα,
προσπέρασε!

Μη σκιάζεσαι, για εμάς.
Αργότερα, κατά την άνοιξη,
θα Σε σταυρώσουμε.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Του καναπέ…


Γύμνια!

του νου, γύμνια η ψυχή
κι ύπνος βαθύς…
– Να θέλεις, και να προσπαθείς.

Εδώ, η αυγή

μίλησε μια, μίλησε δυο,
της μέρας φίλησε το γιο
κι απόκαμε, με τ’ άστρα.

Ώρα καλεί! 

γι’ αυτό κι εσύ
ψάξε και διάλεξε βυζί,
μέθυσε, στους χυμούς του.

Χορτάτος…

μη μου λες: ’σ’ απέ –
στην θαλπωρή του καναπέ,
δίχως αγώνα, ιδρώτα.

Σήκω! 

και φώναξε και πε
στους καφεμάντες του Φραπέ:
μίλησα μια, μίλησα δυο… 

εγώ, είμαι πόλη και χωριό!!

.
©Γιώργος Ν. Μανέτας



Η αντάρτισσα μάνα
 

– Γιε μου, μου λες θε ν’ ακουστούν αυτά που σε τρομάζουν.
– Θα σε πικράνω, μάνα μου, μα πρέπει να σ’ τα πω.
Όσα που ξέραμε απ’ τα χθες, βυθίζουνε, ρημάζουν!
Νιώθω από νιος πια γέροντας που ζει δίχως σκοπό.

Ό,τι με πάθος, πίστεψα, θα πρέπει ν’ αναιρέσω.
Θα πρέπει να παραιτηθώ, να σβήσω, να χαθώ!
Άνοιξε τάφο, μάνα μου βαθύ για να χωρέσω.
Δώσε από τ’ άνθη μύρα σου το σώμα να πλυθώ.

– Αγάπη μου, δικό παιδί που σου ’πιανα το χέρι,
που χάιδευα, μη πικρανθείς και πάθεις μαρασμό…
– Τ’ άδικο, μάνα, τ’ άδικο μας κυβερνά και χαίρει.
Μας σπρώχνει προς την άβυσσο· μας θέλει το χαμό.

– Πάλεψε! γιε μου, πάλεψε και πιε από το φαρμάκι.
Από τ’ ανθρώπινο και πιε της κάλπικης ψυχής.
– Δίχως πια πίστη, μάνα μου, πώς να μπορώ, λιγάκι;
– Βάσταξε, γιε μου, βάσταξε! δεν πρέπει εσύ στη γης

πρέπει, – κατάρα στους μωρούς που κυβερνούν τους τόπους!
σ’ όσους περίσσια βγάζουνε και κρύβουνε σοδειά.
Να μην τον ίδιο θάνατο γευτούν με τους ανθρώπους.
Όλες, οι μαύρες οι ψυχές, σε μι’ άβυσσο – σπηλιά!

Δίχως ταφή και δίχως τους, παπά να τους διαβάζει:
Δίχως λιβάνι και χωρίς εξόδιο, προσευχή!
– Έλα, μάνα μου, ξάπλωσε, γείρε γιατί βραδιάζει.
Φίλα με ’δώ, στο μέτωπο, να ευφράνει σου η ψυχή.

ΙΙ

Μάνα μου, κλαις; Μη το κρατάς βαθιά μες στην ψυχή σου;
Η στεναχώρια, είναι χτικιό που τρώει τα σωθικά.
Κλάψε! μα δώσε μου μαζί να πάρω την ευχή σου.
Αύριο, ψηφίζω, μάνα μου, να πάψω δουλικά…

– Εδώ, δεν έχει λυτρωμό, δεν έχει να σ’ ακούσουν…
– Ασθμαίνοντας, πώς να τα πω με κόσμια την ορμή;
Επί σκοπόν κι αμίλητος πριν τα πτηνά λαλήσουν,
θα μακελέψουν τ’ άμοιρο που γέννησες κορμί.

– Παιδί δικό και σπλάχνο μου και σάρκα της σαρκός μου,
δεν έχω εγώ στον πόνο σου παρά να σου μιλώ.
Μπορεί το γήρας να’ φτασε κι ο Θάνατος εμπρός μου,
όμως, σε θέλω αντάρτη μου! Νεκρό και σε φιλώ.

Μάνα, τι λες; Δεν το χωρά κι ο νους δεν επιτρέπει!
Μας πρέπει να ματώσουμε γι’ ακόμη μια φορά;
– Δίχως πατρίδα λεύτερη, παιδί μου, τι να “πρέπει”…;
Δείξε μου γη και σου ’ρχομαι, να πιάσω τη σπορά.

– Μου λες… να πάρω τ’ άρματα; να πιάσω το τουφέκι;
Να γαντζωθώ στ’ απόκρημνα και στην υγρή σπηλιά;
Παρακαλώ σε, μάνα μου, μα… στο μυαλό δε στέκει.
– Όποιος δεν θέλει λεύτερος… καλύτερη η θηλιά!

ΙΙΙ

Είναι βαρύς ο πόνος μου, κάθε που σε κοιτάζω.
Τι μαραζώνεις, μάτια μου, δίχως ελπίδα, πια;
Όλο τον κόσμο φέρνω σε στα πόδια και σου τάζω,
μ’ από τις τόσες ομορφιές, πια δε ζητάς καμιά.

– Μάνα, δεν ίδιος ο καιρός, καθώς που τον θυμάσαι.
Ίδια δεν είν’ τα κρίματα, δεν είναι κι ο κλαυθμός.
Δεν ήθελα να σου τα πω για να μη μου λυπάσαι,
όμως, σκοτάδι, μάνα μου• βαρύς είν’ ο καημός.

Ήρθαν της Δύσης άρχοντες και πήραν μας τα κάλλη.
Τ’ όμορφο χώμα, πήρανε. Μηδ’ άφησαν, ανθό.
– Έρμο παιδί… Σου ’χω σταυρό κει δα, στο προσκεφάλι.
Πιότερο εγώ με τ’ άνθη μου, παρά να μαρανθώ.

– Πήραν τα! μάνα, πήραν τα! Μηδέ ’μεινε και κάμπος.
Μηδέ και δάσος, έμεινε, μηδέ από τα βουνά.
Μόν’ ο σταυρός σου απέμεινε με κείνο του το λάμπος,
να ρίξει φως στα δύστυχα, που ζουν στα σκοτεινά.

ΙV

– Ξύπνα, παιδί μου, να χαρείς την άνοιξη που φτάνει.
Γιατί στενάχωρα κοιτάς τον κόσμο από μακριά;
– Νοιάζομαι, μάνα και πονώ ποιος το παιδί του χάνει.
Ντύνω μ’ αιθάλη το κορμί και φορεσιά μαβιά.

Κοίτα, μανούλα, κοίτα την πώς η χαρά προσμένει.
– Σκούρο, παιδί μου, σύννεφο πλησιάζει φθονερό.
Αδιάφορο ποιος ζωντανός και ποιος πρώτος πεθαίνει.
Αδιάφορο ποιος που πεινά και που διψά νερό.

– Μάνα, λες πως στα ψέματα τόση χαρά μου τάζουν;
– Το παραμύθι βρεφικό και  σ’ το ’μαθα καλά…
Δίγλωσσα φίδια οι άνθρωποι που δηλητήρια στάζουν.
Δύστυχος όποιος δεν νογά και το μυαλό σφαλά.

Θα δεις ψυχές κατάλευκες κι άλλες πιότερο μαύρες.
Παρηγορήσου, θάρρεψε κι απόμεινε να δεις:
Τέσσερις είναι οι εποχές κι αυτές κρύες και λάβρες.
Ποτέ σου, γιε μου, μη δεχτείς στα δουλικά να ζεις…

V

( Θέλει – μου λέει – το δύστυχο, να φύγει για τα ξένα…
Πίσω τη μίζερη ξανά ν’ αφήσει αυτή στεριά…
Να φορτωθεί τις πίκρες μας στους ώμους του, και πάλι
να φιλιωθεί με τ’ άραχλα της Δύσης τα θεριά).

– Είν’ ο δικός μου λογισμός άτι δετό που τρέχει.
Είμ’ ένα σίδερο σκεβρό ριγμένο στη φωτιά.
Γκρίζες οι μνήμες προσπερνούν καθώς καιρός που βρέχει.
Άπατρις είμαι, πρόσφυγας! Πουλί στην ξενιτιά.

Εγώ, δεν έχω να χαρώ, δεν έχω να γελάσω…
Μόνο μου θέλουν βάσανα, κλαυθμό και στεναγμό.
Όταν στ’ απέναντι στενό μού πρέπει να περάσω,
το βλέμμα ρίχνω καταγής, άλλoν μη δω διωγμό.

Είμ’ ένας διάβολος! στοιχειό στα μάτια των ανθρώπων.
Είμαι της λέπρας γέννημα με το κορμί πληγές.
Έχω το δέρμα κίτρινο και φέρω των ενόχων.
Εσύ είμαι! που μου σφάλιζες τα μάτια σου στο χτες.

 
©Γιώργος Ν. Μανέτας


Δυτικά της βροχής


Πόσο λατρεύω τη βροχή!
Σαν περπατώ μες στο τραχύ
παρθενικό ακρογιάλι,
κάθε μου έγνοια και καημός,
κάθε πληγή και σπαραγμός,
αποχωρίζει αγάλι.

Και σαν αργόσυρτα κινώ,
απ’ το στρατί για το βουνό,
κι από το δάσος μέσα,
στερνή φορά πίσω κοιτώ
να δω ποιος δένει το λυτό,
στης θάλασσας την τρέσα.

Και παίρνω πάλι το στρατί,
με τα παιδιάτικα «Γιατί»
τ’ αθώα, να βασανίζουν:
«Ποιος την πληγή, ποιος τον χαμό,
ποιος τον καημό, τον σπαραγμό,
και ποιοι που μου τα ορίζουν».

Κι έτσι, ως αρχίζει πάλι η ηχώ,
στο όμβριο το ρέμα το ρηχό,
κει που η βροχή σταλάζει,
ως παραδέρνουν τα νερά,
νιώθω μιαν άπλετη χαρά,
την ώρα που χαράζει.


©Γιώργος Ν. Μανέτας

 
Θα με θυμάστε!…


Θάλασσες κι άστρα κι ουρανοί και ντάμα της σελήνης,
ό,τι κι αν έγραψα για σας ποτέ μου ειρωνικό…
Σκοτάδι, δεν με κέρδισες, σύρε μακριά, μη μείνεις.
Χαϊδολογάτε, σκέψεις μου, με φως κανονικό.
 
Ένας Παράδεισος! Κι εγώ, που λούφαξα εκεί μέσα…
Θα με θυμάστε: Είμαι η βροχή με της δροσιάς τη στάλα.
Μεθυστικό τριαντάφυλλο στης θάλασσας την τρέσα.
Μια νότα εγώ, που χάθηκε στης νιότης τ’ αφρογάλα.
 
Εγώ, στον ύπνο των παιδιών που νείρονται παιχνίδια.
Εγώ παράθυρο ανοιχτό με τα λουλούδια απ’ έξω.
Εγώ του βράχου τ’ αρμυρά τα ξέπλεκα στολίδια.
Φάρος!! του κάθε ναυαγού, κει που ’θελε να φέξω.
 
Θα με θυμάστε!… Ήμουν εγώ, του λογισμού καράβι…
Εγώ, που σας ταξίδευα σ’ απάνεμους καιρούς…;
Τώρα… που δέσαν του Berlin οι στοιχειωμένοι κάβοι,
θάλασσες κι άστρα δεν θωρώ, μηδέ τους ουρανούς…
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας


 
Χωρίς Γη ΙΙ

Ελλάς


Κάθε σαν θάλασσα με πλήττεις τίποτα.
Ίσως για σένα να μιλώ δεν είχα.
Απ’ όσα ψέλλισες καλύτερα τ’ ανείπωτα.
Ότι μ’ αρνήθηκες σεβάστηκα κι απείχα.

Για σένα πλήθυνα της θάλασσας τα ονόματα.
Στους λογισμούς μου ακρόπρωρο είχα σένα:
Στοιχειό που πάλευε σ’ ενός καμβά τα χρώματα,
κινώντας στ’ άγρια τα νερά πέρα στα ξένα.

Μύρα σου στέλνω απ’ τ’ αστρικά κι άνθη μαγιάτικα
κι ό,τι από τ’ άλλα ξενικά τ’ άγνωστου κόσμου
που, σ’ τα συνάζω τα πρωινά τα κυριακάτικα,
να τ’ αναδεύεις πλέρια στ’ άρωμα του δυόσμου.

Για σένα μίσεψα στ’ ανέβαθα του σύμπαντος,
– άλλοτε δίχως να μπορώ να σ’ ανταμώσω –
κι έτσι που χρόνια καρτερώ σ’ έν’ άστρο ακύμαντος
εύχομαι ρίζα να γενώ και να ριζώσω.

 

©Γιώργος Ν. Μανέτας



Της μοίρας, ξένοι…


Της μοίρας ξένοι το ’θελαν, 
βράδυ, με το φεγγάρι… 
– Γλυκό μου παλικάρι, 
μην πας στην ξένη γη.
 
Είν’ το ταξίδι δύσκολο,
κι είσαι παιδί· στερνό μου,
νιώσε το βάσανό μου,
κι άκουσε την κραυγή:
 
Εδώ μείνε και πάλεψε
κι ας είναι στερημένα…
Κλάψε! κι εγώ για σένα –
πριν η ψυχή, πληγεί.
 
Είν’ άγριοι τόποι, ξενικοί,
παρηγοριά δε θα ’βρεις…
Της ξενιτιάς της μαύρης,
σαν σε κελί η φυγή.
 
Πιότερο, γιε μου, στις ερμιές
μιας δύσκολης πατρίδας…
Παρά λειψής ελπίδας,
δίχως χαρά η αυγή…
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σύρτις 


Τελευταία, αποφεύγω να κοιτάζω προς την ντουλάπα.
Είναι γιατί, στο κατώφλι της, βρίσκω φύκια και άμμο
και επί της άμμου, βαριά ανθρώπινα πέλματα.
Κατά τα μεσάνυχτα, στο λώρο – φως της σελήνης, 
και σχεδόν ως τη μέση του δωματίου,
ξεπροβάλλει μορφή σκυλόψαρου, μιμούμενη
το σήμα κινδύνου. Έχει μέρες, που φτάνει ως το κρεβάτι, 
ψιθυρίζοντας μου το ρήμα, “Βυθίζεται”.
 
Ακόμη, διακρίνω έναν σαφώς ακανόνιστο διαταραγμό 
στο σωματότυπο του κύτους, καθώς
και μία λιτότητα πάγκαλου ύφους.
 
Γιατρέ, με προσέχετε…; 
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σύρτις ΙΙ
 
 
Η πόλη, και αυτά που συνέβαιναν τον τελευταίο καιρό, τον έπνιγαν.
Σκέφτηκε ν’ ανοίξει το φινιστρίνι της αποδράσεως…
Μιας ώρας δρόμος θετικής σκέψης ήταν, προς τη θάλασσα.
Έκλεισε τα μάτια του και άφησε να τον παρασύρει κοντά της.
Της μίλησε, ακραγγίζοντας την αργοκύμαντη αθωότητα του χυτώνα της.
Με το υγρό της γαλάζιο, γέμισε μια σύριγγα όνειρα
και την έστρεψε προς τις φλέβες του.
Το πρόσωπο του, θύμισε Γενάρη μήνα και βαρυχειμωνιά·
σκοτεινό τοπίο αχερουσίας.
 
« – Τι κόσμος», ψέλισε…
Έγειρε, και όστρακο κούρνιασε στη ραϊσιά ενός βράχου.
 
Κάποτε, ξύπνησε! Και το μόνο που έμενε να θυμάται
ήταν οι πατημασιές στην άμμο
και της δεξιάς φτερούγας το πράσινο πτίλωμα.
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας


 
Δεν είναι…


Δεν είναι που πέθανε – τρεις μήνες,
στα ξαφνικά, μες στο χειμώνα.
Δεν είναι της υγρασίας εκείνες
οι ρίζες, που του τρίβονται στο γόνα.

Δεν είναι το στενάχωρο κιβούρι
και η μοναξιά που τον πληγώνει.
Δεν είναι που του βάλανε για γούρι
ματόχαντρο, στο στήθος του που λιώνει.

Δεν είναι που γράφει κάτω από το χώμα
με μία περίσσια της κνήμης του πένα.
Δεν είναι το καλό που φόρεσαν στο σώμα
κοστούμι, και ξεχάσανε μια χτένα.

Δεν είναι π’ αρχίζει να ξεχάνει
τους φίλους, που δεν τ’ άναψαν κεράκι.
Δεν είναι που δεν βλέπει να ξεκάνει
της κάσας του τ’ αχόρταγο σαράκι.

Δεν είναι που δεν αντέχει πια την πείνα,
γιατί και πριν την ίδια ζούσε…
Δεν είναι γιατί τα παπούτσια του απ’ την Κίνα,
αυτά από πάντοτε φορούσε.

Είναι γιατί τον είπαν οι “Πατέρες”
κορόιδο! και του πήρανε το σπίτι.
Είναι γιατί, τα αιμοπετάλια – σφαίρες…
όταν τον είπανε, «Κοπρίτη».
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Όποιος θέλει να νιώσει ευτυχής, μη νιώσει τώρα…
 

Τ’ αγάλματα Χλωμά, αποστεωμένα. 
Η πολιτεία, βυθός
με σπασμένο μπούσουλα,
με τσακισμένη κερκόπορτα…
 
Κοιμωμένη σε βρήκα,
φιμωμένη και αιμορραγούσα,
βασκαμένη, πικρόθυμη,
αφημένη στις ορέξεις των…
 
Ντύσου!
Βάλε τις δάφνες και τα στέφανα,
και τα διαδήματα…
 
Νεράιδα,
παντοδότειρα…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Του κοπρίτου του δεύτερου


Δύσκολα χρόνια,
εγκυμονούν ερπύστριες
και δημοσιογράφοι,
ρουχολόγοι
και ζωδιομάντες,
μαγειροκόμοι
τηλεχαμόγελοι
και κοινωνικοστοιχηματίες.
 
Οι παγκοσμιοποιημένοι πάγκοι των λαϊκών
με Καλάσνικοφ και εικόνες Αγίων· 
κρυμμένα τα φρούτα. 
 
Χρόνια παράξενα…
 Ο Παρθενών
στήνεται και ξεστήνεται,
σ’ επιμήκυνση. 
 
Η ματωμένη ποδόσφαιρα
κι ο κοπρίτης ο δεύτερος.
Οι αξίες και υπεραξίες
στ’ ακροχείλι τ’ ανέργου·
το ψωμί λειψό… 
 
Σε ασθενοφόρους καιρούς, ποσώς:
Για το κλείσιμο του ματιού μιας ηλιαχτίδας
στον καβάλο της άνοιξης. 
 
Ώρα Φουκοσίμα : 14:46:23
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας
 

Αί γραμμαί των ορέων


Σας φαντασιώθηκα, Θεόδωρε,
παραλληλίζοντάς σας
με τας πτυχάς της σταφίδος
που, εκ της μίας πλευράς
του μετώπου της,
φέρει πλείστας γραμμάς 
 – καθώς των ορέων –
 και, εκ της ετέρας,
 ακατασχέτους ρωγμάς, 
ομοίας με τα κελύφη 
νεοσσών πτηνών 
κι ορνίθων…


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Ιδέα


Ελλάδα: Μήτρα εσύ της Γης και λίκνο των ανθρώπων,
στ’ όμορφο πάνω σώμα σου φέτος δεν ήρθε Μάρτης.
Δεν ήρθε μι’ άνοιξη γλυκιά να πρασινίσει ο κάμπος,
να μπολιαστεί το χώμα σου και πάλι να καρπίσει.

Δεν ήρθε μέλισσα χρυσή μηδέ πουλί κι αηδόνι,
δεν έφτασε το φωτεινό της γαλανότητας σου,
των δειλινών δεν έφτασε το πολυαγαπημένο.
Ήρθε μόν’ τ’ άστρο της αυγής, αυτό που τρεμοσβήνει.

Πώς νιώθω σε, πόνο βαρύ σαν τη σιωπή σε οδύνη.
Πώς νιώθω σε, Θράκη μισή ποτέ πι’ αναστημένη.
Βλέπω μονάχα μαυρανθούς στο μέλλον των ματιών σου.
Βλέπω σταυρούς μαρμάρινους, τα πετροχελιδόνια.

Ελλάδα: Θήλυς άφθαρτο. Δαυλέ συ των αχράντων,
άδολο λίκνο ασύγκριτο στην ύπαρξη των κόσμων,
δεν πρέπει ακάμωτη χωρίς της δόξας το στεφάνι.
Της Γης φτάνουν οι λεύτεροι να σε δαφνοστολίσουν.

 

©Γιώργος Ν. Μανέτας


Μπλε και πράσινο           


Δεν μοιάζει στα γλυκά νερά της θάλασσας η αρμύρα.
Όσες φορές τη γεύτηκα, τόσες φαρμάκι πήρα.

Όσες φορές κι αν πλύθηκα, τη νιώθω απάνωθέ μου.
Γονυπετής και κλαίγοντας παρακαλώ σε, θέ μου:

Κάμε να πάψει η θάλασσα το σώμα μου να ραίνει,
να νιώσει λίγο απ’ τη δροσιά, η σάρκα η φλογισμένη.

Το έρμο κορμί μου, βάλλεται! δεν γαληνεύει, διόλου.
Θαρρώ, το χρώμα της το μπλε πως είναι του διαβόλου

καθώς, αλλάζει! πράσινο, γίνεται· κει, στη ρήχη.
Άλλο κακό στο σώμα μου, θέ μου, να μη μου τύχει.

Παρακαλώ σε, Ποσειδών, σ’ το λέγω εγώ, που σ’ είδα:
Τούτο το σώμα, ως φλέγεται… δεν άλλο απ’ την πατρίδα…


©Γιώργος Ν. Μανέτας
 


Αυτόχειρα φύλλα


Αγάπες μου, φύλλα μεμιάς που πέσατε απ’ το κρύο,
που πληγιασμένα κείτεστε στα μάτια μου μπροστά,
πώς με ταράζει κίτρινο το ηλύσιο αυτό τοπίο.
Πώς με τρομάζει, απ’ το κλωνί να ζείτε χωριστά.

Αχ, περσινές ψυχούλες μου, αγαπημένα φύλλα,
που σας θωρώ να σέπεστε στην κλίνη αυτής της γης,
στο θάνατό σας, δεν μπορώ μη νιώσω ανατριχίλα.
Για δεν μπορώ, στ’ αντίκρυ μου το χρώμα της πληγής.

Αγάπες μου, ώριες ψυχές που φεύγετε σα πέρα,
που δε φοβάστε τον γκρεμό μηδέ και τη θηλιά,
ποιο μοιρολόι για να ’πλεκα με λεκιασμένη σφαίρα;
Μύρο – μελάνι μου η ψυχή, κι η σκέψη μου, αγριλιά.


Αυτόχειρα φύλλα ΙΙ     
 

Φύλλα που πέσατε σωρό – μεμιάς από τ’ αγέρι,
που κείτεστε τώρα νεκρά στη γης μακάβρια εικόνα,
δίχως ταφή έτσι ασάλευτα κοντά στο μεσημέρι,
πόσο να ξέρατε πονώ και τούτο το χειμώνα.

Πώς ν’ ασπαστώ τη δύστυχη τη μάνα εκείνη κλάρα,
που θέλει – λέει – να γκρεμιστεί και κάτω να τσακίσει
και πώς, μη νιώθει στ’ άσαρκα κορμιά των σαστιμάρα,
όταν για κείνα δεν μπορεί τιμή για ν’ αποτίσει.

Πώς ν’ ασπαστώ τα δύστυχα κείνα μικρά κλωνάρια
που δίχως τα, λυπητερά τούς κράζουνε στο χώμα:
Μη φεύγετε, αδερφάκια μας, πούθε κινάτε σμάρια;
Ήρθ’ ο χειμώνας ο βαρύς! Θ’ αργήσετε, γι’ ακόμα;

Πόσα στο δέντρο για να πω και για να καλοπιάσω,
δίχως εκείνο να κοιτά πώς σέπονται τα φύλλα;
Σκέφτομαι: Πρέπει κι άλλη μια για κείνα να κοπιάσω.
Ντύνομαι μαύρο φόρεμα και μου φορώ μαντίλα:

«Ωωω! πώς σπαράζεται η ψυχή μπρος στο δικό σας πόνο.
Ποιο μοιρολόι για να ’γραφα δίχως στιγμή να κλάψω.
Κάθε χειμώνας, βάσανο! Ως ξεκινώ, τελειώνω».
(Πόσα, για φύλλα κίτρινα κι αυτόχειρα να γράψω…)


©Γιώργος Ν. Μανέτας

 

Ουράνιο τόξο


Και ύστερα, τίποτα.
Το πάθος, έγειρε και ξάπλωσε
στην άκρη της λήγουσας.
Αυτή, σιώπησε.
Πήρε κουβέρτα το θυμωμένο της βλέμμα
και το σκέπασε.
Με σεντόνι της τους εφιάλτες,
διπλώθηκε έμβρυο
με την ελπίδα μιας αναγέννησης.

Το πρόσωπό της, ήρεμο τώρα.
Και το χαμόγελό της, είχε μία προοπτική.
Μόνο για μια στιγμή έδειξε πόνο,
για λίγο.
Μετά, ατένισε με σιγουριά το μέλλον
μίας ονειρικής πραγματικότητας.
Ελεύθερη από δεσμεύσεις,
ανέβηκε στο αγαπημένο ουράνιο τόξο της
κι αφέθηκε να κυλήσει ως τα έγκατά του.
Να βρει τους θησαυρούς που από παιδί έψαχνε
και που της έλεγαν οι μεγάλοι.

Το πρωί, ήταν όλοι εκεί, στα μπαλκόνια τους, –
οι πάντα αδιάψευστοι μάρτυρες στις καταπτώσεις
των αυτοχείρων αγγέλων.

Αργότερα, την έπαιρναν με τ’ ασθενοφόρο.

 
©Γιώργος Ν. Μανέτας


Νικηφόρος Μανδηλαράς


Απόψε, αντίστροφα η παλιά γυροπυξίδα στρέφει
κι ένας καιρός αλλόκοτος, τα χάη παρακινεί.
Βαρύ μας θραύει καιρικό και με θυμό μας γνέφει,
καθώς του φάρου αργός κλαυθμός μοιρολογά, θρηνεί.

Κληρονομιά μάς δόθηκε του ρημαγμού μας η έγνοια.
Της λησμονιάς ο ατίμητος πελαγινός λυγμός.
Πότε του ανέμου πένθιμα, φαιδρά, μαλαματένια
λόγια· και πότε ένας οικτρός πνευματικά πνιγμός.

Μες στα βαθύσκια σύθαμπα δόλια προσμένει μοίρα.
Στο στόκολο, κείν’ η φωτιά που σιγοκαίει, δεν σβεί.
Ξεθωριασμένα πρόσωπα που διάβρωσε η αρμύρα,
σαν να μην είχαν, γενικώς υπάρξει· ή και συμβεί…

Λόγια! Λόγια που ειπώθηκαν δίχως χαρά και χρώμα.
Πάνω σε χάρτη κείτεσαι κι αναμετράσαι ωχρός.
Το σώμα σου, που σέπεται δίχως ταφή και χώμα.
Το μυστικό, που μπόρεσες και δεν είπες νεκρός.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Πένες


Η καραβίσια πένα μου, σταμάτησε· δεν θέλει…
( Με δίχως μπάρκο, πώς μπορεί να πει για τα ταξίδια;
Με δίχως, κείνο τ’ άλικο το φως, απ’ τα μπορντέλα…
τους λογισμούς μου, πώς μπορεί σωστά για ν’ αποδώσει;)

http://gmanetas.blogspot.gr/

Η δεύτερή μου, η στεριανή, έπαψε πια να γράφει.
( Με δίχως δάση, ρεματιές, με δίχως τα λουλούδια…
πώς να μπορέσει, λεύτερα να στέρξει το μελάνι,
σπόρος να γίνει κι άνοιξης χόρτο – βαθύ κλινάρι;)

http://dimitradelakoyra.blogspot.gr/…/08/blog-post_9284.html

Η τρίτη, της πολιτικής, είν’ της ντροπής η πένα.
( Αυτή, δεν έχει λογισμούς παρήγορους κι ευφράδειες.
Έτσι ασημένια, ως κείτεται δίκοπη μοιάζει κάμα.
Αυτή, μιλά γι’ ανθέλληνες – πολιτικούς, προδότες!)

https://georgemanetasexaformis.wordpress.com/2005/03/14/5/

Η τέταρτη, μ’ όψη σφοδρή, είν του Θανάτου η πένα.
( Τούτη, την έχω με άλυσο δεμένη στο κατώγι.
Μαύρο θυμίζει Χάροντα που ζεύει τ’ άλογό του.
Θάλασσες, τούτη, δε νογά! ούτ’ ευανθούς και φαύλα…

Σαν είναι τούτη, για να πει… σαν είναι για να γράψει…
αλλοίμονο! στον δύστυχο το νου που την κατέχει:
Θα θέλει αυτόν κάτω, νεκρό· στην άβυσσο, θα θέλει.
Αυτήν, δεν θέλω να κοιτώ, δεν θέλω καν ν’ αγγίζω…)

http://georgemanetaspoetry.blogspot.gr/





Δεν είναι…;

Στον Κώστα Καρυωτάκη


Δεν είναι θάνατος να κάθεσαι μόνος
στο καφενείο, δίχως κάτι να κάνεις;
Δεν είναι θάνατος του διπλανού σου ο πόνος
να μη σε πιάνει, και να θες να τον ξεκάνεις;
 
Δεν είναι θάνατος η βιζόν γούνα
και το: “Ας την είχα κι ας μη τη βάλω”;
Θάνατος δεν είναι αλλού να…
πηγαίνεις να σου «φτιάχνουν» τον καβάλο; 
 
Δεν είναι θάνατος να μη ζεις την ουσία
και πάντα να ’σαι σ’ αδιάβατο δρόμο;
Θάνατος δεν είναι τα κρύα τ’ αστεία 
του βουλευτή, με το ταγάρι στον ώμο;
 
Δεν είναι θάνατος αδιάφορος να ’σαι
όταν πάνε για να σε ντουφεκίσουν;
Θάνατος δεν είναι να κοιμάσαι 
όταν θέλουν την πατρίδα να πουλήσουν;

Δεν είναι;

©Γιώργος Ν. Μανέτας



Μόν’ τα λουλούδια…


– Μην είναι η σκέψη μου, ζαβή; Μη το μυαλό μου, χάνει;
Ποιος το μαντρί μου ξόδεψε κι απόμεινα στη στάνη; 
– Μην γλίστρησες και η κεφαλή σου βρέθηκε από κάτω;
– Πώς το βαρέλι σάπισε και πιάσαμε τον πάτο;

Μην η καμπούρα, τύχη μου; Μη φταίει το ριζικό μου; 
Μην είδε απόσκιο ο Xάροντας και θε τ’ αρχοντικό μου;
Απ’ όταν που γεννήθηκα, όλα μου μοιάζουν ίδια!
– Μην ο κλαυθμός σου ψεύτικος, καθώς απ’ τα κρεμμύδια; 

– Μη και πιστεύω, θαύματα; Αυτά που υποσχεθήκαν…;
– Χάθηκαν δυο μες στο The Lost κι ακόμη δε βρεθήκαν.
– Τι θέλω εγώ και σκέφτομαι…; Μόν’ τα λουλούδια, μόνο! 
– Απ’ την αυλή του και μετά, ξένο ποιoς θέλει πόνο;

– Μην είναι η τέρψις άκαιρη των λουλουδιών, που θάλλουν;
Μην είν’ τα μύρα απατηλά, ψευδώς καλεστικά;
Μην είν’ οι οσμές, αγνές ψυχές οπού με περιβάλλουν;
Μην έχουν μύχια μυστικά, τα παρασιτικά;

– Μην η κραυγή σου, ψίθυρος; Παροδικά είν’ τα ρίγη;
Μην είναι η κρίση σου ζαβή κι ακόμη, ο λογισμός;
– Μην της ψυχής μου ο πυρετός, οπού με καταπνίγει;
– Μην οι πληγές σου, υποτροπή και παραλογισμός;


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Δίχως χαμόγελο…

Πού πήγε η νύχτα; Πού πήγαν τ’ άστρα;
Μήπως σωριάστηκαν πέρα, μακριά;
Πούνε ο δεντρόκηπος, κείνη μου η γλάστρα;
Γιατί δεν παίζουνε πια τα παιδιά;

Μην αλλού πήγανε και δεν τα βλέπω;
Η Γης μην έπεσε σ’ άγρια σκλαβιά;
Μην δεν υφίσταμαι και πια δεν πρέπω
γι’ αυτό και γύρω μου γκρίζα, μαβιά;

Και πώς θα ζήσω δίχως εκείνα;
Όλος ο κόσμος μου, ήταν αυτός!
Δίχως πατρίδα; Δίχως Αθήνα;
Δίχως τον ήλιο της, που ’ταν λαμπρός!

Δίχως τα δέντρα; Δίχως τη φύση;
Δίχως χαμόγελο, γιατί να ζω;
Μπα! Δεν θα γκρέμισε, θεριό είν’ η κτίση!
Να, βλέπω έντρομο κάποιον πεζό:

Καλέ μου άνθρωπε, τι σου συμβαίνει;
Κάτι σε ρώτησα! δεν απαντάς;
– Το τέλος έρχεται και μας προφταίνει!
– Όχι, Θεέ μου! Κι ο… Σαμαράς;


©Γιώργος Ν. Μανέτας

 

Στης ηθικής το τρίστρατο


Ελάτε! ελάτε, φίλοι μου, καλοί μου ανθρώποι, ελάτε!
Εδώ, στην κλίνη τη δική. Στο σπιτικό μου, εμπάτε.
Εγώ, δεν έχω ανάστημα, δε μου ’μεινε πια, σθένος.
Μη με φοβάστε, μείνετε! είμαι ο φονιάς, ο ξένος…

Καθίστε εδώ, στης κούτας μου το βρώμικο κλινάρι.
Δείτε! πού τ’ ανευλόγητο κοιμάται παλικάρι.
Λάμια κακιά, με ζήλεψε, Μοίρα και με μισούσε.
Έκλωθε πλάι στη μάνα μου την ώρα που γεννούσε.

Δίχως θυμίαμα, μιαν ευχή, με δίχως τ’ αγιοκέρι…
Θαρρώ νύχτα πως ήτανε, που μ’ άδραξε απ’ το χέρι.
Πρόσφυγα, μ’ είπε. Αφρικανό. Γύφτο. Κίτρινο – Ασιάτη.
Είμαι το μίασμα κι η ντροπή στου κόσμου την εμπάτη.

Ελάτε! μη με ντρέπεστε, μη με φοβάστε, διόλου!
Δεν είμ’ Εβραίος, ούτ’ Άραβας στο στόχο του Διαβόλου…
Φταίει, η δική που μ’ έκλωθε κουβάρι, λάμια – Μοίρα.
Στης λογικής το τρίστρατο λάθος τον δρόμο πήρα.

………………………………

Εγώ, σπίτι δε γνώρισα. Απ’ όταν, που θυμάμαι
με ξενικά και δανικά, καλούμαι να κοιμάμαι.
Κι αν είναι ο δρόμος, σπίτι μου! Η πίσσα τούτη, ρούχο!
δεν σας ζητώ… παρά δική τη λευτεριά να μου ’χω…



©Γιώργος Ν. Μανέτας



Ελλάς ΧΙ


Το νησί


Το ’χω καιρό στο κιάλι μου και σιγοκλαίω σαν γράφω
για τ’ άμοιρο τούτο νησί, το πάντα ορφανεμένο,
το δίχως κάποιον πάνω του να χολοσκάει, να νιώθει
μέχρι, στην πόρτα να γρικάει του μεντεσέ το γρύλο.

Ποιο πεπρωμένο το κρατεί και δεν βυθίζει, αλήθεια,
δίχως χαρές παιδιάτικες και δίχως χαμογέλια,
δίχως στον μόλο να προσμένει τ’ άσπρο, τ’ ασκωμένο
το χέρι, για χαιρετισμό στο πήγαινε, στο καλωσήρθες.

Οι ξενιτιές μην έφταιξαν κι έρμο τώρα φαντάζει
και στέκει μεσοπέλαγα σαν πάντα ορφανεμένο,
δίχως γερόντους, δίχως νιους και δίχως τις κοπέλες
μωρουδιακά ν’ απλώνουνε πού φτάνει ο αγέρας, ο ήλιος.

Τ’ άνθη, τι φύονται στις αυλές κι εύοσμα ολόρθα στέκουν
κι απ’ τους γιαλούς, τι γνέφουνε τ’ αμέτρητα αρμυρίκια
όταν, δεν έχει στο νησί ένα βλέμμα, για να στρέψει.
Όταν, χαμένο σε άμπωτες και σε παλίρροιες, κείται.


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Αναμετρήσου μ’ τ’ άδικο γεια


Όσο ’ναι ακόμη μπορετό κι όσο ’ναι ακόμη μέρα
κι όσον η τόλμη της φωνής σου απλώνει στον αέρα,
τα τρυφερά και νιώθουνε τ’ αγέννητα κι οι γέροι,
πως της οργιάς το μέτρημα τ’ ορίζεις μ’ ένα χέρι,

θα χαμηλώνει ο τύραννος το βλέμμα και θα σκιάζει
και θα κονταίνει, βρίζοντας τον ήλιο που τον λιάζει,
για δε φαντάστηκε ποτές πως ένας μόνος φτάνει,
τα πέρα γκρίζα σύννεφα τ’ αψήλου, να λευκάνει.

Αναμετρήσου μ’ τ’ άδικο γεια, τ’ άδικο να ξέρει
πως το δικό σου μέτρημα τ’ ορίζεις μ’ ένα χέρι,
κι ας μη φαντάστηκε ποτές ο τύραννος, πως φτάνει
Ένας! Ήρως που τάχθηκε το Κτήνος ν’ αποκάνει.


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Ηθικά


Ο αγνώμων νους, δαίμων εστίν τε και δικαίως λογάται Κτήνος. 
Η αλήθεια δεν χειραγωγείται μηδέ αποκρύπτεται, 
πολλώ δε μάλλον η αγάπη. 


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Πώς ν’ αγαπήσεις…


Πού πεταλούδα, για να δεις; πού γη, για ν’ ακουμπήσεις;
Πού πεύκου σκιά να δροσιστείς, να γείρεις, να πλαγιάσεις.
Άνθρωπο πού, να ’χει καρδιά και νου για να μιλήσεις,
να του χαϊδέψεις τα μαλλιά, μ’ αγάπη ν’ αγκαλιάσεις.

Πού μέλισσα, να βρεις χρυσή; μια μυγδαλιά, ν’ αγγίξεις.
Πού ρεματιά να ’χει νερό, να πιεις και ν’ αποκάμεις.
Θάλασσα πού και βότσαλα στα μακρινά να ρίξεις.
Λάκκο! να βγάλεις μια κραυγή, τον πόνο σου να γιάνεις.

Σύννεφο πού, δίχως θολό τον ουρανό του να ’χει.
Πού νύχτα, ν’ αποκοιμηθείς με την ψυχή γαλήνια,
να γείρεις το κορμάκι σου κει στου βουνού τη ράχη,
να σε ξυπνήσουν τα πουλιά, μες στης αυγής τη γρίνια.

Μα… πού χαρά, να ξαπλωθείς… να γείρεις, το κορμί σου…
Να δεις πώς τ’ άστρα στ’ αργαλειό ξεπλέκουνε το φως τους!
(Πώς ν’ αγαπήσεις άνθρωπο – θεριό με τη μορφή σου,
όταν δεν ξέρεις τι ζητά και ποιος είν’ ο σκοπός του…)


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Εις την πλατείαν


Πεδίον του Άρεως

 
Α Καρυωτάκη, Παλαμά, Καββαδία,
με δίχως δάφνες πια και δίχως στεφάνια.
Στην πολύβουη την άλλοτε από κόσμο πλατεία
τ’ αγάλματά Σας – μαραμένα γεράνια.

Περίλυπος στέκω κοιτώντας και φρίττω
με στόμα τί χαύνο και φρένα σπασμένα.
Στων αρίστων τα πλήθη φανερά διακηρύττω
πώς πάλλεται ο κόσμος μας με “φώτα σβησμένα”.
 
…………………………………
 
Δώθε – κείθε κουτάκια και σπασμένα μπουκάλια.
Κιτρινόχρους γι’ ανθός στο κλωνάρι καπότα.
Made in China στο πλάι δίχως τούλι βεντάλια
και του δήμου οι λάμπες μ’ άνευ ρεύμα και φώτα.

Ζήτω! Ζήτω φωνάζω κι όλοι πέριξ μου: «Ζήτω!
μα δεν είναι σαν κείνα που ‘χαν σθένος και τόλμη.
Ναπολέων ντυμένος στο Δαφνί διακηρύττω
μιαν ιδέα δική μου: Μένει χρόνος! γι’ ακόμη…

 
©Γιώργος Ν. Μανέτας

 

Δίχως Ανάσταση

Ζυγώνει ανήλιαγος καιρός σφοδρά να μας χαλάσει.
Μία πυρκαγιά στο στήθος σου, που σιγοκαίει καιρό.
Δίχως πατρίδα, Ανάσταση, δίχως παπά, γιορτάσι,
πώς απ’ το πέλαο, μου ζητάς καλά να σε θωρώ;

Χάραμα· φως ανέσπερο μας ραίνει και μας γιάνει.
Δέσμιοι, με δίχως κάγκελα και δίχως φυλακή.
Απ’ της καμπίνας το κελί στο ξενικό λιμάνι·
βγαίνεις, και ψάχνεις εκκλησιά ν’ ανάψεις το κερί.

Λες η ψυχή σου Ελληνική, ίσαμε μ’ ένα στρέμμα.
Στα στερημένα μάτια μου, αθάνατη, χρυσή!
Μι’ άνοιξη πώς περίμενα για να σε δω στο γέμα
να σ’ ασπαστώ, πατρίδα μου, με δίψα περισσή.

Μαύρο πουλί στην πλώρη μας τον κόρφο ξεψειρίζει.
Απόψε, ήθελα δίπλα σου, να κράταγα σφιχτά
καθώς, η σκέψη βάλλεται και στο μυαλό μου ερίζει
φωνή, που λέει για σένα πια κανείς δεν ξενυχτά…


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Αισχρός ο αιώνας…


Οι άρρενες, δεν υποκλίνονται, όπως…
μηδέ χειροφιλούν την δεξιάν απολήγουσα.
Αισθητικά, λιγοστέψαμε, Άρη:

Σόρταϊμ οι έρωτες
με τους όφιδες έξαλλους
“παρά πόδα ή επ’ ώμου”
ν’ αλαλάζουν: άξιος ! άξιος !

κι απ’ το βάθος,
αναζητώντας παράδεισο,
να κρένει θυμώδης
με φωνή Καζαντζίδη,
ο αιώνας αισχρός·
 
ατελέσφορος.

 
©Γιώργος Ν. Μανέτας



Η ξύλινη εσάρπα μου 
έρημος
κι εγώ σε καρτερώ 
στο κατώφλι
πλάι σε πεσμένα φύλλα
.
Το τελευταίο χαμόγελό σου
αμφίβολο 

δυο μέτρα που ’φυγες 
και λέω πως φοβάμαι

Τις φωτιές! Τις φωτιές!

Δεν βλέπεις;

μου αφυδατώνουν την νεότητα 

Γύρνα! Μόνο δυο μέτρα
πριν να ‘ναι αργά

Πριν να με καταπιούν
ξενιστές και σαράκι…
 

Μάτι Αττικής 2018

©Γιώργος Ν. Μανέτας



“Το σπίτι που γεννήθηκα κι ας το πατούν οι ξένοι”

Κωστή Παλαμά:

Το σπίτι που γεννήθηκα, θα πέσει να πλακώσει,
γιατί δεν είχα που χρωστώ της τράπεζας τη δόση.
Μηδέ και πόρτα μ’ άφησαν, τοίχο, μπογιά κι ακόμα
το μαλακό του κήπου μου κατάσχεσαν το χώμα.

Κάθε λουλούδι π’ αγαπώ, κάθε του κήπου γλάστρα.
Δεν πήραν μόνο την ψυχή και των ματιών μου τ’ άστρα.
Μια πέργκολα, που ’χα λειψή, την πήρανε κι εκείνη.
Οι στοχασμοί κι οι σκέψεις μου, σκιές που ’χουν ξεμείνει.

Ακόμη, πήραν τη χαρά, μου πήραν την ανάσα.
Τέσσερα βάλαν στον νεκρό χερούλια, αντί κάσα.
Θυμάστε, κείνο το μικρό τ’ αξήγητο κοράσι;
Το ’χα κι εγώ στον κήπο μου, μα πήραν το στα δάση

γιατί, με δίχως ΑΦΜ, δεν είχε να δηλώσει…
Χωρίς κλειδάριθμο θαρρώ, θα το ’χουνε σκοτώσει.
Παρακαλώ σας, Παλαμά, πείτε μου, τι μου μένει;
Το σπίτι που γεννήθηκα, να το πατούν οι ξένοι…;


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Πολιτικό μήνυμα

 
Στης κολάσεως τ’ ατίμητα πέρα διώξετε σκότη,
κει που τ’ άσεμνα ζούνε δίχως δάκρυ, ψυχή.
Κει που δείχνουν με δάχτυλο τον χαφιέ, τον προδότη,
κει που η “ θάλασσα” σέπεται, γιατί στέκει ρηχή….


©Γιώργος Ν. Μανέτας

 

Το Ψεύδος

Σκοτεινή σαρανταετία, 1974 – 2014 –
Η στυγνή δικτατορία των “Δημοκρατών”

Αναθέματα

Θέμα αναθέματος: Το κυνοβουλευτικόν ψεύδος

Ηγεμών εγώ και μέγας άρχων αρχαίος της τάξης της αβύσσου δεύτερος
και Ιούδας εγώ της φυλής της πρώτης των ανθρώπων
κατοίκησα στο θηρίο των στομάτων εκείνων βδέλλα
και αφαίμαξα και μετάγγισα έως των επιγόνων τα σίελα
ψεύδη εξ’ αίματος ικανά να διαφέρουν της αληθείας, ένα:

Των πολέμων θυμός εγώ τροφός και στέφανος των κενοδόξων βασιλέων της Γης
έστρεψα τους αυτούς ανεντίμους εις φιλαργυρία – πορνεία – φαυλότητα και διαστροφή 
και αφού φύτεψα το σπόρο της ατιμωρησίας, θέρισα με το δρέπανο της συντελείας 
διότι τα φρονήματα των αμαρτιών πολλαπλάσια των αναμενόμενων ήσαν,
τα δε της ηθικής κατάντιας και εξαθλίωσης κέρδη, απροσμέτρητα και πέραν κάθε προσδοκίας.

Για τα παραπάνω της απρεπείας αναίσχυντα, τα μέγιστα ευχαριστώ
και ιδιαιτέρως στρέφω τόσο προς τους την φαυλότητα υπανθρώπους διψασμένους για εξουσία
που από τα νερά των πηγών της ανομίας μου ξεδίψασαν τελώντας καθήκοντα ψεύδους,
όσο και τους μυήσαντες την ιδιοτέλεια και πάσα άλλη διαβολή και απάτη,
ισόθεους προς εμέ, ασεβείς.

Το Ψεύδος
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας

 
 
Στον «λατρεμένο μας» Χένρυ Κίσινγκερ 


Θα φροντίσουμε, Χένρυ, σαν σε πάν’ για το μνήμα, 
τα κανόνια τρεις μέρες για τα σένα να βάλλουν.
Χίλιες να ’χει σελίδες τ’ όνομά σου στο λήμμα.
Τα κανάλια κι ο τύπος μόνο εσέ να προβάλλουν:

«Δάφνες, στέφανα δόξας! Αδερφέ, συγγενή μας!
Έτσι πρέπει κι εμείς να σε νιώσουμε οικείο.
Τεθλιμμένοι με δάκρυα τη στερνή την ευχή μας, 
και θα πρέπει να λέμε με κραυγές προς το Θείο:
 
«Γιατί, πήρες, το φως μας; Πώς θα ζήσομε, τώρα;
Άγιο μύρο να γίνει κι άρωμά μας η τέφρα.
Βαθύ σκότος να πέσει για τρεις μέρες στη χώρα.
Να μας πρέπουν σεισμοί, η πανώλη και η λέπρα».

(Ποιος μπορεί φανταστεί σε, σε τον άνακτα πρώτο,
ξαπλωμένο, το σάπιο ν’ ατενίζεις κορμί σου;
Οι τυχάρπαστοι εμείς κατοικούντες στο Νότο,
σαν εικόνισμα θα ’χομε την «σεβάσμια» μορφή σου). 
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας
 
 

A, Τούρκε…


Τις λέξεις μου, γράφω σιγά και πια μόνο για σένα. 
Τούτη δεν είναι μου η στιγμή κι οπού ’θελα να ζω.
Γύρω σκοτάδια. Σαν πληγή μ’ ακούγεσαι στα ξένα.
Το βλέμμα μου, στρέφει γι’ αλλού, μου αρνείται να σε δω.

(Άμα στρεβλά μου τα ’πανε και λάθος τ’ αποδίδω,
ας μου δοθεί μια σάρισα μεμιάς να σκοτωθώ!
Να μου βληθεί θραύσμα βαθύ σε φυλακή του Βίδο.
Να γκρεμιστώ απ’ το Ταίναρο για ν’ απολυτρωθώ).

Πείσμονας είμαι. Δεν ξεχνώ… Το δίκοχο και πάμε!
Φέρω κορφιάτη κύτταρο και πάππο μπιστικό.
Μιαν απλωσιά τα πόδια μου, τρεις θάλασσες και να με:
Τούρκε! Α, Τούρκε! δεν νογάς ποιος είν’ τ’ αφεντικό…
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας


T’ ακρόπρωρο 
 

Θέλεις του ορίζοντα η γραμμή, ζημιά που μου ’χει μείνει;
Θέλεις το κιάλι, που ’ν’ θαμπό και δεν καλά θωρώ;
Σου λέω πως το ’δα, χρόνια πριν το πόστο του ν’ αφήνει.
Να ’ταν, ανάγκη του η φυγή; Να πω, δεν το μπορώ.

Ένας βαθύς μόν’ στεναγμός ακούστηκε απ’ τα πέρα.
Σειρήνες κι άγρια του βυθού, του δείχνανε για πού.
Και τότε, τ’ άτρομο θεριό, το σκαλιστό απ’ αγέρα, 
έδωσε μια και χάθηκε, στο διάβα του βυθού.

Τώρα, τις νύχτες που σφοδρός καιρός τα πλοία ξεκάνει,
λεν πως το σχήμα του σαν δεις, θα βρεις τη συμφορά.
Άμα σε δει που το κοιτάς, μπορεί να σε τρελάνει.
Σαν άβυσσος – λεν – η κραυγή, καθώς κείν’ η φορά….

Απόψε, η μοίρα το ’φερε, βαρδιάτορας και πάλι
να ξαναδώ τ’ άγριο θεριό απ’ τη μεσαία την τρέσα.
Σκούπισα κείνο το θαμπό παλιό μου ματοκιάλι.
Στο καθαρό και τρόμαξα, σαν είδα το κει μέσα.


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Business


Χιαστί ρεμέντζο οι κάβοι σου και βίρα εκεί που πρέπει.
Τ’ άστρα στ’ αμπάρια φόρτωσε για να τα πάμε αλλού.
Δέσε στα στρίτσα ή πλήρωσε τον άγγελο που βλέπει,
για να μην πει τα θαύματα πού πάμε τ’ ουρανού.

Μάινα τις μπίγες κι ύστερα σφαλίζεις πλώρα – πρύμα.
Βιάσου! στ’ όκιο της άγκυρας και πες μου πού καλεί.
Το ναυλοσύμφωνο ακριβό κι ο χρόνος είναι χρήμα:
Το τίμημα, γέρνει σ’ αυτούς που πάντοτε ωφελεί.

Δέκα δεξιά! Κράτα γραμμή τ’ ολόγιομο φεγγάρι.
Σε χίλια χρόνια ξύπνα με, τη Νέμεσις σαν δεις.
“Την Ανδρομέδα πούλησε, τον Σείριο και τον Άρη”.
Πέρυσι ξεπουλήσαμε το χρώμα της αυγής.

Το πλοίο κυλάει στα κύματα μιας θάλασσας γαλήνιας.
“Τρεις ήλιους θέλω να μου βρεις κι από τις μαύρες τρύπες!”
Βάβα Ρουμπίνα μ’ τα ’λεγες σε παραμύθι – ορμήνιας:
«Τούτον τον κόσμον, γιόκα μου, τον διαφεντεύουν γύπες».

Κάβο Alemania η γάσα σου – θηλιά για το λαιμό σου.
“Σύρε τη Γη στ’ αμπάρια σου και πούλα την αλλού!”
(Βγάλε το μάτι το ζαβό και βάλε το καλό σου…
Τα σφάγια, τρών’ κουτόχορτο την ώρα του σφαγμού).

 
©Γιώργος Ν. Μανέτας

 
Του νταβατζή  ΙΙ
 
Του νεοταξίτου 
 
– Οι πλόκαμοί μου, τρεις οργιές…
Το βλέμμα, μ’ άγριες συννεφιές
μόνο μετριέται…
 
Είμαι στο πρόσωπο τραχύς,
θ’ αρνιόσουν, ν’ αναμετρηθείς…
– Ποιος συλλογιέται….
 
Ανάποδά σε, που κοιτώ,
σε συλλογίζομαι Χριστό…
– Κάν’ το σταυρό σου!
 
Άμα θυμώσω, μην μπροστά
αυτός που εμένα μου χρωστά…
– Δεν είμ’ εχθρός σου!
 
Δεν έχω στόμα εγώ, φωνή,
μήτε ντουντούκα και χωνί…
κλειστά έχω χείλη.
 
Μήπως, πειράζει που κρεμώ
εδώ, στο πέτο και κοσμώ,
ξερά τ’ Απρίλη;
 
– Εσέ, σου πρέπει απλοχεριά,
κι όχι μακάβρια μαχαιριά…
Εσύ, μας πρέπεις!
 
Πάρε ντουφέκι, να χαρείς,
να κάτσεις πάνω τους βαρύς…
Μη δεν αντέχεις;
 
– Όχι! Μπορώ τις προστυχιές…
– Δώσε καινούριες προσευχές,
μιαν άλλη πίστη…
 
Γκρέμισε! χάλασε φυλές,
συνέτριψε τους μ’ απειλές…
– Κάνε με, μύστη!…
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας



Ελευθερία


Ελλάς IV
 

Την ομορφιά σου θαύμαζαν
κάθε που σε κοιτούσαν
κι ήταν ο κόσμος γύρω σου
κι όλοι για σε μιλούσαν
και φλόγιζαν τα μάτια σου
απ’ την πολλή χαρά.

Κι αυτούς που τόσο φρόντιζες
ταγίζοντας τα μύρια,
οχτροί σου τώρα γίνανε
ζητώντας ’κατομμύρια
κι ο κόσμος όλος χάθηκε
κι η τόση σου χαρά.

Και ξέχασαν τις ομορφιές
κι όσα σου ’χαν θαυμάσει
και σου τα πήραν όλα σου –
μα πώς να τους προφτάσει
που ολόρθη τώρα στέκεται
και με λυγμούς θρηνεί.

Μαύρες οι μέρες της κυλούν
μα πάλι αυτή ξεχνάει
και στα παιδιά που γέννησε
τη λύπη της ξεσπάει
μέχρι βαρύς ο πέλεκυς
της ξενιτιάς ξανά.

Μα ήρθε η μέρα κι έφτασε
σε αστροπελέκι πάνω
η Ιστορία και φώναξε:
«Ήρθα να σε προκάνω!
Ακούσαμε τον θρήνο σου 
κι ό,τι που σε πονεί.

Κόρη που σε θαυμάσανε
κι έθνη χαλιά σου στρώσαν
όσες φορές τα μάτια μου
για σένα μού βουρκώσαν
ήταν γιατί όσα μου ’δωσες
σε μάρμαρο γραφτεί.

Τώρα σήκω και φώναξε
τα σύμπαντα ν’ ακούσουν
κι όσοι πολύ σ’ αδίκησαν
στις δάφνες να σε λούσουν
πριν ο θυμός μου αβάσταγος
και η πένα μου βαριά…»
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας

 
Σας κρούει την θύραν…

Ελευθερία ΙΙ

– Μα… πού γυρνάς, πού χάθηκες;
– Ποιος με ρωτάει, στα ξένα;
– Αν την ιδέαν αρνήθηκες
θέλω να πω, σ’ εσένα:
«Δεν τ’ άκουσες; Δεν τα ‘μαθες;
Πάει καιρός, που εχάθη…»
– Την πρόκαμα, στα βάθη
πριν από τη θανή

κι είπα: «Ποτέ πια θάνατο
ω Ελευθερία, μη ζήσεις,
μόν’ της χαράς σου τ’ άχραντα
τα δάκρυα σου να χύσεις,
να μπολιαστούνε τα νερά,
του κόσμου τα ποτάμια·
ως να βυθίσει η Λάμια,
οπού ‘θελες κι εσύ.

Βιάσου! Ο κόσμος στέρεψε,
μόνο καημός μου φτάνει…
Δεν έχει λεύτερη λαλιά,
μοιάζει να ‘χει αποθάνει.
Δεν ανασαίνει, δεν νογάει
πια τ’ αντιπάλεμά του.
Τη νίκη, τη δικιά του,
την έκαμε θανή…

Έλα! και γίνε πέλαγος,
και δάκρυ γίνε, πάλι
να θρέψουν κρίνα και μυρτιές
κι απ’ των ανθών τη ζάλη,
ν’ αναγαλλιάσουν οι ψυχές,
να γιάνουν, των ανθρώπων…
Ως η σκοτία των τόπων,
μας δώσει ένα κλωνί…»


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Δικανικός λόγος


Τους κατ’ εξακολούθησιν σεσημασμένους και δη
τους κατά συρροήν ποιητές, να μην τους εμπιστεύεστε.
Διότι αυτοί φέρουν αυτοβούλως το θάρρος της γνώμης των…


©Γιώργος Ν. Μανέτας
 


ΟΗΕ: «Ο έχων νουν ψηφισάτω… «


Πόση να κρύβει μοναξιά τούτος ο κόσμος· Πόση…
Ψυχή θυμίζει αμαρτωλή που θέλει να λυτρώσει.
Μου λέγανε, της μοναξιάς θα «πρέπει» αυτής να μοιάσω.
Στα θλιβερά κι αναίσχυντα, τη σκέψη να ταιριάσω...

Κάλλιο μια σφαίρα να βληθώ και μαχαιριά στα στήθη!
παρά να σκύψω καταγής, να υποκλιθώ στη λήθη.
Έγνοια δική μου, να βρεθώ στης θάλασσας τα βύθια,
για να θωρώ πού κρύβεται η ορφανεμένη αλήθεια.

Πιότερο φύλλο να παρθώ σε φύσημα του αγέρα.
Κραυγή να γίνω και λυγμός ως τη στερνή τη μέρα.
Εγώ, στο πέτο μου κοσμώ το ευωδιαστό θυμάρι.
Δεν φέρω στάμπα νεκρική και ταφικό λιθάρι.

Έχω τ’ Ανθρώπου ανάστημα και προσδοκώ μια νίκη.
Τη Λευτεριά ταξίδεψα στα μάκρη και στα μήκη.
Τώρα… ένα κήπο λαχταρώ κι ένα του δάσους ρέπι.
Για τ’ απρεπή, ξενύχτισα! Άκου για σε τι «πρέπει».

Πλάσε στο χέρι μι’ Άνοιξη κι αν δεν μπορείς, φαντάσου!
Το θεϊκό σου ανάστημα στο νήμα και προφτάσου.
Ορθώσου! Νότος και Βορράς, Ανατολή και Δύση.
Κάθε φυλή! Κάθε λαός! Κι αφέντης; Μόνο η φύση.
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας


 
Όψεως πέτρα
 

Στην αθέατη πλευρά
της μητρίδας των κόσμων
αιφνίδια μπήκε, – τυχαία
κι έζησε τους σπαραγμούς
μίας σαρκοβόρας πυράς μορφής
που παραμόνευε κυοφορώντας
μέλλοντα συνωμοτικά
συντελείας
καταγόμενα του Θανάτου.

Σε σπήλαια των ηφαιστείων της
ρήγματα
και από τις οπές αυτών
αβυσσαλέοι στην όψη
κλειδούχοι
μ’ ονόματα λήθης
πρωτόφαντα
και στο μέτωπο αυτών
αιματώδες τριγράμματο
χάραγμα σπείρας.

Από μίας ρωγμής εισήλθε
παρακάμπτοντας
την κοινή των διαστάσεων
και βρέθηκε σε χώρο
ακάθαρτο
που εκεί μιλούσαν
την πρωτόγλωσσα των ανθρώπων
βρίζοντας ακατάσχετα
τόσο
που δεν της επιτρέπεται
παρά να σιωπήσει.

Σας λέγει μόνο τούτο:
«Ενοράσθαι και λογίζεσθαι»..
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας
 


Ελλάς VII


Θάλασσα· κύματα μπροστά πελώρια και βυθός.
Χιαστί δεμένη σε θωρώ στα δεκαεφτά κουβούσια.
Στου νου μου μέσα το γλυφό, του κάλυκα ο ανθός
σκύβει και πίνει απ’ τα νερά της λήθης τ’ αχερούσια.

Ντύθηκες κράτος – δόλωμα: Κεντίδια και φλουριά…
Τώρα παλεύεις το θεριό και το στοιχειό να φύγει.
Μαζεύεις κάθε θραύσμα σου με διάθεση βαριά,
όμως, ό,τι εμπιστεύτηκες, σε ζώνει και σε πνίγει.

Ένα κατάστρωμα όνειρα, τα πήρες στο βυθό.
Πόση γαλήνη κρύβεται στα κάτω του κυμάτου!
Να σ’ ασπαστώ δεν πρόλαβα και να συλλυπηθώ.
Κλαίω, έναν τάφο ασώματο με δίχως τ’ όνομά του
 
………………………………………
 
Ακουμπιστή να σε θωρώ κι ασάλευτον εσύ!
Φίδι γλιστρά και κάθεται στα ωχρά τώρα σου χείλη.
Η χωρισμένη Κύπρος μας στο βλέμμα μου μισή.
Στο αποκομμένο σώμα σου, η Θράκη μας και οι “φίλοι”.
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας
 

Κερύνεια


Ήταν ο Αττίλας που άλωνε της Κύπρου το περβόλι,
μέρα Σαββάτου κι άρπαζεν της Κερυνείας την πόλη.
Ο γιος της κυρά Μαριγώς της Γιαννακού, ο Τάσος,
έπεφτε κάτωθεν νεκρός κει που ‘παιζεν, στο δάσος.

Ρεύει κατάρες η Μαργώ και το φιλά στο στόμα,
την ώρα που ‘σβηνε το φως κι ανάδινε το γιόμα.
Κάλυπτε το κορμάκι του με τα σκουτιά της θλίψης,
προσευχομένη κι έκραζε: «Παιδί μου, μη μου λείψεις».

Σαν το 'δε ο Τούρκος ο φονιάς, αρχίνισε να κλαίγει!
Δεν του το χώραγεν ο νους, δεν ένοιωθε τι φταίγει.
Έστρεψε τ’ όπλο στην καρδιά, και πριν να καταλάβει…
Αγκαλιαστά κι αρχίνισεν η μάνα να τα θάβει,

να τα σταυρώνει, να εύχεται παράδεισο για κείνα,
κει που οι φασίστες φρόντισαν, σε Άγκυρα κι Αθήνα,
κει που τα σπρώξανε οι τρελοί του πόλεμου οι αυθέντες,
οι γέροντες! που επιθυμούν να χάνονται οι λεβέντες…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Σιίζω


Αϊ αϊ Κύπρε τάλαινα, αί δέ πλατύ κύμα θαλάααη!

 
Ναι, σ’ αντίκρισα μες στο σκοτάδι
δακρυσμένη, στο σώμα μισή.
Ήσουν πέτρα, μεσόγειο νησί,
σε σημάδι…
 
Και σε ρώτησα, ελλήνισα φίλη,
ποιος το σώμα σου, θέλει μισεί;
Κι είπες: «Είναι κορμί το νησί,
κι ανατείλει… 
 
Ο πρωτόγονος νους, που με βάλλει,
είναι κτήνος αρχαίο και ποθεί…
Το κορμί, που ζητάει να δοθεί,
γέννες θάλλει. 
 
Τριπλομάνταλη φέρομαι πέτρα 
που σιωπά κάθε λύσσας ορμή…
Στο πρωτόπλασμα φέρω κορμί,
Έθνη! Μέτρα…» 
 
 
©Γιώργος Ν. Μανέτας
 


Κύπρος 1974 ΙΙ

άνθρωπε…

Απόκοσμο μοιάζει το φως του φεγγαριού που φτάνει.
Γκρίζα π’ αστράφτουν σύννεφα μάς βάλλουν με βροχή.
Στ’ άναστρο ισχνό και σκοτεινό το απατηλό λιμάνι.
Του στοχασμού η καρίνα μας, σε θάλασσα ρηχή.

Από το μόλο κι ύστερα, παραπατάς, διστάζεις.
Τ’ άγρια συγκρίνεις κύματα, με κείνα της στεριάς…
Χαρτογραφείς και ντρέπεσαι. Ματώνεις και τρομάζεις.
Κλαις καταγής κι οδύρεσαι. Σωριάζεσαι μεμιάς.

Μες στις παλάμες σου μπορείς τον ήλιο, το σκοτάδι.
Μες στην καρδιά σου το σωστό και τ’ άδικο, μπορείς!
Λευκό και βάψε της ψυχής το μαύρο σου ρημάδι.
Γυμνώσου! Πέτα το μαβί το ντύμα που φορείς.

Πλέει το καράβι της ψυχής, σ’ ήρεμο αν θέλεις τόπο.
Και της καρδιάς τα φύλλα της σαν θέλεις, μ’ ευανθούς!
Άμα πανί έχεις κι άνεμο, δεν θέλει πολύ κόπο.
Δες το φεγγάρι, ως αναδύεται μέσ’ απ’ τους βυθούς…
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας
 


Της φωτιάς


Ααααχ, να ‘χα στόμα η θάλασσα της Σμύρνης, να μιλήσω…
ν’ απαριθμήσω τους νεκρούς που κράτησα στα χέρια.
Να σηκωθώ απ’ τα βάθη μου θεριό για να ρωτήσω:
Ξένοι! Α, ξένοι! Οπλίσατε του Αγαρηνού τ’ ασκέρια;

Ανάγκη μου το ‘χω να πω, καθώς στα βύθια κάτου
μωρά, νεκρά ελληνόπουλα κοιμίζω κάθε βράδυ.
Μοιρολογώ λυπητερά Σμυρναίικα του θανάτου,
κι ως τα σκεπάζω, τα φιλώ με παρηγόριας χάδι.

Παρακαλώ σας! φέξτε μου να ξεπλυθώ απ’ το αίμα
της πικραμένης της γενιάς της αδικοχαμένης.
Να μη χαρώ ποτέ ξανά της ομορφιάς το γέμα.
Ίδια η ψυχή μου ελλήνισας μάνας χαροκαμένης.

Φέρτε μου σκούρα σάβανα και φέρτε μου τα μύρα
και φορεσιά μου, φέρετε της άβυσσος, το μαύρο.
Εγώ είμαι! Η κυρα – θάλασσα, η μαυροντυμένη χήρα.
Την περηφάνια που ‘χασα διψώ πάλι για να ‘βρω.
 
………………………………
 
Μαρία! Ελένη! Παιδί μου, Τάσο!!
Δημήτρη! Ρουμπίνη! Αντώνη! Λεϊλά!!
Αχ η έρμη, κουράστηκα και πώς να σας φτάσω.
Παιδιά μου, πού πάτε; ( Κανείς δε μιλά…)
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας



Κούρδοι

Στον Αμπντουλάχ Οτζαλάν


«Θέριευε η ψυχή θωρώντας του λυκόφωτος τη χάρη.
Φλογισμένα ρίγη – σάμπως το μυαλό σε πυρετό.
Στο θαμπό του λογισμού του, τον συντρόφευαν οι φάροι
και με λάμψεις, του θυμίζαν κάθε τι ‘ναι μπορετό.

Διύλιζε η ματιά τούς ίσκιους να ‘βρει πέλαγο η ψυχή του.
Έγνοια μόνη του τ’ αχνάρι της αυγής τ’ αλαργινό».
– Δείξε του, πώς να κιαλάρει την αναίσχυντη εποχή του.
Μάθε του, πώς να γνωρίζει τι δεν είναι αληθινό.

– Γιε μου! λιόκαλο στολίδι, συ του σύμπαντος αστέρι,
που δεν ήθελα να μάθεις, που δεν ήθελα πληγείς…
Βγες απ’ το θαμπό σκοτάδι κι έλα πιάσε μου το χέρι
να σου δείξω, ποια δεν πρέπει και ποια πρέπει για να δεις.

«Πέφτει, το παιδί, σφαδάζει μέσα στ’ άγνωστο ταξίδι.
Γκρίζο σύννεφο η ματιά του – σάμπως από πυρετό.
Γκρέμισε, γιατί του δείξαν πόθεν τέρπεται το φίδι:
Έμαθε, η ψυχή του ανθρώπου για το τι ‘ναι μπορετό…»


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Κόρακες


Άτιμε κόρακα, που χτες αφαίμαξες το βιος μου,
που μ’ άρπαξες και δεν θα δω να υψώνεται σα πέρα
το καλαμπόκι το παχύ το καταπράσινό μου,
το καλαμπόκι που ‘θελα να θρέψω τα παιδιά μου.

Απόκαμα μωρέ σκυφτή σπυρί – σπυρί στον κάμπο
να βάζω της στα σωθικά, να βάζω της στα σπλάχνα,
κι ήρθες ‘σύ κακορίζικο τον κόπο μου ν’ αρπάξεις,
να κλέψεις την προικοσπορά, που ‘χα γι’ αλλού ταμένη.

Ανάθεμά σε, κόρακα, που σκιάχτρο δεν φοβάσαι,
παρά μονάχα σκέφτεσαι τ’ αχόρταγό σου στόμα,
δίχως να νιώσεις μια στιγμή τον πόνο το δικό μου,
δίχως ποτέ σου να σκεφτείς, μην πέσω κι αποθάνω.

Τι σου ‘κανα, μαύρο πουλί και θέλησες το βιος μου
και τ’ αμπελιού και μου ‘φαγες την καρπερή πατάτα·
σαν την ακρίδα κι έφερες και του σογιού τους κλέφτες
τ’ αρπακτικά, τα βάρβαρα τα στίφη των φονιάδων…


©Γιώργος Ν. Μανέτας


Αέναες επαναλήψεις


– Στάσου, παιδί μου. Άκου, για λίγο…
– Ήλθεν η ώρα μου, να φύγω.
Στερνό μου “Γεια σας”.
Μάνα, πάτέρα, για τα ξένα
– με δίχως αδερφή μου εσένα –
φεύγω μακριά σας.

Γκρέμια και βύθια θα διαβαίνω.
Στις προσβολές θε να σωπαίνω,
στην καταφρόνια.
Μα, σαν ξυπνώ, σαν θα κοιμάμαι,
εκείνα πάντα θα θυμάμαι,
τα πρώτα χρόνια.

– Κάλλιο, παιδί μου, στερημένος
παρά στην ξένη πικραμένος…
Εδώ, κι αγάλι…
Όσοι ξαπλώνουν δίχως χάδι,
τους κατατρώγει το σκοτάδι,
τους καταβάλλει.

Πού θα ‘βρεις Άνοιξη, ίδιο λάμπος!
Όπως της Κέρκυρας ο κάμπος
να πρασινίζει;
Ίδια πού θα ‘βρεις φύση, γέμα.
Όμοιο καθάριο θήλυς βλέμμα,
να σε κερδίζει;

– Πρέπει, πατέρα μου, να φύγω.
– Στάσου, παιδί μου. Άκου, για λίγο!
– Στερνή φορά σας.
– Κατάμονος σου, πού πηγαίνεις;
– Μανούλα μου, μην επιμένεις.
(Ω! συμφορά σας…)


1978


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Της πολυκατοικίας

Στο διάδρομο…


Τη σύναξή τους, γνωρίζω
από τ’ ανάλαφρο
των βημάτων τους
και από τους ψιθύρους…
Εδώ, κρίνονται δίκες λαμπρές
από δικαστές “αμέμπτου ηθικής”
που αποφασίζουν
εκ των προτέρων
λαιμητόμους – καρέκλες
για τους ενόχους.

Στο δικαστήριό τους,
μορφές αλλόκοτες
με γλώσσες μακριές
σαν ξίφη,
με χαμόγελο αχινού
κι ασφόδελο βλέμμα,
σκιρτούν αλαλάζοντας
με κραυγές εκσπερμάτισης.

Η εισαγγελεύς,
του ανιδιοτελούς δικαστηρίου τους,
κραδαίνει το χέρι
προτείνοντας ποινές αγχόνης.
Ορίζουν οι ένορκοι
και η πρόεδρος αποφασίζει:

«Θάνατος!

Με το πέρας των δικών
οι δυστυχισμένες αυτές υπάρξεις
ακροβολίζονται,
κατάκοπες
ασυντρόφευτες
παραδομένες στο σκότος
της ανοργασμικότητάς τους.


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Των πολέμων η έλαφος


Είμαι κείνο το στοιχειό
στη μελάνη του Ομήρου,
που δόθηκε μια νύχτα
νησί στον Οδυσσέα:
Η Καλυψώ

Είμαι κείνη η παλαιά
πρωτομέδουσα
στη ρότα της Αργούς,
η φέρουσα την τρίαινα
του Ποσειδώνα

Είμαι κείνο της Τροίας
τ’ οξειδωμένο βέλος
στο πόδι του Αχιλλέα,
τ’ αδηφάγο παλάτι
των ηρώων

Είμαι κείνο το όριο
σκαιό λίκνο
στη θύρα του τέλους,
ιέρεια της Κίρκης
και πειρασμός της αγνότητος

Εγώ είμαι, ναι! η
των Σειρήνων ολέθρια αοιδός
στο καράβι του Οδυσσέα.
Η δεικνύουσα την κερκόπορτα
προς Αγαρηνό

Εγώ είμαι, ναι! η
όλων των Εθνών πόρνη
με τ’ ανομολόγητα ονόματα,
στα σκέλη μου, βασιλείς
υποτάχθηκαν

Εγώ είμαι, ναι! η
των ενόχων θηλάζουσα,
η φερομένη φωλεά κοιτίδα
της λόγιας λήθης.
Της Ιστορίας, το έρεβος

εγώ είμαι, ναι…


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Τούτες τις ώρες, ντροπιάζεται το χώμα που θα μ’ έθαβε…
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας
 


Μη μου ζητάς


Στην αργή φορά
του λεπτοδείκτη,
γκρεμίζει ο χρόνος,
χάνεται.

Μη μου ζητάς,
Ελλάδα.
Δώσε μου χρόνο,
να ξεχάσω…

 
©Γιώργος Ν. Μανέτας


Διατάραξαν της νοήσεώς μας τον άξονα…

Πάρτε θέση:
……………

Η πνευματικότητά μας και περισυλλογή
εθεάθη, παραμορφωμένη πόρνη στη δύση της…
 

Πού οδηγούμαστε; 

Ορμώμενοι από το σύμπτωμα της ατυχούς κρίσεως των… ειδημόνων, 
θα πρέπει να καταδείξουμε την ένοχο διαγωγή και να καταλογίσουμε
τις ευθύνες, σε όσους κατέταξαν εαυτούς στην χορεία των εκλεκτών…

Η εθνική αυτή τραγωδία που έλαβε χώρα στις 26 Αυγ 2007, πιστοποιεί
την ανικανότητα των δήθεν, ιθυνόντων εγνωσμένου κύρους και πείρας… 
Το ακατονόμαστο αυτό πλήθος, να διωχθεί διότι καμία υπηρεσία
δεν διέθεσε προς τους πληγέντες και τίποτα δεν φρόνησε.
Εάν οι πράξεις τους, συνιστούν κατά νόμο έγκλημα,
να διαπιστωθεί ο βαθμός της προθέσεως…
Όσο το σύμπτωμα υποτροπιάζει και ο καταλογισμός
των ευθυνών αργεί, θα καθυβρίζουν και θα ασχημονούν
επί των νοητικών μας λειτουργιών.
 
Χάριν λοιπόν της ανωφελίμου πράξεως προς την πατρίδα, ας κρίνουμε
τους “Tότε και τους Tώρα”, καθώς και την ασύμμετρη απειλή που ασκεί,
της όποιας αρχής το βαθύ κράτος, στον τόπο μας….

24 -7 – 2007

©Γιώργος Ν. Μανέτας


 
Πολιτικό μήνυμα ΙΙ


Με βλέμμα υπερόπτη, να σε κοιτάει
μ’ εκείνο το ύφος το στείρο – κενό,
κι απ’ της ψυχής του τ’ άπατα χάη,
με ηλιοβασίλεμα κι εσπερινό,

από τα βάθη κι από τα σκότη,
(μορφή θρασεία, πολιτική)
κει που τα ερέβη και η ματαιότη,
κει που το Τέλος καραδοκεί,

σκέψου! κι ενθάρρυνε του νου σου τ’ άδειο…
Φθινοπωριάτικα, με γλώσσα τεφρή,
απ’ τα κανάλια κι από τα ράδιο,
πολιτικάντηδες – προδότες, εχθροί

το μέλλον θα υπόσχονται, σιγουρεμένοι
πως πάλι, για μια φορά σε μπορούν.  –
Τα έρμα τ’ αγέννητα και οι γεννημένοι…
Οι αυτόχειρες κι όσοι σας ιστορούν…


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Περί δασών και ορέων


Έχω μια θλίψη εσπερινού Σεπτέμβρη μήνα, – κιόλα –
μα λέω μη φταίει το καιρικό το φθινοπωρινό:
Το πρωτοβρόχι τ’ άξαφνο που σπάει στα φυλλοβόλα
κι ως συντελείται, θυμικά πλησιάζω το αλγεινό.

Σα δεν μπορώ τις πτώσεις τους, κατάχαμα κει στέκω
και τα θρηνώ που κείτονται στη γης κάτω νεκρά.
Μόνη χαρά, στους στίχους μου σαν ικανά τα πλέκω.
Σαν ικανά τα λόγια μου φαντάζουνε πικρά.

Έτσι το δάσος – μέσα μου, ζυγώνω και με φτάνει,
και τα δεντρά και τα χλωρά τα νιώθω αδερφικά μου,
που σαν χαθεί κάποιο, θαρρώ θλίψη στη σκέψη πιάνει
τόση, που η λόγχη της ψυχής ξεσπά στα λογικά μου:

Έχω μια θλίψη εσπερινή, Ιούνη μήνα, – κιόλα –
που ευδοκιμούν οι θερινές κατ’ εντολή φωτιές.
Που ευδοκιμούν βουλευτικοί με μάτια σπιθοβόλα,
ζήτουλες, που δε μάθανε παρά με τις γητειές…


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Άφθονος πόλη


Πολυκατοικία 97
Οι δρόμοι της πόλεως έρημοι.
Αοιδοί με μικρές φυσαρμόνικες
συνωστίζονται στων φαναριών τα πόστα
καρδιοχτυπώντας για μεροκάματο.
Χαστουκίζονται για τεχνικές που δεν ευόδωσαν.

Πολυκατοικία 81
Από νωρίς ξηλώνουν τα δέντρα.
Στις θέσεις τους φυτεύονται μικρά παιδιά
με χλωροπράσινα μαλλιά καταστόλιστα θάνατο.
Στα κορμιά τους αποφόρια υφασμένου ξύλου
δουλεμένα μ’ απειλές ψιλοβέλονες.

Πολυκατοικία 48
Τα άλογα της πόλεως χλιμιντρίζουν –
Λαμπορκίνες και Φεράρες συν 4Χ4 (=16?)
κι αυτή… κουλουριασμένη νεκρή πλάι σε όρνια
που ’χουν νύχια και ράμφη γαμψά,
κρατά στης ψυχής τα θεμέλια μπουρίνι τον έμετο.

Πολυκατοικία 69
Έρωτες…μετρημένοι στης Κάλι τα δάχτυλα,
αθόρυβοι μα κι επίμονοι,
πικρόθυμοι,
παρομοιώδης μα κι ευγνώμονες.
Θλιμμένες στην έξοδο νύφες με βλέμμα κενό.

Πολυκατοικία 12
Αυλότοιχος.
Δολοφονημένος στίχος ερωτικός
από νωρίς φτεροκόπος.
Είναι γιατί κρυφοκοίταξε
γραμμένο σύνθημα πολιτικό.
Δυο λουλούδια στη μνήμη του.

Πολυκατοικία 24
Φανάρι. Οι δρόμοι της πόλεως έρημοι.
Τώρα στις γλάστρες φυτεύουν τις έγκυες.
Καβάλα στη σπορ σκούπα κολίγας σπινιάρει.
Τα παιδιά φυτεύονται ακόμα.
Στα κλαριά τους αυτόχειρα περιστέρια.

Άλλαξε η μέρα σκυτάλη με τη νύχτα.
Το δαχτυλίδι της μπόχας μονόπετρο.

 
©Γιώργος Ν. Μανέτας



Φιδέλ 
 

Εδώ, στο νυχτοβίγλι από το άρμπουρο,
τον ήλο είχαν πρωράτες και τον πάλευαν
ανάστροφα, στη ρότα του σταυρού.
————————–
 
Φιδέλ, γι’ αυτούς που ανάγειραν τη θάλασσα,
το στέργω, καθώς λέτε από το πρόστεγο:
«Απέθαντοι να κρένουν με θυμό
 
την παίνια της ξηράς, κι όπως ξιπάζεται
και στέκει απ’ τα πινά, πιο πάνω η Θέμιδα,
αμφίγνωμη να στέργει την πειθώ
 
γι’ αυτόν, τον πανδαμάτορα και φίλοπλο
που βγαίνει απ’ τις στοές συναντιλήπτορας,
το πλείστον με δελφίνους, χορηγούς,
 
προστάτες, την πειθώ τέχνη που κάνουνε,
μπιρλάντια λαμπερά, – ειδή με πέρκωμα,
εμφαίνει εθνωφελής του Ομφαλού…
 
Που σέρνουν καραβάνι εδώ φερέοικο
του ατσίγγανου, – πυκνά ζώνουν το ύβρισμα,
και κάτω από το μάτι του Θεού
 
βερέμικος αητός πετά προσήνεμος,
γογγύζει με μια στέρφα, λόγια πύρινα,
στη γούμενα κρεμιέται του πλωριού».
 
 
©Γιώργος Ν. Μανέτας



Αρετή και Κακία


Τον τελευταίο καιρό, και σχεδόν πάντα πλησιάζοντας οι ημέρες της γέννησης ή της 
ανάστασης του θεανθρώπου, γίνεται λόγος στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης για τα 
προς τον Θεό και την πίστη θέματα με μένος και απόλυτη μηδενιστική διάθεση.
Με αφορμή λοιπόν, της αυτής  διατύπωσης και διαπίστωσης,
παρεμβαίνω λέγοντας πως, απαξιώνοντας το Θεό και την πίστη, απαξιώνεται νοητικά 
άρα και ηθικά η ίδια μας η ύπαρξη. Η ίδια η ζωή. 
.
Από την αρχή της δημιουργίας του, ο άνθρωπος φειδωλός προς τους θεούς του, μέμφεται
ή συναινεί κατά το δοκούν πότε φρουρός άγρυπνος των Θείων και πότε κοιμήσης 
και συμπλεγματικός στα προς αυτόν αγγιζόμενα. Ο κατ’ εξακολούθηση υπότροπος 
και με διάθεση μυωπική, άνθρωπος, είναι ο δισχιλιετής νάνος μίας υστερόβουλης 
συλλογιστικής προκειμένου, να συμπαρασύρει σ’ έναν άλογο κόσμο ικανούς μα ευάλωτους, 
και προς αυτόν να τους εξωθήσει κατευθύνοντάς τους προς μία διεργασία 
ατομικής υπολογιστικής σκέψης με μόνο γνώμονα τα όποιας μορφής κέρδη. 
Θα μπορούσαν να ειπωθούν τα μέγιστα γι’ αυτόν, αλλά δεν είναι των ημερών 
και της αυτής στιγμής, καθώς ανάξιος είναι.
 
Στην αντίπερα όχθη, βρίσκεται ο αγωγός Άνθρωπος, της κατάθεσης, – όχι ο κατ΄ ευφημισμό 
διάττοντας αστέρας της ευεργεσίας και χορηγίας, μα ο συλλογικός και συμμετοχικός, 
ο προς τον άνθρωπο της ευθύνης ευμενής. Αυτός, γίνεται ο νοητός ιχνηλάτης της αλήθειας, 
αξιώνοντας την ηθική, ορθοδομώντας τα δίκαια, πνευματώνοντας και λυτρώνοντάς μας από κάθε 
διαβολή. Αυτός ο άνθρωπος, ο κατ’ εικόνα Χριστού ταπεινός, είναι ο αυτόπτης του ζυγού της 
απανθρωποποίησής μας μάρτυρας. Και θρηνεί…

Άρα, μένει σε μας, να επιλέξουμε και να αποφασίσουμε, – στο ίδιο δηλαδή ερώτημα 
που έθεσε και ο μυθικός Ηρακλής στον εαυτό του: «Ποιο δρόμο; της Αρετής ή της Κακίας;» 
και τελικά να συναποφασίσουμε ποιον δρόμο, ποιον άνθρωπο και ποια κοινωνία, θέλουμε.
Τον Άνθρωπο της ηθικής και ενάρετης σκέψης, ή τον άνθρωπο νάνο, της απαξίας και διαβολής.

Αναμφισβήτητα, ο της Αρετής ή ορθής πίστης αυτός δρόμος, ορθοτομεί την ψυχή 
και ουρανώνει τον άνθρωπο. Βέβαια, ο δρόμος της θέωσης και τελείωσης είναι δύσβατος, 
αλλά και άκρα αντίθετος προς την Κακία… 

Η επιλογή, δική μας… Καλές γιορτές



©Γιώργος Ν. Μανέτας


 
Ευκρινώς εννοούμενα II


Εις μνήμην Αλεξάνδρου Γρηγορόπουλου


Φέτος, πριν έρθει η άνοιξη κι ανθίσουν τα λουλούδια
και πριν των δέντρων τα κλωνάρια βγάλουν τρυφερά
εγώ, δεν θα ’μαι της δροσιάς ν’ ακούσω τα τραγούδια
απ’ τα τρεχούμενα ρηχά κρυστάλλινα νερά.

Εγώ, δεν θα ’μαι για να δω πώς βγαίνει το χορτάρι
και πώς, απλώνει το χαλί στα γκρέμια, στις ερμιές.
Φέτος, δεν θα ’μαι όταν στη γης θ’ απλώνει το θυμάρι,
ούτε και θα ’μαι, τα πουλιά να δω μες στις φωλιές.

Ίσως… να ’μαι δαφνόφυλλο απ’ άνεμο παρμένο.
Κλαδί νωπό, που βύθισε στην κοίτη της πηγής.
Άνοο φύλλο ως σέπεται καιρό κιτρινισμένο.
Ρίζα! που δεν ευτύχησε δέντρο να βγει στη γης.

Φέτος, δεν θα ’μαι...


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Οι πατριδοκάπηλοι και η Ποίησις 


…………………………………………………………



«Εκ των σπαργάνων της μητρός μου,
ούτος ο λόγος που διψώ
το υγρό στοιχείον.
Την συνεβούλευε ιατρός μου, 
δια τας μεμβράνας, τίς λειψός 
από παιδίον. 

Διεγνώσθη ασθένεια σοβαρά, 
κι αυτή, μηδέ πήρε φαιδρά,
την όποια αιτίαν.
Πολλάκις, έκλαιε εις τας φολίδας,
δια ν’ αποθέσει τας ελπίδας,
εις Παναΐαν. 

Στιγμαί της σαρξ μου, λυπηραί,
κι ούτος εξήρχετο, δι’ εμέ 
της είπε, ιδίως:
«Θάρρος! (Αι λέξεις, φοβεραί…
Τι μ’ επιφύλασσες, καημέ,
κι ομοιάζω ιχθύος;

Τουτέστιν, έζησα πολλά…
ο γέρο-χρόνος, μου γελά,
διόλου σπουδαία.
Όστις, ταξίδεψεν ναυτίλος,
και τ’ ωκεάνιον είδε χείλος,
κλείνει μοιραία.

………..

Δια τούτο, ας ήμουν μεταλλάς, 
να πελεκώ και να τροχώ 
με τας μακίνας,
παρά να κάθομαι, ποσώς 
πολύς διευθύνων τας ακτάς, 
απ’ τας Αθήνας… «

 
*Και εν προκειμένω, «επαυξάνοντάς το» προς αποφυγήν παρεξηγήσεων..: 
Οι παλαιότεροι εξ αυτών δημιουργοί των απέραντων εμπορικών στόλων απάτριδες, 
φιλοτιμότεροι και ουσιαστικότεροι ήσαν, από τους ευκόλως μεταγενέστερους διαδόχους 
εξαρτημένους του ευσχήμονος καπιταλισμού. 
Άτομα δηλαδή του παραλόγου της ιδιοτελείας και άκρας εκμεταλλεύσεως, 
που έχουν περιπέσει σε μία περιδίνηση υπολανθάνουσας πνευματικής καταστάσεως 
της τάξεως της μισανθρωπίας, λόγω των ψυχοτρόπων του καπιταλισμού. 
Οι ασθενείς και δυστυχείς αυτοί άνθρωποι, οι της ψυχικής διαβρώσεως, 
ουδέποτε το έθνος των Ελλήνων αγάπησαν, πολλώ δε τον ίδιο τον Έλληνα ναυτικό. 
Εμείς, οι κατάφορτοι από μνήμες παλαιότεροι του ναυτικού επαγγέλματος, 
σιωπούμε ηθελημένα (όχι εθελοτυφλούμε) διότι άνθρωποι είμαστε Έλληνες και συγχωρούμε…
Ωστόσο, εμείς επόπτες στη βάρδια των ορίων θα στέκουμε και χρέος θα έχουμε έναντι της αληθείας, 
εποπτεύοντας από τη γέφυρα της συνειδήσεώς μας τη νοσηρότητα και απρέπεια 
όσων επιβουλεύονται κεκτημένα ημών και αλλήλων.
 
6 – 1989
 
 
©Γιώργος Ν. Μανέτας
 
 
 
Ελλάς VΙΙΙ


Η Μοναξιά


Σε αυτόν τον τόπο,
καθηλωμένη,
διάγει τις μέρες της
δυστυχισμένη,
διάγει τις νύχτες της
δίχως χαρά.

Η έρμη σκότισε
και παραπαίει,
και νιώθει ως έρημος
δίχως να φταίει,
γι’ αυτό αποκρίθηκε
στη Μοναξιά:

«Έλα! – της φώναξε –
καλή μου φίλη,
εδώ που φέγγει
το αχνό καντήλι·
κάθισε δίπλα μου,
να σου τα πω.

Κάθε τι σκέφτομαι
στίχο το πλέχω
κι ό,τι παράταιρο
πια τ’ απαντέχω.
Έτσι μου μάθανε,
να καρτερώ

μα, ως προσκύνησε
η ψυχή το χρήμα,
εγώ για τ’ άδικο
και για το κρίμα,
θα γράφω πάντοτε
αι θα μιλώ

για τα «ως είθισται»,
για τα «ως πρέπει»,
διαμαρτυρόμενη,
σε αυτό το ρέπι.
Σε αυτής της κάμαρας
τη σιγαλιά,

κλαίγω τη μοίρα μου,
τ’ άδικο κλαίγω,
μιας κι άλλο τίποτε
πια δεν ορέγω,
μιας και δε μ’ άφησαν
λίγη χαρά.

Ο νους μου σάλεψε
και καταρρέω,
δίχως η έρμη
κάπου να φταίω·
ο φταίχτης, λάλησε
με τον παρά

κι έγινε, υπέρτατος!
Πολιτικάντης! –
στημένης τράπουλας
Ρήγας και Φάντης».
Κι αυτή, που στράφηκε
στη Μοναξιά,

κάθε τι σκέφτεται
στίχο το πλέχει
κι ό,τι παράξενο
πια τ’ απαντέχει.
Έτσι τη μάθανε,
να καρτερά…
 
 
©Γιώργος Ν. Μανέτας
 

                                              
Poema
 

Κι έπειτα, τίποτα… 


Μονάχα η Ποίηση θέλησε για εκείνη να πονά…
Κάτωχρη στέκει δίπλα μου και με κοιτάει στα μάτια.
Της λέω σιγά πως το μυαλό μου αρχίζει να ξεχνά.
Πως δεν θυμάμαι αν έζησα σε ρέπια ή σε παλάτια.

Πως δεν θυμάμαι ποιας στεριάς τη θάλασσα πατώ.
Αν ζωντανός ή πέθανα σε κάποιο μου ταξίδι.
Αν είναι αλήθεια η άβυσσος στα χέρια που κρατώ.
Αν στου ποδιού μου γνώριμο που με δαγκώνει φίδι:

«Πες μου, καλή μου, μέθυσα και δεν καλά θωρώ;
Κόκκοι λευκοί του αλμόλοιπου, μου μπήκανε στα μάτια;
Αντί για διάσημα, εγώ σημαία μου τη φορώ
και την πηγαίνω αδιάκοπα στα μήκη και στα πλάτια.

Ω, Ποίηση! πες μου, ποιος εχθρός σφοδρά που την μισεί;
Δώσε μου χρόνο, ένα χαρτί και πένα, για να γράψω.
Να σου την κάνω αθάνατη στα χέρια μου, χρυσή!
Να νιώσω εκείνης τη χαρά, ως να μου πει να πάψω…»


©Γιώργος Ν. Μανέτας


 
Ελλάς ΙΙΙ


Στη γέφυρα


– Μπόσικα ο κάβος της ψυχής…
– Βρήκαν τα λάσκα στο κρουζέτο.
– Ο λόγος μου, καιρός τραχύς,
αλμόλοιπος στο παραπέτο..
Βερίνα· σινιάλο του σχοινιού.
– Μας πρόκαμε μπότζι – μαρέα.
– Πενθώ μεσίστια του κοντού
τη γαλανόλευκη σημαία.
Σταντ μπάι. Απίκο η μηχανή.
– Του ορίζοντα… πόθεν τεζάρει;
– Κουτόφραγκοι και Αλαμαννοί,
παίξαν το μέλλον μας στο ζάρι.

Στην πίντα δέσε τον καιρό.
Ο μπούσουλας με δίχως Νότο.
Βούτηξε η Δύση στο κενό
και γκρέμισε μέσα στο μπότο.

Καλύπτρα, – γρέζι του ματιού…
Δουβλόνια, γάντζοι και κουρσάροι.
Προβέτζο σπάζει του αμπαριού
και τους ξεβράζει από τ’ αρμάρι.

Πόντζα. Καβίλια και σφυρί.
– Βιλάι σ’ τα στέλνω και ποδίζω.
– Άλλως η Ελλάς δεν προχωρεί…
– Δώσ’ τη μου ν’ άρχω και να ορίζω…
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας
 


Η άρχουσα τάξη
 

Η άρχουσα τάξη, το σύστημα, θέλει πνεύματα πειθαρχημένα
χωρίς κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις, που δεν παρατηρούν,
προϊδεάζουν και που δεν καταθέτουν θέσεις και απόψεις με αμεσότητα
και ευθυκρισία. Δεν θέλει, τύπου θεώρησης έλλογες απαντήσεις
και αξιολογήσεις, που αφορούν την ανθρώπινη συμπεριφορά και βίωση.
Το σύστημα, αιώνες τώρα, καταδιώκει την φανέρωση
και τη δυναμική του «Αντιστέκεστε». 
 

©Γιώργος Ν. Μανέτας
 


Μέγας Αλέξανδρος


Σχίσου, λιθάρι, κι άνοιξε το στόμα να μιλήσεις
κι από το φυλλοκάρδι σου, με λίθινη κραυγή
φώναξε, για ν’ ακούσουνε οι Ανατολές, οι Δύσεις:
Καθ’ Έλληνας, πως τίκτεται από γενιά διαυγή.

Μίλησε, θάλασσα πλατιά κι εσύ πέλαγο, πες μας
πόθεν τ’ αγόρι το τρανό που κίνησε νωρίς,
το δισχιλιόχρονο παιδί, που φέρουν οι καρδιές μας,
που φέρουνε τα μάρμαρα κι οι πήλινοι αμφορείς;

Κι εσείς, Φαγιούμ υπέρκαλα, από την ερημιά σας,
πείτε μας, ποιον Αλέξανδρο σας δείξαν οι σοφοί·
ζωγραφικά περίτεχνα με την λαμπρή ομορφιά σας,
της Πέλλας γιοι, Ελληνόπουλα, με την αγία μορφή.

Κι εσείς! εσείς κουτόφραγκοι και Δυτικοί φασίστες…
Και Αριστερά μορφώματα της ανεπροκοπής –
πόρνοι, δοτά σκηνώματα της Δεξιάς, αριβίστες
κι άπαντες όλης της Βουλής, της ανιστορικής…


12-6-2018


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Το ξεπροβόδισμα της Ολυμπιάδας


Αλέξανδρε, αγγελούδι μου!
σπλάχνο, δικό παιδί μου,
σου δίνω την ευχή μου,
να πάγεις στο καλό.

Μόν’ να προσέχεις, μάτια μου.
Να ντύνεσαι ολοένα.
Δεν θα ‘χεις τώρα εμένα,
ξοπίσω να γυρνώ

για να σου λέω: «Αγάπη μου,
φόρεσε το σκουτί σου».
Το ασπίδι, το σπαθί σου
να τα ‘χεις κατά νου

γιε μου, καθώς ο κόσμος σου
σαν της οχιάς το βλέμμα…
Ξημέρωμα και γέμα,
τα μάτια έχε ανοιχτά,

κι όταν κοιμάσαι, Αλέξανδρε,
κι όταν ξυπνάς· το νου σου.
Να νιώθεις και του εχθρού σου
το κοφτερό μυαλό.

Γιε μου, με την πανσέληνο
θα πω στη Σαλονίκη,
στα πλάτη και στα μήκη
πως κίνησες νωρίς

ώστε, εμείς, στον θρόνο σου
ασίγαστα ολημέρα,
ως την στερνήν εσπέρα,
ως την στερνή στιγμή.

Καλό ταξίδι, αγόρι μου.
Κάθυγρο το μαντήλι
θα σου κουνώ. Τα χείλη,
με αβασκαντήρια ευχή.






Ο Ποιητής ΙΙ
 

Αυτός…


δεν έγραψε ν’ αδράξει δόξα.
Αυτός, δεν πάλεψε για “Ευχαριστώ”.
Δεν φέρει αιμάτινα βέλη και τόξα.
Μόνο την πένα του έχει· γι’ αυτό

σκιρτά,

μπρος στ’ άδικο και μπρος στη θλίψη,
κι όταν διορθώνει… φεύγει, γι’ αλλού!
Δεν έχει ο λόγος του κάτι να κρύψει,
όπως του μέτριου και του δειλού.

Τρέφει!

και τρέφεται με την αλήθεια –
έτσ’ είν’ η σκέψη του, πόνος γλυκύς.
(Αυτός, που πάλλεται μέχρι τα βύθια,
δεν έχει ανάπαψη· ο δυστυχής…)


©Γιώργος Ν. Μανέτας



Kαταισχύνη


Παρακαλώ σας, πείτε μου! πώς μέσα μου να γιάνω;
Πώς μέσα μου για να χαρώ, που μου ’τυχαν εμπρός μου;
Θαρρώ πως πρέπει να τα πω πριν μου ’ρθει ν’ αποθάνω.
Θαρρώ πως πρέπει να γενεί ο απώτερος σκοπός μου:

Στην αχυρένια μια νυχτιά του Νίγηρα καλύβα,
στην αγκαλιά μου ένα παιδί σχεδόν σκελετωμένο,
(τ’ αθώα ματάκια του θυμάμαι ακόμη ως με κοιτούσαν)
στα ξαφνικά, ξεψύχησε για το ’χανε ταμένο

της Δύσης κείνα τα θεριά, οπού κανείς δεν θέλει,
που κλέβουνε της Αφρικής το γάλα και το μέλι.

Στις Φιλιππίνες, στο Ροξάς, δε θα ’τανε τεσσάρων…
που κάποιος ναύτης Γερμανός το πήρε να χαλάσει.
Σημάδι το ’χω στη ζερβή γροθιά μου, κι έχω ακόμη
τα δόντια εκείνου, που ’σπασα να μην ξαναγελάσει

της Δύσης τ’ άγριο το σκυλί, που θέλει να ξεδώσει,
και την Ασία την πόρνεψε για να τον ξεπληρώσει…

Κι ήταν, ακόμη, στο Καλάτ που την πετροβολούσαν
γιατ’ είχε κάποιον μόνη της θελήσει ν’ αγαπήσει.
Ντράπηκα τόσο κι έκλαψα σαν το ’δα με τα μάτια
που τα ’βγαλα, μη ματαδώ την πρόστυχη τη Δύση

που σπούδασε τους εθνικούς δοτούς της ηγετίσκους,
και με πετρέλαιο μόλυνε τους ηθικούς και θρήσκους.

Στην Καρθαγένη κι ύστερα, – Θέ μου, συγχώρεσέ με,
μα το ’δα εμπρός να γίνεται το φονικό στην πράξη,
κάποια πολύ που αγάπαγε το νταβαντζή με πάθος,
ένα μαχαίρι τράβηξε κι εκείνον είχε σφάξει. –

Για του χρυσού τ’ αντάλλαγμα, τους πήγαν την πανώλη.
Τους κυβερνούν πανσπερμικά της Δύσης, και Διαβόλοι!

Έχω της μαύρης ξενιτιάς τραγούδια εγώ γραμμένα
που κρύβω χρόνια μέσα μου για δεν πολύ θ’ αρέσουν.
Είναι στενάχωρα, γιατί με δάκρυα είναι δοσμένα
τόσο, που θα με οικτίρετε, γιατί θα σας πονέσουν…
 

 

 
Εάν δεν θυσιάσεις κομμάτι από τον εαυτό σου, 
μην περιμένεις το μέλλον ολόκληρο.

 



( 5 / 2 / 2009 – 29 / 12 / 2014  

Για λίγα περισσότερα 👇🏾«Εξ αφορμής….»


    
Δια τις απόψεις σας, ευκρινώς συστηθείτε